Σαν σήμερα, πριν από τρία χρόνια (19 Μαρτίου 2019), ο Θανάσης Γιαννακόπουλος σταμάτησε να βρίσκεται ανάμεσά μας, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην οικογένεια του Παναθηναϊκού.
Η ζωή του Θανάση Γιαννακόπουλου θα μπορούσε να γίνει άνετα κινηματογραφική ταινία. Ίσως μια παραλλαγή του «Vice: O Δεύτερος στην Ιεραρχία» (2018). Ο μεσαίος -ηλικιακά- από τους τρεις αδερφούς, που ποτέ του δεν ενοχλήθηκε, ποτέ δεν ζήλεψε, ποτέ δεν απαίτησε το όνομά του να υποσκελίσει αυτό του Παύλου, το οποίο πάντα προηγούνταν σε αφιερώματα, δημοσιεύματα, συνθήματα ή «πράσινες» συζητήσεις.
Ίσως να ήταν η «Χαμένη Λεωφόρος» (1996). Μόνο «ένας από εμάς» θα μπορούσε να πιστέψει το όνειρο της ανακατασκευής της Λεωφόρου. Και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος ήταν ο τελευταίος μεγάλος παράγοντας που ασχολήθηκε σοβαρά με αυτό το πρότζεκτ, εν έτει 2003.
Ή «Ο Τάφος του Ινδού» (1959). Στον ιερό αυτόν χώρο, πριν από 32 σχεδόν χρόνια, ο Θανάσης Γιαννακόπουλος είδε τον αδερφό του να αναλαμβάνει επίσημα για πρώτη φορά τον προεδρικό θώκο του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου, της «Μάνας του λόχου» όπως εκείνος μας έμαθε να τον αποκαλούμε. Μετέπειτα έμελλε να ακολουθήσει και εκείνος τον ίδιο δρόμο. Και τι σύμπτωση… Τη γενέθλια ημέρα του ιστορικότερου κλειστού γυμναστηρίου της Ελλάδας, τότε που κόπηκε η κορδέλα των εγκαινίων του «Τάφου του Ινδού» (19 Μαρτίου 1960), κόπηκε και το δικό του νήμα της ζωής, σε ηλικία 88 ετών.
Αυτή η ανώτερη δύναμη, όμως, που άλλοι την ονομάζουν Θεό, άλλοι Ύψιστο και άλλοι Κύριο, αυτός ο παντοδύναμος σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ζωής πήρε την κλακέτα του, έγραψε πάνω της «Ο Τελευταίος των Μοϊκανών» (1992) – «Σκηνή Τελευταία» και τον πήρε για πάντα από κοντά μας. Ίσως να άκουσε τις βραδινές του προσευχές, που, εκτός από τον λατρεμένο του Παναθηναϊκό, περιείχαν μία παράκληση: «πήγαινέ με στα αδέρφια μου, νιώθω μόνος εδώ κάτω»…
Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος δεν ήταν, ΕΙΝΑΙ, ο δικός μας «Τελευταίος των Μοϊκανών». Ή καλύτερα, «Ο Τελευταίος των Παναθηναϊκών». Όχι αόριστος. Μόνο ενεστώτας και μέλλων εξακολουθητικός. Άλλωστε, άνθρωποι όπως ο Θανάσης «φεύγουν» μόνο βιολογικά. Οι θρύλοι τους ζουν αιώνια, μνημονεύονται εσαεί και μέσω του βίου και της προσφοράς τους διδάσκουν τις μελλοντικές γενιές. Εάν πραγματικά θέλουμε να τιμήσουμε τη μνήμη του Θανάση Γιαννακόπουλου, ένας είναι ο σωστός τρόπος: να γίνουμε όλοι μικροί Θανάσηδες για τον Σύλλογο Μεγάλο. Ή, εναλλακτικά, να γεννήσουμε εμείς έναν νέο Θανάση. Αυτό επιθυμεί και εκείνος από ψηλά. Όχι θρήνους, όχι δάκρυα. Μόνο όραμα και αγάπη.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο τεράστιος Γιώργος Ζαμπέτας (Παναθηναϊκός και αυτός) έψαχνε τον φίλο του, τραγουδώντας «Πού’ σαι Θανάση». Την ίδια εποχή, -τύχη αγαθή- εμφανίστηκε η οικογένεια Γιαννακόπουλου στον Παναθηναϊκό. Τελικά ο «Θανάσης» παρουσιάστηκε, «ανταμώσαμε» μαζί, «η γρουσουζιά έσπασε». Και ευτυχώς, δεν ήταν ένας από τους άλλους, αλλά «ένας από εμάς».
Τρίτη, 19 Μαρτίου 2019, Κέντρο Υποδοχής Παραδείσου, ώρα 8.00. Ένα τηλέφωνο χτυπάει επίμονα.
