Ήταν ένας μαθητευόμενος μάγος. Μάγεψε την Σερβία, μάγεψε την Ολλανδία και μετά πάλευε να λύσει τα μάγια.
Υπάρχει ένα αόρατο νήμα που δένει τις ιστορίες. Η κόλλα που τις κάνει να βγάζουν νόημα. Η στιγμή που συνδέει το παρελθόν, με το παρόν, και ενδεχομένως το μέλλον. Μια σύμπτωση που αποκαλύπτει τις πράξεις της μοίρας. Ένα πρόσωπο που απαντάει στο κάπως, κάπου, κάποτε…
Ο Τζέρι Μιούρεν ήταν στον αγωνιστικό χώρο του Γουέμπλεϊ στις 2 Ιουλίου του 1971. Στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης απέναντι στον Παναθηναϊκό, σε εκείνη τη γεμάτη λάμψη και υστεροφημία βραδιά στην ιστορία του τριφυλλιού. Ήταν ένας από τους πολλούς εκείνης της ομάδας που έφυγαν νωρίς από τη ζωή. Το μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο τον νίκησε στις 19 Σεπτεμβρίου του 2013. Έφυγε σε ηλικία 67 ετών. Μέχρι να διαγνωστεί με MDS, εργαζόταν ως scout στον Άγιαξ. Ένα από τα ταλέντα που είχε εντοπίσει ήταν σε ένα χωριό του Βελιγραδίου…
«Νομίζω με είχε δει όταν ήμουν 14 ετών. Επειδή είχε υπάρξει συμπαίκτης με τον Γιόχαν Κρόιφ, κατευθείαν μου είπε ότι μοιάζουμε στον τρόπο που παίζουμε. Τότε γεννήθηκε αυτό το παρατσούκλι. Αν με επηρέασε; Όχι, δεν το σκεφτόμουν όταν έπαιζα. Συνέχιζα να παίζω το παιχνίδι μου».
Έτσι έγιναν τα μάγια. 14 ετών ο Φίλιπ Τζούρισιτς, ακόμα άγνωστος στο ευρύ κοινό νιώθει το μαγικό ραβδάκι του Μιούρεν να τον αγγίζει. Γίνεται ο «Κρόιφ των Βαλκανίων». Γίνεται «ο Κρόιφ των Βαλκανίων με μια δόση Κακά», όπως θα τον παρουσιάζουν αργότερα. Κι εκείνος δεν τους απογοήτευε. Όχι μέχρι το 2012, όχι μέχρι τα είκοσί του χρόνια. Γιατί έκτοτε μοιάζει να προσπαθεί να λύσει τα μάγια…
Τι ώρα είναι μεσάνυχτα;
Ξημερώματα στο Ομπρένοβατς…
Αν οι χώρες είχαν χρώμα, οι βόρειες βαλκανικές θα ήταν το γκρι. Ένα γκρι, καμία απόχρωση. Εκείνο της μονοτονίας, εκείνο των συννεφιασμένων ημερών, εκείνο των εργατικών πολυκατοικιών, εκείνο της εποχής που τα χρόνια που περνούσαν δεν έμοιαζαν να αγγίζουν μικροαστικά προάστια. Ο Φίλιπ Τζούρισιτς μας υποδέχεται στο Ομπρένοβατς. Περπατάει στην πόρτα της πολυκατοικίας του. Παίρνει το δρόμο του για το ασανσέρ και σε προσκαλεί να μπεις. Μην ορκίζεσαι ότι θα το έκανες ̇με ένα πεθαμένο κεραμιδί χρώμα, ουδέποτε του ανακαινισμένο ή καν φρεσκαρισμένο, υπόσχεται κλειστοφοβία και ζέχνει αμήχανες στιγμές. Αλλά είναι ένατος όροφος, τι να κάνεις; Γλουτιαίους;
Μέσα στο μικρό διαμέρισμα του ενάτου ορόφου περιμένουν η Γέλενα και ο Ντούσαν, οι γονείς του Φίλιπ. Η Γιοβάνα, που μιλάει διαρκώς για το πόσο περίεργο είναι να έχει διάσημο αδερφό και πόσο νευριάζει όταν την ρωτάνε αν θα βάλει γκολ. «Και πού να ξέρω εγώ», ενίσταται και δίκιο έχει. Ο Φίλιπ ξεναγεί τους καλεσμένους του στο μπαλκόνι. Είναι ψηλά και ανοίγει η καρδιά σου, έστω κι αν το κύριο θέαμα είναι το γκρι. Μπαίνει στο δωμάτιό του. Κρεμασμένα λάβαρα, μετάλλια, κύπελλα, και σε μια γωνία μικρές ποδοσφαιρικές μπάλες. «Μου αρέσει να αγοράζω μία από κάθε μέρος που πηγαίνω».
