O Γιώργος Καράγκουτης στην συνέντευξη της ζωής του.
Η πρώτη επαφή με το μπάσκετ πότε ήταν;
«Το 1984 στο κλειστό της οδού Αρτάκης, όπου παρακολούθησα τον πρώτο αγώνα του Πανιωνίου. Δύο χρόνια αργότερα, το 1986 σε ηλικία 10 ετών, άρχισα να κολλάω το “μικρόβιο”. Τότε με θυμάμαι να βλέπω την Εθνική ανδρών στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας, με τον Γκάλη να βγαίνει πρώτος σκόρερ και σχεδόν αμέσως μετά, έκανα τα πρώτα μου βήματα στον Πανιώνιο κι έβγαλα δελτίο. Η αιτία ήταν ο πατέρας μου, που ήταν παλιός παίκτης του Πρωτέα και της Δάφνης, ενώ είχε παίξει για λίγο και στην ΑΕΚ. Ακολούθησε το Ευρωμπάσκετ του ’87, που αποτέλεσε το έναυσμα όχι μόνο για μένα αλλά για τα περισσότερα παιδιά της γενιάς μου, να ασχοληθούμε με το μπάσκετ. Τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα και κανείς δεν γραφόταν σε ομάδα πριν τα 11-12. Δεν ήταν όπως τώρα που τα παιδιά αρχίζουν τον αθλητισμό από 6-7 χρονών. Και δεν ξέρω τι είναι καλύτερο… Το τότε ή το τώρα…»
Ο Πανιώνιος τότε ήταν ένας κολοσσός, ειδικότερα στα τμήματα υποδομής όπου είχε μεγάλη παράδοση…
«Αυτό είναι αλήθεια! Ήμουν πολύ τυχερός γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη και μοιραία εντάχθηκα στις ακαδημίες του Πανιωνίου. Εκείνη την εποχή, το να παίζεις στα μικρά τμήματα των “κυανέρυθρων”, ήταν ευλογία γιατί αν είχες ταλέντο, σου εξασφάλιζε το καλύτερο δυνατό ξεκίνημα στο μπάσκετ. Κι αυτό δεν το λέω μόνο εγώ, ούτε τα υπόλοιπα παιδιά που πέρασαν από το ανοιχτό, δίπλα στο ποδοσφαιρικό γήπεδο, αλλά το δείχνουν τα αποτελέσματα μέσα στο γήπεδο. Ακόμη και οι προπονητές που είχαμε τότε, ο Βαγγέλης ο Βλάχος, ο Ηλίας Ζούρος και ο Κώστας Σορώτος, που ήταν ο επικεφαλής του αναπτυξιακού, ήταν παιδιά που είχαν ανδρωθεί στα σπλάχνα του συλλόγου, ήξεραν τι σημαίνει να είσαι στον Πανιώνιο και πονούσαν αυτό που έκαναν.»
Εσύ ήσουν διπλά τυχερός, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, γιατί ήσουν μέλος της ομάδας σε μία εποχή που πέρα από την πολύ ταλαντούχα φουρνιά παικτών στις ηλικίες 1974-1976 (σ.σ.: έτος γέννησης), ο Πανιώνιος είχε στις τάξεις του τον κορυφαίο μπασκετμπολίστα που φόρεσε την φανέλα του (Χριστοδούλου), σπουδαίους Σέρβους προπονητές (Τζούροβιτς και Ίβκοβιτς) και ένα αντρικό τμήμα που πάλευε με τα «ιερά τέρατα» εκείνης της εποχής, τον Άρη και τον ΠΑΟΚ και μάλιστα κατέκτησε και το Κύπελλο Ελλάδας (1991). Ένα συνολικό πακέτο πολύ ελκυστικό θα έλεγε κανείς, για να σημαδέψει έναν νεαρό φερέλπιδα παίκτη…
«Δεν θα μπορούσες να το περιγράψεις καλύτερα! Οι εικόνες που συνόδευσαν στο ξεκίνημα της διαδρομής μου, ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να εισπράξω. Ένας Φάνης που αποτελούσε την απόλυτη έμπνευση, ένας Λάντσμπεργκερ, που ήταν από τους κορυφαίους ριμπάουντερ που έχουν περάσει ποτέ από την Ελλάδα και ένας Μπένατσεκ, που ήταν 2,06 και τα έβαζε από παντού, ήταν οι παίκτες με είχαν γοητεύσει στα πρώτα μου βήματα. Υπήρχαν κι άλλοι πολύ σπουδαίοι παίκτες που πρόλαβα, όπως ο Γάσπαρης, ο Κορωναίος και ο Μίσσας στα τελειώματά τους.»
Για εσάς τους πιτσιρικάδες της ακαδημίας, οι εντός έδρας αγώνες του ανδρικού τότε, ήταν κάτι σαν σαββατιάτικη απογευματινή έξοδος, πριν την καθιερωμένη βόλτα στην πλατεία, έτσι δεν είναι;
«Τι μου θύμησες τώρα; Ωραίες εποχές, τις οποίες αναλογιζόμουν πολύ πρόσφατα όταν μου είπε ο γιος μου ότι θα ήταν το παιδί που θα σκουπίζει το παρκέ σε έναν από τους τελευταίους εντός έδρας αγώνες του Περιστερίου. Ο Ιάσωνας αγωνίζεται στην παιδική ομάδα του συλλόγου των δυτικών προαστίων και αυτός και οι συμπαίκτες του αναλαμβάνουν κυκλικά αυτόν τον ρόλο. Όταν μου το ξεφούρνισε, του είπα ότι “και ο πατέρας σου έτσι ξεκίνησε”! Πραγματικά, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω καμία ευκαιρία που μου δινόταν να έχω την καλύτερη θέση μέσα στο γήπεδο και να βλέπω τον παλμό των παικτών μέσα από το παρκέ, να πιάνω διαλόγους και νιώθω πως είναι να είσαι παίκτης! Και σκέψου ότι τότε, το κλειστό της Νέας Σμύρνης ήταν σχεδόν πάντα γεμάτο με 1.500 άτομα, όποτε μόνο από κοντά μπορούσες να ακούσεις τι γίνεται στον αγωνιστικό χώρο. Ήταν ό,τι καλύτερο να είσαι κάτι σαν… ball boy και μου αρέσει που το κάνει και ο γιος μου, χωρίς να αισθάνεται ότι είναι κάτι υποτιμητικό.»
Ο Φάνης ήταν ίσως το τελευταίο μεγάλο ίνδαλμα σε παίκτη, που ήταν αποδεκτός από όλη την φίλαθλη κοινή γνώμη. Εσύ πως τον έζησες;
«Εκτός από συμπαίκτης και φίλος μετέπειτα, ήταν ο παιδικός μου ήρωας! Από τότε που άρχισα να ονειρεύομαι την προοπτική του μπασκετμπολίστα, είχα ταυτιστεί πλήρως μαζί του, ήθελα να τον φτάσω και να αποκτήσω τις μπασκετικές του ικανότητες. Για όλους εμάς, που από το εφηβικό προωθηθήκαμε στην ανδρική ομάδα, ήταν ο “πατέρας” μας και ο “αδελφός” ταυτόχρονα. Καλύτερος παίκτης που θα μπορούσε να με καθοδηγήσει στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα, δεν θα μπορούσε να υπάρξει.»
Τον αείμνηστο Μόμπαν Γιάνκοβιτς τον θυμάσαι εν δράσει;
«Βέβαια! Εκείνη την χρονιά δεν ήμουν ακόμη μέλος της αντρικής ομάδας, αλλά είχα κάνει κάποιες προπονήσεις και ο Μπόμπαν ήταν δίδυμο ξένων με τον Πι Τζέι Μπράουν, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός σέντερ και φοβερό παιδί, που μετέπειτα έκανε και μεγάλη καριέρα στο ΝΒΑ. Είχα ταξιδέψει σε δύο αποστολές με την ομάδα και έστω και λίγο, είχα προλάβει να τον συναναστραφώ. Πέρα από πανέξυπνος παίκτης, ήταν εκπληκτικός χαρακτήρας και αγαπούσε τρομερά τον γιο του τον Βλάντο, που θυμάμαι από μπόμπιρας ήταν συνέχεια στο γήπεδο. Το περιστατικό του τραυματισμού με σημάδεψε πάρα πολύ και για ένα μεγάλο διάστημα που τον έβλεπα να έρχεται στο γήπεδο, έσφιγγε το στομάχι μου. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που ήρθε στο κλειστό της Αρτάκης, όπου “έπεσαν και τα τσιμέντα”! Είχε σταματήσει το παιχνίδι και όλοι χειροκροτούσαν τον Μπόμπαν!»
