Ο Νίκος Καρούλιας, ο «Μπρίγκελ» του ελληνικού ποδοσφαίρου, που έζησε μεγάλες στιγμές στη δεκαετία του 1980 με τον Παναθηναϊκό στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αποκαλύπτει για πρώτη φορά, άγνωστες ιστορίες από την μεγάλη του καριέρα, όπως την απόπειρα που έκαναν άγνωστοι για να τον δωροδοκήσουν πριν το μπαράζ με τον Ολυμπιακό το 1982, τι του είπαν τότε από τον Παναθηναϊκό, πώς έγινε η μεταγραφή του στους “πράσινους”, τον διάλογο με τον Λουκά Μπάρλο, αλλά και τι συνέβη όταν ήρθε στον Παναθηναϊκό ο Βέλιμιρ Ζάετς.
Ο Νίκος Καρούλιας σε συνέντευξη του στο sportday.gr αποκαλύπτει στιγμές από την καριέρα του:
–Κύριε Καρούλια να πάρουμε την καριέρα σας από την αρχή;
–Έπαιζα στους μικρούς της ΑΕΚ, στην ακαδημία και ήμουν και στην εθνική Νέων. Μάλιστα ήμουν ο μόνος μη επαγγελματίας στην εθνική. Οι υπόλοιποι, Κυράστας, Κουσουλάκης κτλ ήταν επαγγελματίες. Από τον Απόλλωνα με είδαν και με ήθελαν να με πάρουν ως αντάλλαγμα για τον Αρδίζογλου. Πήγαμε με τον πατέρα μου στο γραφείο του Μπάρλου και περιμέναμε κανά μισάωρο για να μπούμε μέσα. Είχε ένα ύφος και δεν τα βρίσκαμε στα λεφτά. Ο Μπάρλος εκνευρίστηκε και είπε ότι θα μου κρεμάσει το δελτίο στον τοίχο. Ο πατέρας μου δεν είπε τίποτα, αν και ήταν περήφανος και δυνατός άνθρωπος. Ανοίγει την πόρτα και φεύγουμε και με κολλάει στον τοίχο και μου λέει: «Εμένα δεν μου έχει μιλήσει ποτέ άνθρωπος έτσι. Αλλά θα σου κάνω τη χάρη, γιατί ξέρω πόσο θέλεις να παίξεις ποδόσφαιρο».
–Τελικά πήγατε στον Απόλωνα.
–Εκεί δούλεψα σαν σκύλος. Μετά λοιπόν από 3 χρόνια, με ζήταγαν όλοι. Και η ΑΕΚ και ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός. Πάμε λοιπόν ξανά στο γραφείο του Μπάρλου και αυτή τη φορά δεν έστειλε ούτε τη γραμματέα του, ούτε κανένα. Βγήκε ο ίδιος. Τότε λοιπόν ο πατέρας μου του είπε: «Πριν τρία χρόνια δεν μας φερθήκατε με τον ίδιο τρόπο και θα δούμε τι θα κάνουμε». Πρόεδρος τότε του Απόλλωνα ήταν ο Εμβαλομένος και δεν είχε καλές σχέσεις με την ΑΕΚ. Πήγα και σε ραντεβού με τον Νταϊφά, γιατί με είχε δει ο Βεσελίνοβιτς στον Απόλλωνα και είχε ενθουσιαστεί. Αλλά τελικά πήγα στον Παναθηναϊκό και φυσικά δεν το μετανιώνω καθόλου.
–Στον Παναθηναϊκό λοιπόν ζήσατε μεγάλες στιγμές.
–Πράγματι εγώ πήγα στον Παναθηναϊκό το καλοκαίρι της περιόδου 1979-80 και ήμουν ουσιαστικά ο δεύτερος παίκτης που πήρε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, όταν ξεκίνησε να χτίζει την ομάδα. Βέβαια τα πρώτα χρόνια, ο Ολυμπιακός που είχε ετοιμαστεί ως ομάδα νωρίτερα, έπαιρνε τα πρωταθλήματα, επί εποχής Νταϊφά, όμως εμείς καταφέραμε και αλλάξαμε την κατάσταση. Πάνω σε αυτό θέλω να πω και κάτι.