Λίγο πιο πέρα από το σπίτι του, φαίνεται από το μπαλκόνι το νηπιαγωγείο του. Πιο πέρα το σχολείο. Ο Φίλιπ παίρνει το χρόνο του για να ρίξει μερικά σουτάκια στην μπασκέτα. Δεν το έχει και πολύ, αλλά παραδέχεται ότι συχνά βλέπει περισσότερο μπάσκετ από ποδόσφαιρο. Ευρωλίγκα κυρίως και τα κυριακάτικα ματς του ΝΒΑ. Στο Ομπρένοβατς δεν έχουν και πολλά να κάνουν. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους και όλοι, προφανώς και γνωρίζουν τον Τζούρισιτς. «Τουλάχιστον χίλια άτομα βλέπουν τα παιχνίδια του ολλανδικού πρωταθλήματος», λέει ο πατέρας του και με αποστροφή επιπέδου Νίκολα Γιόκιτς προσθέτει πως «είναι απίστευτο πόσοι με παίρνουν τηλέφωνο μετά τα ματς».
Ακολουθεί το πρώτο γήπεδο που έπαιξε, ακαδημία περισσότερο και λιγότερο ομάδα. Ομπρένοβατς 1905, και αργότερα, όταν ήταν δέκα ετών, στην Ραντίτσκι. Τώρα, τότε δηλαδή που γινόταν η ξενάγηση, έπαιζε στην Χέρενφεν. Είχε κάνει ντεμπούτο με ασίστ. Είχε βάλει γκολ λίγο καιρό μετά και το πανηγύρισε με ένα μπλουζάκι που του είχαν κάνει οι φίλοι του από τη γειτονιά. «Είχε τους στίχους από ένα τραγούδι που λέμε όταν είμαστε όλοι μαζί. Τους είχα υποσχεθεί ότι θα πανηγυρίσω έτσι».
Στη Χέρενφεν ήταν μερικούς μήνες. 18 ετών ακόμα, μην το παραβλέπουμε. Είχε πάρει μεταγραφή το 2009, με τη συμφωνία να κλείνει τον Ιανουάριο του 2009 και χάρη σε ένα παντελώς άσχετο γεγονός. «Μας είχαν καλέσει οι άνθρωποι της ομάδας να μιλήσουμε. Μετά, παρακολουθήσαμε όλοι μαζί την αναμέτρηση με τον Άγιαξ στο Άμστερνταμ. Το γεγονός ότι η Χέρενφεν νίκησε ήταν καθοριστικός παράγοντας στην απόφασή μας», θυμάται ο Ντούσαν και η ζωή του Φίλιπ ξεκινούσε τότε. Και ήταν μια ζωή γεμάτη όνειρα…
Στην πρώτη του συνέντευξη, μετά από ένα τουρνουά, αποκαλύπτει ότι όνειρό του είναι να κερδίσει το Champions League και το παγκόσμιο κύπελλο. Με την Χέρενφεν, τον ρωτάει αμήχανα ο σοβαρός και προσγειωμένος ενήλικας. «Ναι, αν είναι δυνατόν», απαντάει το αλλοπαρμένο και ξεμυαλισμένο παιδαρέλι. «Ήταν η πρώτη μου συνέντευξη στα αγγλικά, είχα πολύ άγχος», σχεδόν δικαιολογείται τέσσερα χρόνια αργότερα. Ετοιμάζεται να πει αντίο στην Ολλανδία. 110 συμμετοχές, 26 γκολ, 28 ασίστ, δεκάδες ομάδες στα πόδια του και εντέλει η Μπενφίκα να ξοδεύει έξι εκατομμύρια ευρώ για να τον αποκτήσει.