Ήσουν στο γήπεδο εκείνο το θλιβερό απόγευμα της 28ης Απριλίου του 1993;
«Όχι γιατί εκείνη την ημέρα ήμουν με την Εθνική εφήβων σε προπόνηση στο κλειστό της Γλυφάδας. Γύρισα στη Νέα Σμύρνη, όμως, λίγο πριν το τέλος του αγώνα, όταν είχε ήδη γίνει το ατυχές περιστατικό και μόλις μπήκα στο γήπεδο εισέπραξα μία “βαριά ατμόσφαιρα”, μία βουβαμάρα. Δεν ασχολιόταν κανείς με το ποιος θα κερδίσει το παιχνίδι, γιατί είχαν αρχίσει να φτάνουν τα πρώτα μηνύματα ότι κάτι δεν πάει καλά με τον Μπόμπαν. Με το που τελείωσε το ματς, φύγαμε με το αμάξι του Μάκη (σ.σ.: Δρελιώζης) και πήγαμε στο ΚΑΤ, όπου φάγαμε μία τεράστια κρυάδα γιατί δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πόσο σοβαρός ήταν ο αυτοτραυματισμός του. Θεωρώ ότι αυτή η ιστορία σημάδεψε πολύ δυνατά όλο το οικοδόμημα του Πανιωνίου, το αγωνιστικό τμήμα, την διοίκηση και τους φιλάθλους και νομίζω ότι αυτός και ο Φάνης θα αποτελούν για πάντα τις δύο μεγάλες κολώνες του συλλόγου. Γι’ αυτό και οι φανέλες τους κρεμάστηκαν στην οροφή του γηπέδου που γκρεμίστηκε και ελπίζω να ξανακρεμαστούν στο νέο που θα χτιστεί.»
Έχεις σκεφτεί ποτέ τι θα γινόταν αν ο Μπόμπαν δεν χτυπούσε;
«Θεωρώ ότι θα έμενε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και τον Πανιώνιο και θα ήταν ακόμη και τώρα σε κάποιο διευθυντικό πόστο στην ομάδα. Είχε δεθεί πάρα πολύ με τον σύλλογο σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.»
Ο «πατέρας κι αδελφός» Φάνης και ο «κυανέρυθρος» πατριάρχης Μπόμπαν
Από τα 16 του στο ανδρικό με “φουλ” στις «πλάκες» στα ιερά τέρατα του μπάσκετ
Έχω ακούσει τρομερές ιστορίες για το πόσο χαβαλέ έκανες στις προπονήσεις…
«Μου έχει βγει αυτή η ταμπέλα, του “χαβαλέ”. Εντάξει όχι άδικα (σ.σ.: γέλια…)! Μπορεί να ήμουν μικρός, αλλά γενικά μου άρεσε να κάνω αστεία και να πετάω ατάκες, οπότε οι πιο μεγάλοι με γούσταραν πολύ γιατί δεν ήμουν ντροπαλός και γενικά χαλάρωνα την ατμόσφαιρα…»
Μισό λεπτό γιατί θα με τρελάνεις… Τότε ήσουν 16-17 χρονών και έκανες πλάκες στους μεγάλους με προπονητές τον Τζούροβιτς και τον Ίβκοβιτς και συμπαίκτες τον Φάνη, τον Μπόμπαν, τον Μπένατσεκ, τον Γιαννάκη και τον Ζάρκο; Είναι δυνατόν;
«Αυτά δεν τα έκανα όταν πρωτοπήγα στο αντρικό. Στην αρχή προσπαθούσα να κρατήσω λίγο τα προσχήματα. Με φρέναρε πολύ το γεγονός ότι στην πρώτη μου επαγγελματική σεζόν, την περίοδο 1992-93, ήμουν δωμάτιο με τον Παναγιώτη Γιαννάκη, σε σημείο που σοβαρεύτηκα αρκετά, αλλά όχι για πάρα πολύ (σ.σ: γέλια…)! Από ένα σημείο και ο “δράκος” ενέδωσε στα αστεία μου γιατί καταλάβαινε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός μου εαυτός. Και αν ήμουν διαφορετικός, θα πιεζόμουν…»
Έχω ακούσει μία τρομερή ιστορία με τον Παναγιώτη, σε ένα ασανσέρ στην Χαλκίδα, όπου και υπέστης ένα απίστευτο καψώνι…
«Δεν ήταν καψώνι! Ήταν η φιλοσοφία που ήθελε να περάσει στα πιο νέα παιδιά, ως βετεράνος και φτασμένος παίκτης που ήταν. Εγώ είχα κάνει μόλις 2-3 προπονήσεις γιατί έλλειπα με την Εθνική παίδων στην Τουρκία, όπου είχαμε πάρει το χρυσό μετάλλιο. Μόλις φτάσαμε στο ξενοδοχείο, λοιπόν, μου ανακοινώνουν ότι σε όλη την χρονιά, θα είμαι στο ίδιο δωμάτιο με τον Γιαννάκη. Μόλις με βλέπει ο Παναγιώτης, με την γνωστή χοντρή φωνή του, μου φωνάζει από μακριά: “Έλα εδώ νεαρέ μου να σε κάνω άνθρωπο!”… Όπως καταλαβαίνεις όλοι οι άλλοι γελούσαν κι εμένα μου κόπηκαν τα πόδια και η μιλιά. Από την μία χαιρόμουν, γιατί εγώ τον έβλεπα ως ίνδαλμα και του έτρεφα απεριόριστο σεβασμό και από την άλλη, ήμουν μαγκωμένος γιατί δεν θα μπορούσα εύκολα να είμαι ο εαυτός μου. Αλλά να σου πω κάτι; Ενώ γενικά είναι πολύ αυστηρός, στην πορεία μαλάκωσε πολύ μαζί μου και περάσαμε πολύ καλά. Να ξέρεις ότι έχει πολύ χιούμορ, στην παρέα κάνει κέφι και είναι τρομερός ατακαδόρος. Άμα αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο, γίνεται πολύ ευχάριστος.»
Ναι αλλά με το περιστατικό δεν μας είπες, τι έγινε;
«Όταν μας είπαν το δωμάτιο και μας έδωσαν το κλειδί, πήρα την τσάντα μου και κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ για να ανέβω την τσάντα μου στον 7ο ή τον 8ο όροφο. Μόλις με βλέπει ο Παναγιώτης, με ένα εντελώς αφοπλιστικό και ψαρωτικό ύφος μου λέει: “τι κάνεις εδώ; Οι μικροί ανεβαίνουν με τα πόδια!”. Τι να κάνω κι εγώ παίρνω το σακ-βουαγιάζ επ’ ώμου, ανεβαίνω στον πρώτο όροφο και έτσι πανέξυπνος όπως ήμουν πάντα, λέω θα περιμένω λίγο να ανέβει εκείνος και θα πάρω το επόμενο. Έλα, όμως, που εκείνος το είχε σκεφτεί κι αυτό και ήθελε να με τσεκάρει! Όποτε με το που πατάω το κουμπί κι ανοίγει η πόρτα, τον βλέπω στο εσωτερικό του ασανσέρ. Κοκκινίζω και μένω… παγωτό και αμέσως φορτώνομαι την τσάντα κι όχι μόνο ανέβηκα με τα πόδια όλους τους ορόφους, αλλά για τιμωρία αυτό γινόταν σε όλη την διάρκεια της χρονιάς. Και ειδικά στις αποστολές, πέντε φορές την ημέρα! Αν σκεφτείς το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό, μαζί με την πρωινή προπόνηση και τον αγώνα. Εκείνη την χρονιά, στην κυριολεξία, έσφιξαν τα πόδια μου! Δεν με έπαιρνε να ξανακλέψω…»
Δηλαδή τα ίδια αστεία που έκανες στο εφηβικό, έκανες και στο αντρικό;
«Ε όχι εντάξει! Υπήρχε και ένας σεβασμός. Είχαμε και τον Αγγέλου, που έπαιζε τον ρόλο του σερίφη και του cowboy και μας έριχνε και μερικές σφαλιάρες, οπότε δεν ήταν το ίδιο εφικτό.»