– Μάλιστα Ύψιστε, σας ακούω.
– Πέτρο, κλείσε τις Πύλες και ειδοποίησε από τα μεγάφωνα τους ανθρώπους που βρίσκονται στον Κήπο της Εδέμ να γυρίσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μέσα.
– Αμέσως, Ύψιστε. Για ποιον λόγο, εάν επιτρέπεται;
– Έρχονται έκτακτα καιρικά φαινόμενα, Πέτρο. Έρχεται «Τυφώνας»…
Επιτρέψτε μου τώρα να σας διηγηθώ μια προσωπική ιστορία, σχετική με τον Θανάση Γιαννακόπουλο…
Περίοδος 2005-06. Μη με ρωτήσετε ημερομηνία, δεν είναι ιστορικό κείμενο, βαριέμαι να ανοίγω τα αρχεία μου κιόλας. Σίγουρα είναι άνοιξη και μόλις έχουμε κερδίσει την Μπένετον Τρεβίζο (81-70 το σκορ, αυτό το θυμάμαι), έχοντας προκριθεί στα προημιτελικά της Ευρωλίγκας, όπου αργότερα θα αντιμετωπίζαμε την Τάου Κεράμικα. Παρά το αρχικό 0-3 (τότε το Top-16 είχε τέσσερις ομίλους των τεσσάρων ομάδων, με τις δύο πρώτες να προκρίνονται στην επόμενη φάση), πετυχαίνουμε τρεις σερί νίκες απέναντι σε Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ, Εφές Πίλσεν (στην Τουρκία) και Μπένετον και προκρινόμαστε με πλεονέκτημα έδρας. Το παιχνίδι ολοκληρώνεται. Πανηγύρι, χαρά, κακός χαμός. Εγώ όμως είχα το… βίτσιο μου. Μεταφέρομαι αστραπιαία έξω από τα VIP και συναντώ τον Θανάση Γιαννακόπουλο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή έβγαινε στον περιβάλλοντα χώρο για να μπει στη Mercedes του και να αποχωρήσει από το γήπεδο. Οι παρευρισκόμενοι τον αποθεώνουν, τον ευχαριστούν, τον φιλούν, τον αγκαλιάζουν. Και ξαφνικά…
– Πρόεδρε, τι θα γίνει με τον στίβο;
Λες και κάποιος πάτησε το pause στο γλέντι. Ο πρόεδρος σοβάρεψε (δεν θύμωσε όμως), ο κόσμος ξεμάκρυνε, τα φώτα έπεσαν πάνω σε εμάς τους δύο. Από τη μία ένας φτασμένος επιχειρηματίας και συνιδιοκτήτης της πιο επιτυχημένης ομάδας που είδαν ποτέ οι Έλληνες φίλαθλοι και από την άλλη ένα ψυχαναγκαστικό μειράκιον αγνώστου προελεύσεως, που τόλμησε να διαταράξει το πανηγυρικό κλίμα. Αυτή όμως ήταν η διαφορά του Θανάση (και του Παύλου, φυσικά) με τους υπόλοιπους παράγοντες. Σου έδιναν το δικαίωμα του διαλόγου, φερόμενοι ως ίσος προς ίσο απέναντι στον συνομιλητή τους, χωρίς να σε διακατέχει ο φόβος ότι θα σε περιλάβει κάποιος από τους μπράβους τους (που δεν είχαν) ή ότι θα σου απαντήσουν με υποτιμητικό τρόπο. Και το κυριότερο: σε άκουγαν με πολλή προσοχή.
Και ακολουθεί, λοιπόν, ένας επικός διάλογος που «κούφανε» και τον ίδιο τον «Τυφώνα»! Σας τον μεταφέρω όπως τον θυμάμαι και όσο το δυνατόν λιγότερο παραλλαγμένο, επειδή δεν είμαι σε θέση να θυμάμαι επί λέξει τι ειπώθηκε. Πάνω-κάτω, όμως, το πνεύμα είναι αυτό που θα διαβάσετε ακριβώς… γκαγκάν γκαγκαααάν… ΤΩΡΑ!
«Πρόεδρε, όλα καλά με το μπάσκετ, δεν λέω. Όμως, τον στίβο τον έχεις παραμελημένο και χάνονται αθλητές». (τη «λέω» στον Θανάση, κανονικά και με το νόμο, την πιο «άκυρη» χρονικά στιγμή, ε;). Αφήστε που ενδέχεται οι θιασώτες του επερχόμενου διαλόγου να μη γνώριζαν καν ότι ο Παναθηναϊκός διέθετε τμήμα στίβου…
Με πλησιάζει. Δεν φοβάμαι ότι θα μου «αστράψει» καμιά σβουριχτή σφαλιάρα. Αν ήξερα ότι ήταν τέτοιος άνθρωπος, θα σιωπούσα. Για αυτό, άλλωστε, αυτοαποκλήθηκε «ο δικός μας άνθρωπος» ή «ένας από εμάς». Επειδή, απλούστατα ήταν!