–Ό,τι θέλετε.
–Έλεγαν πολλοί τότε, ότι ο Βαρδινογιάννης ελέγχει το ποδόσφαιρο και κάνει ότι θέλει κτλ κτλ. Όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Μπορεί να βοηθούσε ομάδες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τις ήλεγχε, όπως λέμε σήμερα ως «παραρτήματα». Μάλιστα θέλω να πω μια ιστορία σε αγώνα με τον ΟΦΗ. Εμείς εκείνη την περίοδο όταν κατεβαίναμε να παίξουμε στο Ηράκλειο με τον ΟΦΗ πραγματικά δεινοπαθούσαμε, περισσότερο ίσως και απ’ όταν πηγαίναμε να παίξουμε στο Καραϊσκάκη. Οι Κρητικοί, επειδή ο ΟΦΗ ήταν η ομάδα του Θόδωρου Βαρδινογιάννη, δεν ήθελαν να λένε οι υπόλοιποι ότι κάθονται να χάσουν και έπαιζαν πάντα δυνατά. Μια φορά λοιπόν, ενώ παιζόταν το πρωτάθλημα, στην τελευταία προπόνηση ήρθε ο πρόεδρος να μας δει. Εγώ με τον Κυράστα και τον Καψή, ξεκινήσαμε μια συζήτηση του στυλ: «Πάμε πάλι κάτω στην Κρήτη και θα περάσουμε δύσκολα και μπορεί να χάσουμε και το πρωτάθλημα».
–Εσείς τα λέγατε για να σας ακούει;
-Βέβαια. Εκείνος μας άκουγε και στο τέλος, γυρίζει και μας λέει: «Δηλαδή ξεκινήσατε αυτή τη συζήτηση για να μου πείτε τι; Να μεσολαβήσω για να χάσει η ομάδα της πατρίδας μου, για να πάρετε εσείς το πρωτάθλημα; Εγώ παίρνω τους καλύτερους παίκτες για να μπορώ να κερδίζω όλα τα παιχνίδια. Εάν δεν μπορείτε να κερδίσετε, να μην πάρετε και το πρωτάθλημα». Καμία φορά συγκρίνονται λοιπόν οι εποχές, π.χ. με την περιβόητη «παράγκα» που ήλεγχε τις κατηγορίες από την 4η Εθνική και μέχρι και τις θέσεις της Ευρώπης, αλλά δεν έχουν καμία σχέση. Ήταν μια οικογένεια με αρχές, που θέλανε να κερδίσουν με το «σπαθί» τους και όχι με πλάγιους τρόπους. Τέτοια «πονεμένη» ιστορία ήταν και με το μπαράζ στο Βόλο.
–Γιατί πονεμένη;
–Είχε τελειώσει το πρωτάθλημα, αλλά υπήρχε το θέμα του Ρότσα τότε. Περνούσαν οι μέρες και μας είπε ο πρόεδρος «φύγετε να πάτε διακοπές». Όντως φύγαμε και ενώ ήμασταν 3-4 μέρες στις διακοπές, μας φωνάζουν πίσω. Ο Ολυμπιακός ήξερε τι θα γινόταν και από την πρώτη μέρα είχε αποσυρθεί σε ξενοδοχείο και μάλιστα στο Πήλιο. Εμείς τα μαθαίναμε, αλλά δεν ξέραμε τι θα γίνει. Τελικά κάναμε δύο προπονήσεις και πήγαμε στο Βόλο για να παίξουμε το μπαράζ. Τώρα θα σου πω πράγματα που δεν έχουν ακουστεί ποτέ.
–Καταγράφει το μαγνητόφωνο. Πείτε μου.