Ο Τζούροβιτς ήταν αυστηρός;
«Όχι και τόσο πολύ! Ούτε ο Μίσσας που τον διαδέχτηκε. Και οι δύο ήταν σχετικά διαλλακτικοί και στα όρια του επιτρεπτού, μας άφηναν να χαλαρώνουμε κάποιες στιγμές με λίγο χαβαλέ.»
Στον Φάνη έκανες χαβαλέ;
«Κατ’ αρχάς, ο Φάνης συμμετείχε σε όλες τις πλάκες. Να φανταστείς ότι στα πούλμαν καθόταν στην γαλαρία με μας τους μικρούς. Δεν καθόταν μπροστά με τους προπονητές και τον Γιαννάκη με τον Αγγέλου, οι οποίοι μιλούσαν μονίμως για μπάσκετ. Ο Χριστοδούλου δεν ταίριαζε με αυτούς. Είμαστε ο Βασίλης (σ.σ.: Κικίλιας), ο Μάκης (σ.σ.: Δρελιώζης), ο Ντούσαν (σ.σ.: Γέλιτς), εγώ και ο Φάνης. Γινότανε χαμός από αστεία, ανέκδοτα, πλάκες και πειράγματα. Ενίοτε ήταν και άλλα παιδιά που ήρθαν αργότερα στην ομάδα, όπως ο Καλαϊτζής, ο Παντελιάδης, ο Τσόπης, ο Μίχαλος, ο Λημνιάτης, ο Σταυρακόπουλος, ο Καμαριώτης. Ήμασταν μία ωραία ατμόσφαιρα. Αφού να φανταστείς ότι από ένα σημείο και μετά, μέχρι και ο Μποσγανάς που ήταν πολύ πιο μεγάλος, εισχώρησε στην παρέα…»
Ισχύει ότι εκείνη η φουρνιά παικτών στα παδικοεφηβικά του Πανιωνίου (Καράγκουτης, Κικίλιας, Μακρυδήμας, Δρελιώζης, Μουμούρης και οι παλιοι Παναγόπουλος, Ζαβός κ.α.), θύμιζε στο επίπεδο των μικρών ηλικιών, την παντοκρατορία του Άρη στην δεκαετία του 80′;
«Αν μετρήσουμε τους τίτλους που είχαμε πάρει σε παίδες και έφηβους, κατά την διάρκεια μίας δεκαετίας, δεν θα δυσκολευτούμε να συμφωνήσουμε. Είχαμε πάνω από 5-6 πρωταθλήματα και πολλά εξ’ αυτών συνεχόμενα, χωρίς να κάνουμε ήττα. Το σημαντικότερο στοιχείο που χαρακτήριζε τον Πανιώνιο τότε, ήταν η κατεύθυνση του πρωταθλητισμού που έβγαινε μέσα από το DNA του. Το σημερινό κλειστό “Ανδρέας Βαρίκας”, που τότε ήταν ανοιχτό, ισοδυναμούσε με άπαρτο κάστρο. Κανείς δεν περνούσε από ‘κει. Ακόμη και οι υπόλοιπες καλές ομάδες της Αθήνας έρχονταν με γνώμονα το πόσο θα χάσουν.»
Ο σημερινός Πανιώνιος σε όλες τις βαθμίδες απέχει παρασάγγες από τον κραταιό “Ιστορικό” με την τεράστια αίγλη των 80’s και των 90’s. Πως αισθάνεσαι εσύ μπροστά σε αυτήν κατάσταση;
«Σίγουρα το τμήμα μπάσκετ περνάει μία κρίση, που διαρκεί τα 3-4 τελευταία χρόνια. Οι παλινωδίες των ανθρώπων που αποτέλεσαν την τελευταία σύνθεση της ΚΑΕ, ευθύνονται κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό. Έγιναν πολλά λάθη, χάθηκε η διοικητική σταθερότητα, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει όλο το οικοδόμημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι δεν αρμόζει στην ιστορία του συλλόγου να βρίσκεται η ανδρική ομάδα στην Β’ Εθνική. Έχουν αλλάξει πολλά πρόσωπα σε καίριες θέσεις, οι κραδασμοί έχουν επηρεάσει και τα τμήματα υποδομής και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι ο Πανιώνιος δεν παράγει πλέον παίκτες. Επιπροσθέτως, το κλειστό της Αρτάκης πλέον δεν υπάρχει και η ομάδα δεν έχει πλέον το σπίτι της. Επειδή, όμως, είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και βλέπω το ποτήρι πάντα μισογεμάτο, πιστεύω ότι τα πράγματα θα αρχίσουν να φτιάχνουν όταν το νέο γήπεδο παραδοθεί. Και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι θα βρεθεί μία σταθερή διοίκηση με όραμα και χωρίς απαραίτητα να απαρτίζεται από πρόσωπα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Η βάση του, όμως, πρέπει να είναι πάντα οι ακαδημίες γι’ αυτό και πρέπει να δοθούν κίνητρα ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των παιδιών που ανήκουν στα τμήματα υποδομής.»
Να πάμε σε κάτι πιο ευχάριστο. Η κορυφαία ομάδα στην ιστορία του Πανιωνίου, κατά την άποψή σου, ποια ήταν; Εκείνη της σεζόν 1995-96 που παρ’ ολίγο να αποκλείσετε τον Παναθηναϊκό από τους τελικούς και βγήκατε στην Euroleague;
«Ασυζητητί! Με Φάνη, Ζάρκο, Ντίνκινς και τα υπόλοιπα παιδιά. Αυτό που βγάλαμε στο γήπεδο εκείνη την χρονιά με την καθοδήγηση του Ντούσαν Ίβκοβιτς, ήταν ένα μπασκετικό θαύμα. Και νομίζω ότι είχε αναγνωριστεί από όλους τους μπασκετικούς. Αν εξαιρέσεις τον Πάσπαλι και τον Φάνη, που δεν έπαιξε από την αρχή της χρονιάς γιατί είχε κόντρα με τον “Ντούντα”, το υλικό της ομάδας είμαστε αμούστακα παιδιά. Ακόμη και ο Ντίνκινς ήταν ένας πρωτοεμφανιζόμενος νεαρός Αμερικανός, ένα κοντό και αδύνατο, νωθρό και τεμπέλικο παιδάκι που όπου και να το άφηνες, τον έπαιρνε ο ύπνος και πραγματικά αναρωτιόσουν πως αυτός θα παίξει μπάσκετ; Μόλις έμπαινε στο γήπεδο, όμως, μεταμορφωνόταν και ήταν σαν να πατούσε ένα κουμπί κι έβγαζε 500 άλογα! Και όταν τελείωνε το ματς, ξαναέμπαινε σε λειτουργίας πτήσης και γινόταν ο γνωστός Μπάϊρον με τον οποίο γελούσαμε…»
Τι θυμάσαι από εκείνη τη σεζόν;
«Είχαμε μία τρομερή πεντάδα. Ο Ντίνκινς στον άσο, ο Μποσγανάς στο “2”, ο Κικίλιας σε ρόλο εξολοθρευτή στο “3”, εγώ στο “4” και ο Πάσπαλι στο “5” αλλά σε ρόλο πασπαρτού. Όταν μπήκε και ο Φάνης, ερχόταν ο “Κίκι” από τον πάγκο, αλλά μαζί με τον Καλαϊτζή και τον Γέλιτς ήταν στις πρώτες αλλαγές που έκανε ο “Ντούντα” για να διορθώσει ό,τι δεν πήγαινε καλά. Πιο πίσω ήταν ο Τσόπης, ο Δρελιώζης και ο Καμαριώτης. Για εκείνη την εποχή ήταν πολύ πρωτοποριακό να παίζει ένας προπονητής με τόσο μεγάλο rotation! Και τότε φυσικά, δεν περίμενε κανείς ότι θα πάμε στην πρεμιέρα στο ΟΑΚΑ και θα χτυπήσουμε στα ίσα τον Παναθηναϊκό του πολυδιαφημισμένου Ντομινίκ Ουίλκινς, αλλά και των Γιαννάκη, Βράνκοβιτς, Αλβέρτη, Οικονόμου και των υπολοίπων. Σκέψου ότι λίγους μήνες αργότερα, η ίδια ομάδα αναδείχτηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Παρίσι. Χάσαμε στις λεπτομέρειες και δημιουργήσαμε την πρώτη αίσθηση. Είπαν όλοι “ώπα τι γίνεται εδώ; Ο Πανιώνιος κάτι πάει να κάνει φέτος!”.»