– Άκου, παιδί μου. Όπως ξέρεις, έχω είκοσι τμήματα να συντηρήσω και δεν με βοηθάει κανένας. Αυτή τη στιγμή έχω περίπου 3.000 αθλητές να θρέψω. Για βάλε τα κάτω και υπολόγισε: ένα μπουκάλι γάλα την ημέρα για τον καθένα επί ένα ευρώ μάς κάνει 3.000 ευρώ. Πολλαπλασίασέ τα με τις 365 μέρες του έτους και κάνε λογαριασμό!
Ο Θανάσης χρησιμοποίησε ένα απλοϊκό παράδειγμα για να μου εξηγήσει ότι, όντως, τα έξοδα για να συντηρήσεις τόσα τμήματα ήταν δυσβάσταχτα. Προσθέστε τώρα τα ενοίκια των αθλητών, τους μισθούς, τον εξοπλισμό, τις μετακινήσεις και, φυσικά, τα σχεδόν μηδενικά έσοδα του Ερασιτέχνη. Εγώ εκεί, όμως. Πείτε με αγνή, αφελή, ρομαντικό ή αιθεροβάμονα, αλλά συνέχισα την «πολιορκία» του Θανάση.
– Έχεις δίκιο, πρόεδρε. Θεωρώ, όμως, ότι εφόσον μπορείς να προσφέρεις τόσα χρήματα στον τελευταίο τροχό της αμάξης (Φέμερλινγκ), ο οποίος απλώς κουνάει την πετσέτα στον πάγκο, μπορείς να τα δώσεις κάλλιστα και στον Ερασιτέχνη, που είναι η ραχοκοκαλιά του Παναθηναϊκού μας. Το μισό συμβόλαιο του Φέμερλινγκ από μόνο του καλύπτει τον προϋπολογισμό δέκα τμημάτων και θα κάνουμε και πρωταθλητισμό!
– Φααααππππ… Άρπα τη, ρε κωλόπαιδο, που θα μου πεις τι να κάνω τα χρήματά μου. Μαζέψτε τον αλήτη, παρακαλώ!
Ο Θανάσης, εξοργισμένος πια, χειροδίκησε εναντίον μου, μέχρι που… Cut! Εννοείται ότι δεν έγινε έτσι… Είπαμε, τα αδέρφια ήταν εγκάρδιοι άνθρωποι, αυτοδημιούργητοι και αγαπούσαν τον απλό κόσμο, ο οποίος τους το ανταπέδιδε αναλόγως. Ποτέ δεν θα σήκωνε χέρι ο «Τυφώνας», ακόμα και στον χειρότερο εχθρό του! Η απάντησή του (στο γιαννακοπούλειο σύμπαν, αυτό που συνωμοτούσε για να κερδίζουν πάντα στο τέλος ο Διαμαντίδης και ο Παναθηναϊκός) ήταν η εξής:
– Και τι να κάνουμε, δηλαδή; Να αφήσουμε το μπάσκετ και να πάψει να πρωταγωνιστεί; Εγώ θέλω να δίνω χαρά στον απλό φίλαθλο του Παναθηναϊκού από την Κρήτη ως τον Έβρο. Να είσαι καλά, φίλε μου αγαπημένε, και καλό σου βράδυ!