Μεσημέρι στη Λισσαβώνα!
Ήταν μια ενδιαφέρουσα αλλαγή. Έβλεπε επιτέλους ήλιο, έπειτα από τόσες ημέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια στη βροχερή, νότια Ολλανδία. Πίστευε ότι είναι έτοιμος για την Μπενφίκα. Την προτίμησε, εξάλλου, από τόσες άλλες ομάδες που ενδιαφέρονταν με τη λογική της εξέλιξης. Ανταγωνισμός υπήρχε. Όμως, ο Φίλιπ Τζούρισιτς δε φοβόταν. Είχε «φοβηθεί» όταν βρέθηκε στο Μάντσεστερ ανήλικος ακόμα και βρέθηκε να προπονείται με τον Νεμάνια Βίντιτς, τον Κριστιάνο Ρονάλντο και τον Ρίο Φέρντιναντ, βλέποντας τους Ζοσέ Μουρίνιο, Φάμπιο Καπέλο και Μαρσέλ Ντεσαγί να τον παρακολουθούν σε ένα ματς νέων Γιουνάιτεντ-Τσέλσι. Πόσο χειρότερα να είναι στο Ντα Λουζ;
«Κάποια στιγμή μάς είπε ο Νεμάνια Μάτιτς ότι οι προπονήσεις στην Μπενφίκα είναι χειρότερες από τα παιχνίδια. Ότι υπάρχουν δεκάδες λατινοαμερικάνοι και όλοι τους παλεύουν για μια θέση στον ήλιο και στην προπόνηση κανείς δε νοιάζεται για τον διπλανό του. Σπάνε πόδια…», θα του πει σε μια ερώτηση-τοποθέτηση ο δημοσιογράφος. Ο Φίλιπ γελάει. Δε γελούσε τότε, βέβαια, αλλά εφτά χρόνια μετά μπορεί και γελάει. «Μαθαίνεις. Για μένα, οι Αργεντινοί ήταν οι χειρότεροι. Όταν, όμως, κάποιος σε χτυπήσει πέντε φορές καταλαβαίνεις ότι πρέπει να χτυπήσεις πίσω».
Το μάθημα της επιβίωσης στο ποδόσφαιρο. Όταν τα λεφτά όσα πολλά κι αν είναι, δεν γεμίζουν το κενό. Ούτε τα αυτοκίνητο, ή οι γυναίκες. Η προπόνηση μαρτύριο, οι αγώνες δεν έρχονται ποτέ, η κατάθλιψη χαμογελάει καθώς καιροφυλακτεί πίσω από ένα δέντρο. Όταν οι απαντήσεις δεν έρχονται, γιατί όποια ερώτηση κι αν κάνεις μοιάζει να μην είναι η σωστή. Και ποια είναι, δηλαδή, η σωστή ερώτηση;
«Είχα μόλις αναδειχθεί δεύτερος καλύτερος παίκτης στο ολλανδικό πρωτάθλημα, ο Μάρκο Φαν Μπάστεν μού έδωσε το βραβείο, είπε τα καλύτερα για μένα. Είχα φανταστικές προσφορές τότε, μπορούσα να διαλέξω τόσο το σύλλογο όσο και το πρωτάθλημα που θα έπαιζα. Σκέφτηκα ότι είμαι μικρός για Serie A, αδύναμος ακόμα για Premier League και δεν ήθελα να πάω σε οποιαδήποτε ομάδα στην Ισπανία, οπότε διάλεξα την Μπενφίκα. Ο Ρούι Κόστα μου μίλησε και μου είπε όσα ήθελα να ακούσω. «Είσαι δεκάρι, όπως ήταν και ο Αϊμάρ και θα χτίσουμε μια ομάδα γύρω σου». Είναι το συμβόλαιο που ονειρευόμουν, είναι όλα τέλεια. Θυμάμαι το πρώτο ματς, με το που ακουμπάω τη μπάλα ακούω ένα βουητό στις κερκίδες και τρελαίνομαι. Στην Ολλανδία όλοι απλά κάθονται και χειροκροτούν. Αλλά…».