Και στα ημιτελικά των playoffs πήγε να γίνει το μπαμ…
«Χάσαμε στο σουτ το πρώτο ματς, από άστοχο τρίποντο του Καλαϊτζή που μπήκε και βγήκε, νικήσαμε εύκολα το δεύτερο παιχνίδι στη Νέα Σμύρνη και στο τρίτο ημίχρονο χρειάστηκε η “μπούκα” του Θανάση Γιαννακόπουλου στον αγωνιστικό χώρο για να τα ψάλλει στους διαιτητές, μπας και γυρίσει το ματς. Γιατί στο πρώτο μέρος προηγηθήκαμε με 20 πόντους διαφορά. Σκέψου ότι το budget του Πανιωνίου, εκείνη την χρονιά ήταν όσο το συμβόλαιο του Παταβούκα. Αν είχαμε πάρει την πρόκριση στον τελικό, πιστεύω ακράδαντα ότι θα μπορούσαμε να πάρουμε το πρωτάθλημα γιατί ο Ολυμπιακός δεν είχε πάει καν στο Final 4 και είχε κλυδωνισμούς.»
Το παρατσούκλι “Καραγκούκοτς” πως βγήκε; Λόγω σουλουπιού;
«Μέσα σε μία διετία, από Μάιο μέχρι Σεπτέμβριο, πήρα 12-14 πόντους κάθε χρόνο! Από 1,76 στην 2α Γυμνασίου βρέθηκα σχεδόν 2,05 στην 1η Λυκείου! Ήμουν και πολύ αδύνατος με μακριά χέρια, είχα και την ελαφριά καμπουρίτσα που είχε ο Κούκοτς, οπότε η σωματοδομή μας ήταν παρεμφερής. Έπαιζα και γκαρντ τότε και το μόνο που δεν ταίριαζε ήταν ότι δεν ήμουν αριστερόχειρας. Δεν θυμάμαι ποιος το είχε βγάλει, αλλά με κολάκευε πολύ το προσωνύμιο και γιατί τον θαύμαζα από μικρός σαν παίκτη και σαν άνθρωπο αλλά και γιατί έφτασε ακόμη πιο ψηλά, αργότερα όταν πήγε στο ΝΒΑ.»
Μία ατάκα που είχε πει ο συγχωρεμένος ο Ίβκοβιτς, όταν είχε έρθει και του είχαν πει για τον νεαρό “Καραγκούκοτς” του Πανιωνίου, στην έχουν πει;
«Για θύμισέ μου…»
“Αυτός μπρε, ούτε τα κορδόνια του Κούκοτς δεν μπορεί να δέσει”…
«(σ.σ.: Γελάει…)! Εντάξει, δεν είχε και άδικο! Ο “Ντούντα” κατ’ αρχάς ήταν άνθρωπος που προσγείωνε τους πάντες. Φαντάσου ότι είχαμε κερδίσει τον ΠΑΟΚ, είχαμε εξασφαλίσει το εισιτήριο για την Euroleague και είμαστε ένα “κουβάρι” στα αποδυτήρια, οπότε κανονίζαμε να πάμε μπουζούκια. Και μπαίνει μέσα και ξεκινάει μία κατήχηση του στυλ “δεν έχετε καταφέρει τίποτε”, σε μία προσπάθεια να μας προσγειώσει. Αυτός ήταν ο Ίβκοβιτς! Και δεν είχε και πολύ άδικο, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι είμαστε 18-19 χρονών και σου λέει αν πάρουν τα μυαλά τους αέρα από τώρα, πως θα τους στρώσω του χρόνου… Μας έβαλε χοντρό χέρι! Ήταν χαμογελαστός και ευδιάθετος, αλλά μέσα του δεν ήταν χαρούμενος με αυτό που γινόταν.»
«Το πρωτάθλημα που δεν πήραμε και ο παραλληλισμός με τον Κούκοτς»
Το «σαλάμ μαλέκομ» και η παντοκρατορία της φουρνιάς των 76άρηδων
Πάμε λίγο στο κεφάλαιο Εθνική παίδων και Εθνική εφήβων. Ήταν κάτι σαν η κατασκήνωση του καλοκαιριού; Τόσο ωραία παρέα ήσασταν;
«Κάπως έτσι! Είχαμε δεθεί από μικρή ηλικία, οι 9-10 παίκτες ήμασταν μαζί από 14 ετών και περνούσαμε φοβερά. Και γιατί είχαμε κολλήσει αλλά φυσικά και γιατί ήμασταν μία τρομερή φουρνιά που δεν έχανε σχεδόν ποτέ. Σαρώναμε τα πάντα στο διάβα μας και πήραμε πρωτάθλημα Ευρώπης στους παίδες και παγκόσμιο στους εφήβους.»
Αραβικά που έμαθες;
«Τα αραβικά ήταν ένα πολύ δύσκολο κεφάλαιο για μένα γιατί με δυσκόλεψε αρκετά η γλώσσα και στην ομιλία και στην κατανόηση (σ.σ.: γέλια!)…»
Πως προέκυψε εκείνη η αλήστου μνήμης πλάκα;
«Με τον Παναγιώτη τον Μπαρλά, πάντα μας άρεσε να κάνουμε πλάκες και να ψάχνουμε καινούρια αστεία και αυτό βγήκε τελείως αυθόρμητα. Κάθε μέρα έρχονταν στο ΟΑΚΑ όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί και βλέποντας συνεχώς δέκα δημοσιογράφους μπροστά μας, κάποια στιγμή είχαμε φτάσει στο σημείο να μην ξέρουμε τι να πούμε. Οπότε εντελώς αυθόρμητα μου κατεβαίνει εκείνη η ιδέα και αρπάζω τα μικρόφωνα και παριστάνω τον Έλληνα ρεπόρτερ που ρωτάει κάτι τον Μπαρλά στα αραβικά. Ο Παναγιώτης απαντάει στα αραβικά λέγοντας άλλα αντ’ άλλων για 30 δευτερόλεπτα και στην ελληνική μετάφραση εγώ λέω μία λέξη: “Κερδίσαμε”! Και έγινε χαμός!»
Αισθανόσαστε λίγο σαν ροκ σταρ τότε;
«Όχι σαν ροκ σταρ, αλλά απολαμβάναμε πολύ την δημοσιότητα που είχαμε κερδίσει. Γιατί είχαμε τραβήξει όλα τα φώτα πάνω μας τότε. Όλη η Ελλάδα, τρόπον τινά, ασχολούνταν μαζί μας.»
Γινόταν χαμός κάθε μέρα στο “Grand Chalet”, όπου μένατε στην Αθήνα;
«Ο χαμός είχε ξεκινήσει να γίνεται από την 1η φάση των αγώνων, στο “Φιλίππειον” στην Θεσσαλονίκη, όπου είχαμε κάτσει έναν μήνα για προετοιμασία και παίξαμε και τα πρώτα παιχνίδια. Όταν κατεβήκαμε στην Αθήνα, το “πανηγύρι” άρχιζε από το ΟΑΚΑ και συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ στο ξενοδοχείο.»