–Στο ξενοδοχείο εγώ ήμουν στο δωμάτιο με τον Βασίλη Κωνσταντίνου και με παίρνουν τηλέφωνο από τη Νέα Υόρκη. Εγώ είχα παρτίδες με την Νέα Υόρκη, είχα φίλο τον Κώστα Γεωργιάδη που είχε το «greekamerica». Με ζητήσαν στη reception και γύρισαν το τηλέφωνο στο δωμάτιο και μου είπε μια φωνή στο τηλέφωνο ότι βρήκε τον αριθμό από τον Κώστα Γεωργιάδη. Μου είπε λοιπόν στα ίσια: «Εμείς οι Έλληνες εδώ στη Νέα Υόρκη θέλουμε να πάρει το πρωτάθλημα ο Ολυμπιακός και τι μπορούμε να κάνουμε». Μου πρότειναν λεφτά δηλαδή. Μόλις το άκουσα, βλέπω και τον Βασίλη, που απ’ ότι κατάλαβα και εκείνου του είχαν κάνει ανάλογη πρόταση», να μου κάνει νόημα να κλείσω το τηλέφωνο. Και πράγματι το έκανα, λέγοντάς τους να με πάρουν αργότερα.
–Από κει και πέρα τι έγινε;
–Αμέσως ενημέρωσα τον Μάνο Μαυροκουκουλάκη και μου είπε να τους παγιδεύσουμε. Μου είπε λοιπόν να δεχθώ και να τους πω, που θα κανονίσουμε να φέρουνε λεφτά. Φυσικά ειδοποιήθηκε και η ασφάλεια. Πραγματικά με ξαναπήραν τηλέφωνο, αλλά φαίνεται ο τόνος της φωνής μου, το γεγονός ότι τους είπα ότι θα πιάσω κι άλλα παιδιά, το ότι τους ζήτησα αμέσως λεφτά… Μου έκλεισαν το τηλέφωνο και δεν με ξαναπήραν, γιατί προφανώς με κατάλαβαν. Φυσικά το έμαθε όλη η ομάδα και όλο το ξενοδοχείο. Τότε μας κάνανε κι άλλα τέτοια, μας έβαζαν «φυτιλιές». Τελικά παίξαμε την άλλη μέρα και χάσαμε το πρωτάθλημα και όχι μόνο αυτό, αλλά με φώναξε και ο Βαρδινογιάννης για να με ρωτήσει τι ακριβώς έγινε, με αυστηρό ύφος και απάντησα ότι προφανώς έπιασαν πρώτα τους μεγάλους, αλλά εγώ ενήργησα όπως έπρεπε και ενημέρωσα και ο Μαυροκουκουλάκης μου έλεγε τι να κάνω. Είναι λοιπόν μια ιστορία από τις παλιές, τις άσχημες, αλλά ας πάμε στα ευχάριστα.
–Ένα χρόνο μετά;
–Πρώτα θα σου πω, ότι εκείνο το καλοκαίρι εγώ, ο Λιβαθηνός και ο Γαλάκος, πήγαμε με τον ΠΣΑΠ στη Νέα Υόρκη. Στην άδειά μας. Μόλις όμως το έμαθε ο πρόεδρος, μας πήρε τηλέφωνο και μας είπε να γυρίσουμε αμέσως όλοι πίσω. «Μα κάνουμε διακοπές» τους είπαμε. Ο Γαλάκος ήρθε το πρωί στη Νέα Υόρκη και με το απογευματινό αεροπλάνο γύρισε πίσω. Έφυγε και ο Σπύρος μετά από δύο μέρες, αλλά εγώ έμεινα και τις δύο εβδομάδες. Γύρισα πίσω και με τιμώρησαν και έκανα ατομικές προπονήσεις και δεν πήγα στην προετοιμασία.
–Μετά όμως μπήκατε στην ομάδα.