Αλλά… Ζόρζε Ζεσούς και «εγώ δεν παίζω με δεκάρι». Ο Τζούρισιτς προσπάθησε να προσαρμοστεί σε διαφορετικούς ρόλους, αλλά σύντομα έμεινε εκτός ομάδας. Και από ‘κει, από τότε, ξεκίνησε η κατρακύλα…
Απόγευμα σε… περιοδεία!
Γερμανία, Πορτογαλία. Αγγλία, Πορτογαλία. Βέλγιο, Πορτογαλία. Αν θες να κάνεις καριέρα ποδοσφαιριστή, δε μπορείς να μοιάζεις με συγκρότημα σε περιοδεία. Ο Φίλιπ Τζούρισιτς δεν μπορούσε να μείνει σε ένα μέρος. Η Μπενφίκα έπαιρνε τις αποφάσεις και όλες έμοιαζαν λάθος. «Όταν είσαι 21 και 22 ετών πιστεύεις ότι όλος ο κόσμος σου ανήκει. Όταν κάποιος σε κόψει με τέτοιο τρόπο δε συνέρχεσαι εύκολα». Δεν μπόρεσε να καθιερωθεί στη Μάιντς, στην Σαουθάμπτον ή στην Άντερλεχτ. Έπαιξε, αλλά ούτε αρκετά, ούτε αρκετά καλά για να αλλάξει η κατάστασή του. Δικαιολογίες υπάρχουν, αιτιάσεις υπάρχουν, αλλά η ουσία δεν άλλαζε.
«Κανείς δε θα πιστέψει τα βασανιστήρια από τα οποία έχω επιβιώσει, με την ποδοσφαιρική έννοια του όρου», θα πει σε μια απολογιστική συνέντευξη το 2020. «Πιστεύω ότι πολλοί στη θέση μου θα τα είχαν παρατήσει μέχρι τώρα». Θα τα αναλύσει όλα εκείνο το απόγευμα. Από το πέρασμά του όταν ήταν 15 ετών στον Ολυμπιακό, μέχρι και το απωθημένο του ότι δεν έπαιξε ποτέ στον Ερυθρό Αστέρα. «Τι θα λέω στα παιδιά μου όταν θα με ρωτάνε γιατί δεν έπαιξα στην ομάδα που υποστηρίζω;», αναρωτιέται, αλλά ο χρόνος του δεν έχει τελειώσει. Κάπου ανάμεσα στις ιστορίες για την Γερμανία, την Premier League, τον Ρόναλντ Κούμπαν, τον Ζεσούς, τον Μάρκο Τζιαμπαόλο και τον Σίνισα Μιχαΐλοβιτς θα αποθεώσει τον Ρομπέρτο Ντε Ζέρμπι (σ.σ. πολύ πριν το κάνει μόδα ο Πεπ Γκουαρντιόλα), ο οποίος του έσωσε την καριέρα στην Μπενεβέντο και στη Σασουόλο.
Τον ετοίμασε για εκείνο που μπορεί να είναι το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο στην καριέρα του. Εκεί όπου τα μάγια λύνονται, την ώρα που παραδοσιακά τα ξόρκια αποτυγχάνουν…
Μεσάνυχτα στην Αθήνα!
Comments