Ποιος είχε την μεγαλύτερη πέραση;
«Θέλει κι ερώτημα; Ο Ρεντζιάς! Είχε κάψει καρδιές!»
Τότε είχες κάνει και την περιβόητη δήλωση με τους ελληνοποιημένους… “μαϊμούδες”…
«Εντάξει ήμουν και λίγο παρορμητικός τότε, ενώ το λεξιλόγιο όλων μας ήταν και λίγο φτωχό ακόμη για να διατυπώσουμε και να τεκμηριώσουμε σωστά αυτό που θέλαμε να πούμε. Βλέπαμε, όμως και τις ελληνικές ομάδες να φέρνουν ολοένα και περισσότερα νέα παιδιά από το εξωτερικό – δια της οδού της ελληνοποίησης – και είχαμε κι εμείς την αγωνία μας για το αν και το που θα παίξουμε.»
Μίλησέ μου λίγο για τον “Ντούντα” και το λέω αυτό γιατί ήταν ένας άνθρωπος που σημάδεψε πολύ έντονα το ελληνικό μπάσκετ με το πέρασμα του…
«Ήταν πάρα πολύ δύσκολος χαρακτήρας! Η σκληρότητα με την οποία αντιμετώπισε τον καλύτερό μου φίλο, τον Μάκη τον Δρελιώζη, ήταν κάτι που με έκανε να πιστέψω ότι δεν ήταν τόσο καλός άνθρωπος τελικά. Οι Σέρβοι γενικότερα, τόσο ο Ίβκοβιτς, όσο και ο Ομπράντοβιτς ήταν εκπληκτικοί γνώστες του αθλήματος και συνάμα ευφυέστατοι και τρομεροί στην διαχείριση. Τους το αναγνωρίζουν όλοι. Σαν προσωπικότητες, όμως και σαν χαρακτήρες, εγώ δεν είμαι αντικειμενικός και θα σου πω ότι δεν ήταν καλοί άνθρωποι. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι και κουμπάροι.»
Από την δική μου εμπειρία, πάντως, γιατί γνώριζα πολλά χρόνια τον Ντούντα και έχω συναναστραφεί αρκετά και τον Ομπράντοβιτς, μπορώ να σου πω ότι σαν χαρακτήρας, ο “Ζοτς” διαφέρει πολύ από τον Ίβκοβιτς…
«Εγώ είχα κακή εμπειρία από τον Ομπράντοβιτς, στο πέρασμά μου από τον Παναθηναϊκό! Γι’ αυτό σου είπα ότι δεν είμαι αντικειμενικός. Ευτυχώς έληξε σε έναν χρόνο και δεν κράτησε παραπάνω! Παρ’ ότι είχα υπογράψει τετραετές συμβόλαιο, με οψιόν ανανέωσης κάθε χρόνο, μόνο και μόνο για να μην καταλήξω δημόσιος υπάλληλος. Θα μπορούσα άνετα να υπογράψω 4 χρόνια κλειστό, με πάρα πολύ καλά λεφτά και να μην μπορεί να με κουνήσει κανένας. Αλλά για να σου ολοκληρώσω για τον “Ντούντα”, για μένα ήταν ο δάσκαλός μου.»
«Κακός χαρακτήρας» μεν, αλλά «δάσκαλός» σου δε;
«Ακριβώς! Ήταν αυτός που μου έδειξε την μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και μου έβγαλε το ταλέντο μου στο γήπεδο, γιατί μέχρι να παίξω υπό τις οδηγίες του, ήμουν λίγο “κουμπωμένος”. Ήταν αυτός που με έκανε να εμπιστευτώ τις δυνάμεις μου. Ήταν ο πρώτος που μου είπε “μπες μέσα και σούταρε”. Με Πασπαλι και Ντίνκινς στην διείσδυση, ο τρόπος που παίζαμε προσφερόταν στο να μείνει ελεύθερος ο Καράγκουτης και να σουτάρει από μακριά. Το 80%-90% των πόντων μου επί Ίβκοβιτς, ήταν με μακρινά δίποντα και τρίποντα με πολύ καλά ποσοστά. Επίσης, ο “Ντούντα” έδινε μεγάλη βάση στην ατομική βελτίωση και είχε φέρει μαζί του τον Μίλαν Μίνιτς, ο οποίος μαζί με έναν ακόμη, τον Όστεϊτς, δούλευαν στην φυσική κατάσταση και την τεχνική βελτίωση με όλα τα παιδιά που έρχονταν από το εφηβικό. Αυτό δεν το έβρισκες τότε σε άλλους συλλόγους. Σε γενικές γραμμές, η σοφία του Ίβκοβιτς, η μεθοδολογία και η προσωπικότητά του, έδωσε σε όλους τους παίκτες και τις ομάδες με τις οποίες συνεργάστηκε, πάρα πολλά εφόδια.»
Και πολλά μπινελίκια, να υποθέσω…
«Κάργα! Και όχι μόνο, να ξέρεις! Πολλά σπασμένα πινακάκια, αντικείμενα που έχουν φύγει στην κερκίδα σε οπαδούς που έκαναν φασαρία πάνω από τον πάγκο σε τάιμ-άουτ, πολλές ανέκδοτες τέτοιες ιστορίες. Αυτός που τα άκουγε περισσότερο είναι ο σημερινός υπουργός Τουρισμού, ο Βασίλης Κικίλιας. Μία φορά στην Πάτρα, μάλιστα, είχε μία πετσέτα στο λαιμό του και επειδή ο coach εκνευρίστηκε με κάτι άλλο, ξέσπασε σε εκείνον και του έσφιξε τόσο πολύ την πετσέτα, που παρ’ ολίγο να του κοπεί η αναπνοή. Είχαμε μείνει όλοι άφωνοι. Είχαν μία ιδιαίτερη σχέση αγάπης και κόντρας! Ο Ίβκοβιτς γούσταρε πάρα πολύ τον χαρακτήρα και την μαχητικότητά του, γι’ αυτό και του ανέθετε πάντα τις δύσκολες και ειδικές αποστολές. Αλλά ταυτόχρονα, ο Μπίλι είχε από τότε το ύφος του πολιτικού και όλοι μας ήμασταν σίγουροι ότι κάποια μέρα θα κάνει καριέρα στην πολιτική. Τον είχαμε βγάλει κυβερνητικό εκπρόσωπο, γιατί του άρεσε να κάνει δηλώσεις, είχε ευφράδεια λόγου και ήταν ο πιο μορφωμένος απ’ όλους μας. Το είχε μέσα του και γι’ αυτό και τον πειράζαμε. Αλλά ακόμη και όταν τσαντιζόταν μέσα του, δεν αντιδρούσε ποτέ. Συμμετείχε στις πλάκες, δεχόταν όλα τα αστεία και γελούσε κι εκείνος.»
Ο Ίβκοβιτς, αν θυμάμαι καλά, είχε βοηθήσει στο να μεταφερθείς σε νοσοκομείο του Βελιγραδίου και να χειρουργηθείς από έναν πολύ καλό χειρουργό, μετά από έναν απρόσμενο τραυματισμό που είχες στο χέρι, στην διάρκειας μίας προετοιμασίας στο Κοπαόνικ…
«Ναι βέβαια. Αρχικά ήταν ο Ιτούδης, που ήξερε σέρβικά και σαν βοηθός του Κιουμουρτζόγλου είχε κάνει όλες τις συνεννοήσεις. Ήμουν στον καθρέφτη και έσπαγα ένα σπυράκι, όταν ξαφνικά κατέρρευσε ο νιπτήρας, εγώ έχασα την ισορροπία μου και ένα κομμάτι της πορσελάνης σχεδόν μου έκοψε την παλάμη μου στα δύο. Το αίμα έτρεχε… ποτάμι κι εγώ σχεδόν αμέσως λιποθύμησα! Και να φανταστείς ότι μόλις ήρθε ο συγκάτοικός μου, ο Γιώργος ο Μποσγανάς, λιποθύμησε κι αυτός απ’ ότι μου είπαν μετά. Ο Κικίλιας ως γιατρός μου έδωσε τις πρώτες βοήθειες και μου έδεσε το χέρι για να σταματήσει η αιμορραγία και να στερεώσει την πληγή. Πέρασα πάρα πολύ δύσκολες στιγμές τότε, γιατί επρόκειτο για ένα πάρα πολύ σοβαρό ατύχημα. Να φανταστείς ότι ανέκτησα τις αισθήσεις μου 2-3 ώρες μετά μέσα στο ασθενοφόρο, στον δρόμο για το Βελιγράδι.»
