0

Συμπληρώνονται είκοσι χρόνια σήμερα από τη «μαύρη» Πρωταπριλιά του 2004, την οποία σημάδεψε ο θάνατος του Γιάννη Κυράστα σε ηλικία 51 ετών, ύστερα από πολυήμερη μάχη με σπάνια ασθένεια.

Τα χαμόγελα απ’ τα αθώα ψέματα της Πρωταπριλιάς του 2004 κόπηκαν «μαχαίρι» γύρω στις πεντέμισι το απόγευμα. Όταν έγινε γνωστό το τραγικό νέο, που όλοι ήθελαν να μην είναι αλήθεια και να εντάσσεται στο κλίμα της ημέρας.

Ο Γιάννης Κυράστας είχε φύγει απ’ τη ζωή ύστερα από μάχη ενός μήνα που είχε δώσει νοσηλευόμενος, λόγω επιπλοκών της σπάνιας νόσου του Φουρνιέ (μια μορφή γάγγραινας στην περιοχή του οσχέου). Ο καλύτερος Έλληνας προπονητής της γενιάς του κι ένας απ’ τους καλύτερους αμυντικούς όλων των εποχών, είχε περάσει βιαστικά και απότομα στην απέναντι πλευρά, σε ηλικία μόλις 51 ετών.

Ήταν μια είδηση που όλοι φοβόμασταν ότι θα ακούσουμε από τα μέσα Μαρτίου, όταν οι θεράποντες γιατροί του στην «Ευρωκλινική» εξηγούσαν με σαφήνεια τη σοβαρότητα της κατάστασής του. Όλοι, ωστόσο, ελπίζαμε μέχρι την τελευταία στιγμή ότι θα γινόταν το θαύμα που θα έσωζε έναν χαρισματικό άνθρωπο, ο οποίος είχε πολλά ακόμα να προσφέρει στο ποδόσφαιρο. Κι ας είχε δηλώσει περίπου ενάμισι χρόνο νωρίτερα ότι αποσυρόταν διά παντός απ’ τον χώρο της προπονητικής, όταν η δεύτερη θητεία του στον Παναθηναϊκό τελείωσε πρόωρα.

Το «τριφύλλι» είναι η ομάδα με την οποία τον έχει συνδέσει ο περισσότερος ο κόσμος, κυρίως λόγω της επιτυχημένης παρουσίας του ως προπονητής την περίοδο 1999-2000. Ωστόσο, ο Κυράστας πέρασε τα πρώτα χρόνια του ως ποδοσφαιριστής στον «αιώνιο» αντίπαλο, τον Ολυμπιακό.

Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 25 Νοεμβρίου 1952, αλλά μεγάλωσε στα Πετράλωνα. Εντάχθηκε στα «τσικό» του Ολυμπιακού προτού κλείσει τα 15 του χρόνια, προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα το 1972 και από την περίοδο 1974-75 καθιερώθηκε στο δεξί άκρο της άμυνας.

Κατέκτησε τίτλους με τους «ερυθρόλευκους», έγινε γρήγορα βασικό στέλεχος και της Εθνικής Ελλάδας και το καλοκαίρι του 1981 πρωταγωνίστησε, μαζί με τον Μάικ Γαλάκο, σε μία από τις πιο πολύκροτες μεταγραφικές υποθέσεις στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κάνοντας χρήση της οκταετίας του, μεταπήδησε στον Παναθηναϊκό, την ομάδα που συμπαθούσε από μικρός!

Στο «τριφύλλι» γύρισε κατά τη διάρκεια της περιόδου 1982-83 στη θέση του λίμπερο, θέση στην οποία διέπρεψε ακόμα περισσότερο, διατηρώντας και τη θέση του στην εθνική ομάδα. Ωστόσο, αν και είχε καθοριστική συμβολή στο νταμπλ του 1986 (όπως και σε εκείνο του 1984) και είχε μόλις υπογράψει για την πενταετία του, παραγκωνίστηκε από το ξεκίνημα της επόμενης περιόδου.

Αντιλαμβανόμενος ότι δεν βρισκόταν στα πλάνα του Παναθηναϊκού, σταμάτησε το ποδόσφαιρο και στράφηκε στην προπονητική. Από την περίοδο 1987-88, όταν ανέβασε τον Εθνικό Ελληνορώσων από τη Β’ στην Α’ Κατηγορία ΕΠΣΑ, μέχρι και το 1992-93, όταν οδήγησε ξανά στα «σαλόνια» της Α’ Εθνικής τον Πανιώνιο, το όνομα «Κυράστας» ήταν συνυφασμένο με τη λέξη «άνοδος»!

Ντεμπούτο στην κορυφαία κατηγορία έκανε πάντως το 1996, αναλαμβάνοντας τον Πανηλειακό μετά το σοβαρό τροχαίο ατύχημα που είχε ο Αντώνης Γεωργιάδης. Η πορεία του ήτα διαρκώς ανοδική κι έτσι δεν αποτέλεσε έκπληξη η απόφαση του Γιώργου Βαρδινογιάννη να του αναθέσει το καλοκαίρι του 1999 την τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού.

Ο Κυράστας όχι μόνο… κολύμπησε στα βαθιά (πάντοτε, άλλωστε, η σχέση του με το νερό ήταν καλή, αφού ήταν εξαιρετικός κολυμβητής και φανατικός ψαράς), αλλά παρουσίασε μια ομάδα που έπαιζε εξαιρετικό ποδόσφαιρο. Το «τριφύλλι» έχασε τον τίτλο, ο ασυμβίβαστος Κυράστας αποχώρησε και συνέχισε στον Ηρακλή. Όμως, το πεπρωμένο του ήταν να επιστρέψει στον Παναθηναϊκό.

Η δεύτερη θητεία αποδείχθηκε βραχύβια. Τον Δεκέμβριο του 2001 ο Κυράστας παραιτήθηκε, δηλώνοντας ότι αποχωρεί οριστικά απ’ το ποδόσφαιρο. Ήταν προφανές, όμως, ότι έκανε ένα διάλειμμα από τη δουλειά που τόσο αγαπούσε και περίμενε να ωριμάσουν οι συνθήκες για να επιστρέψει. Το άφηνε να εννοηθεί σε συνεντεύξεις του, αλλά δεν ήταν γραφτό να προλάβει.

Ο Παναθηναϊκός τιμά κάθε χρόνο τη μνήμη του. Το ίδιο και οι οπαδοί του, που τον αγάπησαν όσο ελάχιστους προπονητές. Ο Κυράστας, όμως, εκτιμήθηκε από όλους τους Έλληνες, ανεξάρτητα απ’ την οπαδική προτίμησή τους. Διότι έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο που ήθελε να προσφέρει στο ποδόσφαιρο χωρίς να παρεκκλίνει απ’ τις αρχές του.

Κάθε χρόνος που περνάει, αντί να ξεθωριάζει τις αναμνήσεις από την παρουσία του στα γήπεδα, κάνει την απουσία του όλο και πιο αισθητή…

Τα ρίσκα που στοίχισαν και η απότομη προσγείωση

Previous article

Ο Φατίχ Τερίμ ψάχνει δικαιολογίες σε ένα ματς που ο ίδιος έχασε!

Next article

You may also like

Comments

Leave a reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.