Μου τσίμπησε το μάγουλο σαν να ήταν πατέρας μου. Κατά κάποιον τρόπο ήταν… Ή θείος, αν θεωρήσω τον Παύλο ως πατέρα όλων των σύγχρονων Παναθηναϊκών, πλάι στον ανυπέρβλητο Απόστολο Νικολαΐδη. Και αποχώρησε. Οι επαναστατικές μου διαθέσεις εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και η καρδιά μου μαλάκωσε. Δεν γινόταν αλλιώς.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, εν βρασμώ ψυχής, δίνει συνέντευξη Τύπου στα παλιά γραφεία του Ερασιτέχνη, στην Αρματολών και Κλεφτών, για να κατακεραυνώσει την ΠΑΕ Παναθηναϊκός, στην οποία επέρριπτε ευθύνες για μη καταβολή μεγάλου μέρους των νόμιμων απολαβών (το περίφημο 10%), «φωτογραφίζοντας» τον Γιάννη Βαρδινογιάννη. Εκεί ήταν έξαλλος. Δεν θα εξετάσω αν είχε δίκιο ο Ερασιτέχνης ή η ΠΑΕ Παναθηναϊκός. Δεν θα ξεχάσω, όμως, ότι, παρά τον θυμό του, ολοκλήρωσε την ομιλία του στα ΜΜΕ λέγοντας «ποτέ δεν θα φτάσουμε στο σημείο να μηνύσουμε την ΠΑΕ, ποτέ δεν θα πάμε στα δικαστήρια τον ίδιο τον Παναθηναϊκό». Έτυχε να ήμουν παρών, εκείνο το βράδυ, στην ιστορική αίθουσα συνεδριάσεων του Παναθηναϊκού με τη φωτογραφία του «Πατριάρχη» να δεσπόζει ανάμεσα στην τροπαιοθήκη του Ομίλου. Όταν τελείωσε το διάγγελμά του, ο Θανάσης Γιαννακόπουλος μπήκε στη Mercedes με προορισμό το σπίτι του… Cut! Όχι, όχι, όχι… Για τον Θανάση μιλάμε. Για τον «έναν από εμάς»…
Αυτός ο μικρός το δέμας, αλλά τεράστιος στην οντότητα, άνθρωπος αποφάσισε αμέσως μετά να μεταβεί πεζός στον σύνδεσμο των Mad Boys που βρισκόταν απέναντι από τη θύρα 13 του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Δίπλα του, κλασικά όπως πάντα, ο Μιχάλης Γεωργαντής, μπροστά και πίσω του καμιά πενηνταρέα παρατρεχάμενοι και η αφεντιά μου τον πάμε «καροτσάκι» μέχρι το κλαμπ. Και… τσουπ! Να και ο Παύλος! Μπαίνουν και οι δύο στον σύνδεσμο και κάθονται ακριβώς μπροστά από το παράθυρο. Και εγώ μπάστακας εκεί, ακριβώς απ’ έξω, σε απόσταση εκατοστών από τους δύο αδερφούς, οι οποίοι έδειχναν προβληματισμένοι και προσπαθούσαν να ζητήσουν την άποψη των παρευρισκομένων για τις επόμενες κινήσεις τους!
Δεν άντεξα, «απασφάλισα» και παρεκτράπηκα, όχι εναντίον των ίδιων, αλλά αυτών που, πριν από λίγη ώρα, κατηγορούνταν δια στόματός τους με αποδεικτικά στοιχεία! Παίρνοντας μελιτζανί χρώμα (before it was cool), φωνάζω μέσα στα αφτιά του Θανάση, μιλώντας του… στον ενικό! Λες και ήταν κανένας κολλητός ή συμμαθητής μου, ενώ στην πραγματικότητα μας χώριζαν πενήντα ακριβώς χρόνια! (είναι τι δικαίωμα σου δίνει κάθε άνθρωπος! Ο ενικός, πάντως, δεν ήταν από έλλειψη σεβασμού αλλά από υπερβάλλουσα αίσθηση οικειότητας). Δεν θυμάμαι ακριβώς τι του είπα. Τα μισά απ’ αυτά μπορεί να ήταν ακατάληπτα κιόλας. Θυμάμαι όμως να με ακούει, ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΥΕΙ. Να με κοιτάζει μέσα στα μάτια και να μου γνέφει με απόγνωση, σαν να μου λέει «σε καταλαβαίνω, κάνω ό,τι μπορώ». Τι του ζητούσα; Το κεφάλι του Τζίγγερ επί πίνακι! Ή αλλιώς, «ΠΑΡΤΕ ΤΗΝ ΠΑΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ!».
Τον επόμενο χρόνο (2008), κατά κάποιον τρόπο, την πήραν την ΠΑΕ. Αυτό όμως είναι κεφάλαιο για άλλη ιστορία και πρέπει να γραφτεί με πολλή προσοχή. Γιατί όταν είναι να αυντάξεις κάτι για τον Παύλο και τον Θανάση, ακόμα και επικριτικό, πρέπει πρώτα να πλύνεις τα χέρια σου με μπόλικο αντισηπτικό, να φιλήσεις τη φωτογραφία τους δεκατρείς φορές και αφού ξεκινήσεις να γράφεις να διακόψεις προτού ολοκληρώσεις. Στο κάτω κάτω, ποιοι είμαστε εμείς για να μιλήσουμε για τον Παύλο και τον Θανάση;
Άλλωστε, ο χρόνος σβήνει τα λάθη, θάβοντάς τα δύο μέτρα κάτω από τη γη. Στην περίπτωση του Θανάση, η σημαία με το έμβλημα του Παναθηναϊκού -που τόσο πολύ επιθυμούσε ο ίδιος να τον συνοδεύσει στο αιώνιο ταξίδι- σκέπασε τα ελάχιστα αρνητικά του (αν υπήρχαν) μια για πάντα. Παράλληλα, η απώλειά του θα μας σκεπάζει για μια ζωή. Γιατί ο «Τυφώνας» δεν ήταν μόνο «ένας από εμάς». Ήταν ένας και ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ…
πηγή: sdna.gr
Comments