Πόσο καιρό έμεινες στο νοσοκομείο;
«Περίπου 20 μέρες! Ευτυχώς που ασχολήθηκε ο Ίβκοβιτς, τηλεφώνησε στον υπουργό Αθλητισμού και Υγείας και βρήκε εκείνον τον κορυφαίο μικροχειρουργο με ειδικότητα στην άκρα χείρα, που με χειρούργησε. Η επέμβαση ήταν πολύ λεπτή γιατί ήταν κομμένοι οι τένοντες και τα νεύρα, ενώ διήρκεσε 15-16 ώρες. Εγώ ξύπνησα μετά από μία μέρα, σε έναν θάλαμο με άλλους 3-4 Σέρβους, που ήταν ακρωτηριασμένοι από τον πόλεμο και ήταν για πολύ καιρό στην συγκεκριμένη μονάδα. Γενικά οι συνθήκες ήταν άθλιες. Πήγα τουαλέτα μετά από δύο εβδομάδες γιατί δεν έπρεπε να κουνηθώ, μέχρι να κλείσει τελείως η πληγή. Η κοπέλα μου και μετέπειτα γυναίκα μου επικοινώνησε μετά από 10 μέρες μαζί μου και ο πρώτος άνθρωπος που είδα, ήταν ο Φάνης, που λόγω Εθνικής, είχε πάρει άδεια να έρθει στα μέσα της προετοιμασίας και όταν έφτασε στην Σερβία, πέρασε πρώτα από το νοσοκομείο. Μετά από όλη αυτή την περιπέτεια που είχα περάσει μόνος μου, σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου στο εξωτερικό, μία μέρα ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τον Φάναρο μπροστά μου. Θυμάμαι ότι έκλαιγα πέντε λεπτά ασταμάτητα. Ήταν πολύ έντονη η συναισθηματική φόρτιση. Ευτυχώς μου έφερε γράμματα, περιοδικά και μετρίασε λίγο τον πόνο μου.»
Αν δεν κάνω λάθος, πέρασε καιρός μέχρι να επιστρέψεις…
«Περίπου 4 μήνες! Σημειωτέον ότι οι γιατροί δεν έδιναν πολλές πιθανότητες να ξαναπαίξω μπάσκετ.»
Δεν είχε βγει προς τα έξω, πάντως, η σοβαρότητα εκείνου του τραυματισμού…
«Δεν το είχε επικοινωνήσει επί τούτου ο Πανιώνιος, γιατί το ζήτημα ήταν λεπτό και δεν ήξερε ούτε η οικογένειά μου τι ακριβώς είχε συμβεί, αλλά σκέψου ότι βρισκόμασταν 25 χρόνια πίσω και δεν υπήρχε αυτή η ταχύτητα που υπάρχει τώρα στην επικοινωνία. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που κατάλαβαν τι πέρασα και πως επανήλθα. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να έχω κι εγώ την διάθεση να το μοιραστώ και να το μάθει ο κόσμος. Ένα μεγάλο ζήτημα, όμως, στο οποίο δεν έχω αναφερθεί ποτέ, είναι ότι μόλις επέστρεψα στην Αθήνα, ξεκίνησε ένας δεύτερος “Γολγοθάς”!»
Τι εννοείς;
«Ήταν τρομερά επίπονη η αποκατάσταση και όλη την ημέρα, για τουλάχιστον δύο μήνες, ασχολιόμουν με το χέρι, ενώ ο Κατσιφαράκης είχε φέρει με δικά του έξοδα ένα ειδικό μηχάνημα που έκανε μία ρομποτική κίνηση για να ανοιγοκλείνει το χέρι. Το φορούσα σαν γάντι και έκανα συνέχεια αυτή την κίνηση για να επανενεργοποιηθούν οι μύες. Μετά ξεκίνησα φυσιοθεραπεία με τον Θόδωρο τον Κρατημένο, πρωί, μεσημέρι και απόγευμα και κατάφερα να παίξω μετά από 4,5 μήνες, σε παιχνίδι ΑΕΚ-Πανιώνιος στο ΟΑΚΑ. Είχε φύγει ο Κιουμουρτζόγλου και είχε επιστρέψει ο Τζούροβιτς… Μόλις μπαίνω στο παρκέ, κερδίζω βολές. Σουτάρω την πρώτη και μετά βίας φτάνει. Ευτυχώς έβαλα την δεύτερη κι άρχισα σιγά να νιώθω ότι το χέρι μου θα ξαναλειτουργήσει. Γιατί οι γιατροί δεν ήταν σίγουροι ότι θα αποκτήσω ξανά αίσθηση και κίνηση. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στα 45 μου, η αίσθηση μου έχει αποκατασταθεί κατά 70%-80%, δηλαδή υπάρχουν σημεία ανάμεσα στα δάχτυλα που δεν αισθάνομαι και η κίνησή μου είναι στο 90%-95%.»
Ο “Ντούντα”, ο Κικίλιας και το ατύχημα στο οποίο κόντεψε να χάσει το χέρι του!
Τα επεισόδια με Γιαννούλη και Ματζόν και ο λοστός που δεν βρήκε στόχο
Ήταν η χρονιά με τους πολλούς κοινοτικούς, που ολοκληρώθηκε με προπονητικό δίδυμο τον Γιάννη Γιαννόπουλο και τον Δημήτρη Ιτούδη;
«Ακριβώς! Ήταν μία δύσκολη περίοδος για τον Πανιώνιο, με πολλούς ξένους παίκτες, που είχαν μπερδέψει πολύ την ομάδα και την είχαν κάνει να χάσει την ταυτότητά της. Είχαμε φύγει από την φυσική μας έδρα και είχαμε πάει στην Γλυφάδα, λόγω της Euroleague.»
Θυμάμαι ένα τρελό περιστατικό με τον Τζεφ ΜακΊνις να κυνηγάει τον Γκερτ Χάμινγκ με ένα λοστό γύρω-γύρω από το γήπεδο…
«Αν δεν ήταν ο φροντιστής της ομάδας, ο Παρασκευάς ο Καυκής, που ήταν καρατέγκα και τον φωνάζαμε “Bruce Lee”, μπορεί να είχε συμβεί μεγάλο κακό. Ήταν μία συνηθισμένη φάση με ένα τσεκάρισμα του Ολλανδού που βρήκε λίγο τον Αμερικανό με τον αγκώνα, ο κοντός την είπε στον ψηλό κι εκείνος του κόλλησε την μούρη του στο πρόσωπο κι έβαλε το δάχτυλο του μπροστά. Όταν κάνεις κάτι τέτοιο σε έναν μαύρο, θεωρείται πολύ μεγάλη απειλή. Είναι σαν να του λες ότι θα τον σκοτώσεις. Ο ΜακΊνις, εν τω μεταξύ, ήταν σαν να είχε έρθει απευθείας από το γκέτο, με κόκκινο μάτι από τους μπάφους! Φεύγει για λίγο, πάει στα αποδυτήρια να αλλάξει γιατί τον έδιωξαν από την προπόνηση και με το που εμφανίζεται ξανά, φαίνεται ότι κρύβει κάτι κάτω από την φανέλα του. Τώρα, το που βρήκε αυτό το σίδερο, είναι πραγματικά απορίας άξιο! Ευτυχώς που τον πρόλαβε ο Παρασκευάς και τον ακινητοποίησε γιατί αν είχε βρει τον Χάμινγκ με τον λοστό, θα του είχε ανοίξει το κεφάλι στα δύο. Και μετά, αφού τους χωρίσανε, του έλεγε “τη γλίτωσες τώρα, αλλά αύριο θα φέρω όπλο και θα σε πυροβολήσω!”. Ο τύπος ήταν για δέσιμο και δεν έκανε μεγάλη καριέρα λόγω της τρέλας του. Γιατί ήταν τρομερά ταλαντούχος παίκτης.»