–Ναι κάναμε μια καταπληκτική πορεία και βγήκαμε στην Ευρώπη. Πήγαμε μετά για προετοιμασία στα «3-5 Πηγάδια» στη Νάουσα. Οι συνθήκες όμως τότε δεν ήταν και οι καλύτερες. Μέναμε 4-4 στα δωμάτια και τότε ήρθε ο Ζάετς, αρχηγός της Γιουγκοσλαβίας απευθείας από το Γιούρο. Μόλις είδε τις συνθήκες, τη δεύτερη μέρα έφυγε. Όμως ο Βαρδινογιάννης τον έπεισε να μείνει και έτσι γύρισε κανονικά στην προετοιμασία που ήταν ιδιαίτερα σκληρή. Εγώ στο δωμάτιο είχα το Σαραβάκο μόλις είχε έρθει από τον Πανιώνιο για να τον βάλω στο κλίμα της ομάδας. Ο Δημήτρης δεν είχε ξανακάνει τέτοια προετοιμασία και μετά την προπόνηση, έτρωγε και σε πέντε λεπτά κοιμόταν. Το ίδιος και το μεσημέρι, το ίδιο και το απόγευμα. Εγώ έμενα μαζί του και ουσιαστικά το μόνο που μου είχε πει ήταν: «καλημέρα» και «καληνύχτα» (γέλια).
–Πάμε σε κάτι άλλο τώρα. Το παρατσούκλι «Μπρίγκελ» ποιος το έβγαλε;
–Ο κόσμος, η «θύρα 13». Ήταν σπάνιο για αμυντικό παίκτη να ακούει το όνομά του τότε. Εγώ βέβαια ήξερα καλύτερη μπάλα από τον Μπρίγκελ, αλλά αυτός ήταν πιο ψηλός, πιο δυνατός.
–Να θυμηθούμε όμως και στιγμές από τη μεγάλη πορεία;
–Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα του Παναθηναϊκού με Ζάετς και Σαραβάκο, βγήκε 5η ή 6η σε εισιτήρια σε όλη την Ευρώπη. Ξεκινήσαμε κόντρα στην Λίνφιλντ, την οποία την πήραμε αψήφιστα. Κερδίσαμε με το ζόρι στο Ολυμπιακό στάδιο και πάμε στο γήπεδό τους. Κρύο, παγωνιά. Εμείς μπήκαμε σαν «κοιμισμένοι» και χάνουμε 3-0 στο ημίχρονο και στο 40’ ο Ταράσης μας γλυτώνει από 4ο γκολ. Ευτυχώς μειώσαμε πριν το ημίχρονο σε 3-1. Στο ημίχρονο έγινε χαμός. Φώναζε ο Γκμοχ, φώναζα εγώ, για να ξυπνήσουμε. Χάναμε από ερασιτέχνες, αλλά τελικά με το 3-3 περάσαμε.
–Μετά ήρθε η Φέγενορντ και στη συνέχεια η Γκέτεμποργκ.