Την επόμενη χρονιά ήταν που επέστρεψε ο συγχωρεμένος ο Μάκης Δενδρινός…
«Ναι και ουσιαστικά ο Πανιώνιος άρχισε να ξαναβρίσκει τον δρόμο του. Γυρίσαμε στη Νέα Σμύρνη, έγινε στροφή προς τους Έλληνες παίκτες, κάναμε μια συμπαθητική σεζόν τερματίζοντας στην 5η θέση και μετά αρχίσαμε να ξανακοιτάμε ψηλότερα. Στα μέσα της επόμενης χρονιάς, όμως, έφυγε ο Μάκης και ήρθε ο Ιταλός Αντρέα Ματζόν, που είχε μπόλικη δόση τρέλας.»
Με αυτόν τι είχε γίνει;
«Έχουμε γυρίσει από το Περιστέρι στη Νέα Σμύρνη, όπου είχαμε αφήσει τα αυτοκίνητά μας. Ο coach μας είχε δώσει δύο μέρες ρεπό και επειδή είχαμε χάσει, ξαφνικά μας ανακοινώνει “κομμένα όλα, αύριο σας περιμένω στην προπόνηση!” Εμείς, με τον Μάκη και τον Τζαννή είχαμε κανονίσει να πάμε στην Αράχοβα και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε αμέσως. Όπως καταλαβαίνεις πάθαμε σοκ! Ήταν η πρώτη φορά που ήρθα τόσο έντονα αντιμέτωπος και τσακώθηκα τόσο άσχημα με προπονητή. Η πλάκα είναι ότι το ξεκίνησα, νομίζοντας ότι θα στηρίξουν και οι άλλοι, κι εκείνοι είχαν κρυφτεί πίσω από κάτι αμάξια και γελούσαν! Τρομερή ιστορία…»
Την προηγούμενη χρονιά είχε συμβεί και το αλήστου μνήμης επεισόδιο με τον Γιαννούλη, που είχε φτάσει μέχρι τις αίθουσες των δικαστηρίων…
«Πολύ ατυχές περιστατικό, το οποίο πραγματικά θα ήθελα να ξεχάσω. Νομίζω ότι μετανιώσαμε και οι δύο για ό,τι έγινε και ήταν μία μεγάλη παρεξήγηση. Ο Γιάννης νόμιζε ότι του είπα μία προσβλητική λέξη (σ.σ.: “βούλγαρε”), η οποία – αν και τη λέγαμε για πλάκα μεταξύ μας τα καλοκαίρια – δεν ακούστηκε από μένα αλλά από την εξέδρα, εγώ ξεπέρασα τα όρια στον πανηγυρισμό μετά το κάρφωμα κι έγινε αυτό που έγινε. Στο τέλος την πλήρωσε ο Κικίλιας με την ξώφαλτση μπουνιά από τον Σάκλεφορντ, που πήγαινε για μένα, ενώ στη συνέχεια μπήκε και ο Χάρβει και χτύπησε τον Γιαννούλη. Νομίζω ότι και οι δύο θέλουμε να το διαγράψουμε από τη μνήμη μας.»
Τα βρήκατε μετά;
«Μα δεν είχαμε κάτι να χωρίσουμε. Είμαστε φίλοι από τις μικρές Εθνικές ομάδες και περνούσαμε μαζί τα καλοκαίρια.»
Πως ωρίμασε στο μυαλό σου η απόφαση να φύγεις από τον Πανιώνιο;
«Ένα πράγμα με το οποίο είχα συμφιλιωθεί από το ξεκίνημα της καριέρας μου, ήταν ότι δεν θα γερνούσα στη Νέα Σμύρνη. Δεν ήθελα να συμβεί και σε μένα το πολυετές μετεγγραφικό σίριαλ του Φάνη, το οποίο εν πολλοίς – κατά την άποψή μου – δεν του επέτρεψε να εκτοξεύσει την καριέρα του! Στην περίπτωσή μου, το ότι δεν τα πήγαινα καλά με τον Ματζόν και δεν συναινούσα στην ανανέωση του συμβολαίου μου, βοήθησε πολύ στο να φύγω. Γιατί ο Πανιώνιος θα έπαιρνε χρήματα αν έφευγα πριν από το 2000. Οπότε, ουσιαστικά μου είπαν “ή υπογράφεις άλλα τρία χρόνια ή σε πουλάμε!”. Και τελικά στο ταμείο της ομάδας μπήκαν 100 εκατομμύρια δραχμές συν δύο παίκτες.»
Αν δεν κάνω λάθος, στον Παναθηναϊκό πήγες πριν συμφωνήσει ο Ομπράντοβιτς, έτσι δεν είναι;
«Ήμουν επιλογή του Θανάση Γιαννακόπουλου και μετά από 2-3 εβδομάδες ολοκληρώθηκε η συμφωνία με τον προπονητή. Και στη συνέχεια ο Ομπράντοβιτς επέλεξε τους παίκτες που ήθελε, δηλαδή τον Μποντιρόγκα, τον Ρεμπρατσα και τον Ρότζερς. Εγώ, εν τω μεταξύ, πριν προχωρήσει η συμφωνία με τον Παναθηναϊκό, τα είχα βρει σε όλα με την Ταουγκρές και μέχρι που είχα αρχίσει να μαθαίνω και ισπανικά. Αλλά η δουλειά χάλασε την τελευταία στιγμή με τον Πανιώνιο…»
Τι δεν πήγε καλά στον Παναθηναϊκό;
«Δεν έμαθα ποτέ! Στα πρώτα φιλικά ο Ομπράντοβιτς με ξεκινούσε πεντάδα κι έπαιζα και καλά. Αλλά λίγο πριν αρχίσουν τα επίσημα παιχνίδια, πάμε σε ένα τουρνουά στην Κύπρο και σε μία, δύο, τρεις φάσεις που εγώ είχα την ευκαιρία να σουτάρω και δεν το έκανα, ενώ μου είχε πει να σουτάρω, στραβώνει πολύ άσχημα. Αρχίζει τα σέρβικα μπινελίκια που τα καταλαβαίναμε όλοι και εκείνη την ημέρα γυρνάει στον Ιτούδη και του λέει “αυτός τελείωσε, δεν πρόκειται να ξαναπαίξει!” Ήταν σαν να έπεσα στα… τάρταρα!»
Το άκουσες με τα αυτιά σου;
«Όχι! Μου το είπε ο Δημήτρης λίγο καιρό αργότερα! Με τον Ιτούδη είχα πολύ στενή σχέση, άλλωστε, από την κοινή θητεία μας στον Πανιώνιο. Μου λέει “δύσκολα τα πράγματα, άσε θα του μιλήσω κι εγώ, να γυρίσουμε στην Αθήνα και βλέπουμε!”… Ξεκινάει η σεζόν και είμαι τελείως στον πάγο. Δεν με κοιτάει καν ο Ομπράντοβιτς, δεν παίζω καθόλου στα διπλά των προπονήσεων, δεν συμμετέχω σε τίποτε στην ομάδα και ουσιαστικά είμαι σαν ξένο σώμα. Αυτό διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες και λίγο πριν τα Χριστούγεννα, από την στενοχώρια μου για όλη αυτή την κατάσταση, που δεν καταλάβαινα τι γίνεται, έπαθα λοιμώδη μονοπυρήνωση.»