–Ναι και εγώ μάρκαρα τον Γκούλιτ, γιατί ενώ έπαιζα αριστερά, στα δύσκολα με έβαζαν «μαν του μαν». Περάσαμε τη Φέγενορντ και μετά πήγαμε στο Γκέτεμποργκ, όπου κερδίσαμε 0-1 με το πέναλτι του Δημόπουλου που ήταν πάνω στη γραμμή. Στη ρεβάνς όμως πραγματικά «είδαμε και πάθαμε». Είχαν τότε αυτή η παικτάρα ο Νίλσεν, ο οποίος είχε πάρει πρωτάθλημα με τον Ρεχάγκελ με την Καϊζερσλάουτερν και είχε γυρίσει στην πατρίδα του. Εκεί επειδή παίζαμε κλειστά, είχα βοήθειες και τον αντιμετώπισα εύκολα. Εδώ όμως, είχαμε και 80.000 κόσμος το ΟΑΚΑ και θέλαμε δε θέλαμε, φεύγαμε μπροστά και είχαμε αφήσει χώρους. Αυτός στην πρώτη, δεύτερη φάση μου κάνει μια προσποίηση και σπάει τη μπάλα στα χαφ και γίνεται 0-1. Ισοφαρίσαμε, αλλά ξαναγίνεται πάλι μια φάση και πετιέται μπροστά από μένα και κάνει το 1-2. Ευτυχώς έκανε μια φάση ο Σαραβάκος και ισοφαρίσαμε 2-2. Θέλει λοιπόν το ματς ένα τέταρτο περίπου, αλλά εγώ πήγα δυνατά σε μια φάση και έπεσα πάνω του. Στον Νίλσεν, γιατί με είχε ταλαιπωρήσει. Εγινε αλλαγή γιατί τον είχα βρει στα πλευρά. Βέβαια αυτό δεν είναι προς τιμήν μου, αλλά πήγα και του ζήτησα συγγνώμη. Ευτυχώς γιατί αλλιώς την είχαμε άσχημα. Μπήκε στη θέση του ο Ελστρομ, αλλά αυτόν δεν τον κατάλαβα καθόλου. Πάντως μετά τον αγώνα με ρώτησαν δημοσιογράφοι για τον Νίλσεν και μάλιστα μου είπαν ότι ο Μπρίγκελ και ο Φέρστε, τα δύο σέντερ μπακ της Εθνικής Γερμανίας, τον αναφέρουν ως τον καλύτερο επιθετικό. Εγώ απάντησα απλά: «Αφού το λένε τα παιδιά… Εγώ πάντως σήμερα το… ένιωσα πολύ.
–Μετά ήρθε η Λίβερπουλ.
–Τα μεγάλα ματς. Πήγαμε στο Άνφιλντ και εκεί είδα για πρώτη φορά, την πινακίδα που είχαν στη φυσούνα και την χτυπούσαν οι παίκτες, προκειμένου να μας επιρρεάσουν. Η ατμόσφαιρα καταπληκτική. Εμείς μπήκαμε δυνατά και κάνουμε το γκολ με τον Ρότσα. Αλλά ο… αλήτης ο διαιτητής μας ακυρώνει το γκολ. Για οφ σάιντ του Γεροθόδωρου που δεν είχε καμία σχέση με τη φάση. Μας «πλακώνει» μετά η Λίβερπουλ που είχε μια ομάδα!!! Και με τα μάτια να την έβλεπες… κουραζόσουν. Δεχτήκαμε 4 γκολ και μετά ήρθαμε στην Αθήνα, αλλά το παιχνίδι ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα. Πάντως και πάλι είχαμε 50.000 κόσμο.
–Πάμε και σε μια τελευταία ερώτηση, που πάντα κάνω στους αμυντικούς. Ποιος παίκτης στην Ελλάδα σας δυσκόλεψε περισσότερο; Φαντάζομαι βέβαια την απάντηση.
–Ε δεν το συζητάμε. Ο Χατζηπαναγής. Μάλιστα έλεγα στον Γκμοχ να μην με βάλει να παίξω πάνω του, γιατί, πώς να το πω, ρε παιδί μου αυτός ο παίκτης σε χάζευε. Εγώ δεν μπορούσα να τον παίξω σκληρά τον Χατζηπαναγή. Όποτε παίζαμε στο Καυτανζόγλειο, έλεγα του Ταράση να τον πιάσει, γιατί ο Κώστας ήταν δυναμικό παιδί. Μάλιστα θυμάμαι ότι μια φορά ήταν στο Καυτανζόγλειο η μητέρα μου στην κερκίδα, μαζί με τον φίλο του μου τον Γιώργο Λιώρη και η κερκίδα με έβριζε. Ξέρεις το γνωστό: Καρούλια μπ…. Κτλ κτλ. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να καταλάβει το σύνθημα και ρώτησε τον φίλο μου: «Κάτι για τον Νίκο λένε». Αυτός ευφυέστατος όπως ήταν, γυρίζει και της λέει: «Μην ανησυχείτε, τον επευφημούν!!!!». (γέλια).
Comments