Μου κάνει εντύπωση αυτό που λες, χωρίς να το αμφισβητώ και το λέω αυτό γιατί ο “Ζοτς” είχε την φήμη ενός χαρακτήρα που ήταν ακριβοδίκαιος και ευθύς με τους παίκτες του…
«Τότε ήταν στους πρώτους μήνες του στον Παναθηναϊκό και ήταν αρκετά ανασφαλής, ενώ και το κλίμα ήταν λίγο στραβό. Είχε μαλώσει με τον Αλβέρτη στα αποδυτήρια της Δάφνης και είχαμε όλοι φοβηθεί για το ποια θα ήταν η εξέλιξη αυτής της κόντρας. Δεν είχε ακόμη αποκτήσει τα πατήματά του, ούτε είχε καθιερωθεί ως ο κορυφαίος Ευρωπαίος προπονητής όλων των εποχών. Υπήρχε γενικότερα μία κρίση στα ενδότερα της ομάδας. Ήταν το περιστατικό με τον “Φράγκι”, υπήρχε μία αμφιβολία για το αν ο Ρέμπρατσα μπορούσε να σηκώσει το βάρος της μετεγγραφής και του συμβολαίου σε έναν τόσο ισχυρό σύλλογο. Ήταν μεγάλη η ανακατωσούρα γιατί οι προσδοκίες ήταν τεράστιες και ο,τιδήποτε λιγότερο από το Final 4 και το πρωτάθλημα θα ήταν αποτυχία. Σε ένα τέτοιο κλίμα, ήταν αδύνατον για τον Ομπράντοβιτς να ασχοληθεί μαζί μου…»
Εσύ δεν προσπάθησες να του μιλήσεις;
«Το έκανα στην αρχή της προετοιμασίας. Και έδειξε μεγάλη κατανόηση και δοτικότητα, λέγοντάς μου ότι “καταλαβαίνω, είναι δύσκολο για σένα, γιατί από μία ομάδα που ήσουν star έρχεσαι σε μία άλλη που θα είσαι ρολίστας. Μην ανησυχείς, βήμα-βήμα, θα τα στρώσουμε όλα!”… Η σχέση μας δηλαδή άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς. Σε ένα τουρνουά στο Βελιγράδι με έβαλε πεντάδα και με χρησιμοποίησε 25 λεπτά, είχα παίξει πολύ καλά σε ένα άλλο φιλικό στο Τρεβίζο, όπου μου είχε αποδώσει τα εύσημα και ξαφνικά έρχεται η Κύπρος και “μαυρίζουν” όλα. Πραγματικά, ακόμη και τώρα που μιλάμε, δεν έχω ξεκάθαρη εικόνα του τι έφταιξε. Προσπάθησα να τον ξαναπροσεγγίσω αρκετές φορές και θυμάμαι τον Ιτούδη να μου λέει “‘όχι τώρα, όχι τώρα”. Με αυτό το “όχι τώρα”, βγήκε η ομάδα από την κρίση με εμένα τελείως παραγκωνισμένο και στα τέλη Δεκεμβρίου άρχισα να ψήνομαι στον πυρετό.»
Θεωρείς ότι αυτό το έπαθες από την στενοχώρια σου;
«100%! Επί δύο μήνες είχα 40 πυρετό και νοσηλευόμουν στο “Υγεία”, χωρίς να μπορούν να βρουν τι έχω! Μπήκα 110 κιλά στεγνός και μυώδης και βγήκα στα 95! Νομίζω ότι το συναπάντημα με τον Ομπράντοβιτς ήταν η απόλυτα κακή συγκυρία. Είναι αυτό που λέμε ότι όταν ξεκινάει κάτι στραβά, θα σου πάνε όλα στραβά!»
Λύθηκε ποτέ η παρεξήγηση; Μιλήσατε;
«Κάποια στιγμή σε αυτό το δίμηνο της νοσηλείας, με επισκέφτηκε στο “Υγεία”. Ήρθε, με είδε. Εντάξει δεν μπορώ να πω ότι ήταν μέσα στην τρελή χαρά, αλλά συζητήσαμε για λίγο, μου ευχήθηκε περαστικά και μου είπε ότι θα με περιμένει να γυρίσω. Εγώ έκανα τιτάνια προσπάθεια να επανέλθω, μου έδωσε χρόνο συμμετοχής σε 2-3 αγώνες και πήγα καλά κι εκεί που έχω αρχίσει να πιστεύω ότι η κατάσταση στρώνει, έρχεται ένας ματς με το Μαρούσι στο ΟΑΚΑ, ξεκινάω πεντάδα και χάνουμε. Αυτό ήταν, την πλήρωσα τελειωτικά. Μέχρι το τέλος της σεζόν ήμουν εκτός 12άδας και φυσικά αποχώρησα στο τέλος της χρονιάς.»
Δεν σου εξήγησε ποτέ αν έκανες κάτι λάθος;
«Όχι! Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ επ’ αυτού. Όποτε παίζαμε αντίπαλοι χαιρετιόμαστε με σεβασμό και έξω τον είχα δει πολλές φορές και λέγαμε τα νέα μας, αλλά επί του συγκεκριμένου θέματος, δεν μου είπε ποτέ τίποτε.»
Αυτός, επομένως, ήταν ο λόγος που έμεινες μόνο έναν χρόνο στον Παναθηναϊκό;
«Εννοείται και ευτυχώς που είχα βάλει οψιόν στο συμβόλαιό μου, γιατί αν έμενα θα ήμουν πολύ δυστυχισμένος.»
Οπότε όταν ακούς για τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς ότι είναι ο καλύτερος προπονητής της Ευρώπης, τι λες;
«Εγώ δεν είχα πρόβλημα με τον προπονητή Ζέλικο, γιατί αυτός είναι πράγματι ο καλύτερος της Ευρώπης. Το δείχνουν όλα του τα αποτελέσματα. Το θέμα μου ήταν με την συμπεριφορά του ανθρώπου Ομπράντοβιτς ως προς το πρόσωπό μου. Και θα σου πω ότι στις περισσότερες ομάδες του, πάντα υπήρχε ένας παίκτης που τραβούσε όλα αυτά που τράβηξα εγώ. Αν δεν κάνω λάθος την επόμενη χρονιά, την ίδια αντιμετώπιση είχε ο Μπουντούρης…»
Το τέλος από τον Πανιώνιο και το «μαρτύριο» του… Ομπράντοβιτς
«Κανένας εκ των Διαμαντίδη και Σπανούλη δεν φαινόταν ότι θα αφήσει εποχή!»
Και κάπως έτσι άνοιξε το κεφάλαιο του Ηρακλή…
«Με φώναξε πάνω ο Δενδρινός την χρονιά που είχε βγει μπροστά ο Εμφιετζόγλου. Το ρόστερ είχε μεγάλη ποιότητα με Διαμαντίδη, Χατζηβρέττα, Παπαδόπουλος, Παπαϊωακείμ, Καράσεφ, Νάκιτς, Καμαριώτη και Σχορτσανίτη 16 ετών. Ήταν η σεζόν που μαζί με τον Παναθηναϊκό παίξαμε στην Suproleague, ενώ την επομένη ήρθε ο Πιλαφίδης, έφερε Μικ και Μπλάκνεϊ και βγήκαμε 4οι.»
Ο Διαμαντίδης δεν είχε ξεπεταχτεί ακόμη;
«Όχι και μάλιστα δεν φαινόταν ότι μπορούσε να αφήσει εποχή! Ήταν ένα αμούστακο παιδάκι τότε, που είχε έρθει από την Καστοριά. Σιγά-σιγά, άρχισε να ξεδιπλώνει τις δυνατότητές του, μέχρι που τον είδε ο Ομπράντοβιτς, τον πήρε στον Παναθηναϊκό και από ‘κει και μετά γράφτηκε ιστορία!»
Ο Σχορτσανίτης;
«Ο Σοφοκλης ήταν παίδας ακόμη. Αλλά είχε τρομερή φυσική δύναμη και παρ’ ότι ντροπαλός, άρχισε σιγά-σιγά να βγαίνει από το καβούκι του. Εγώ τον είχα από κοντά, όπως και όλους τους μικρούς, γιατί έτσι είχα μάθει από τον Φάνη, που έκανε το ίδιο με τους μικρούς στον Πανιώνιο.»
Και μετά από δύο χρόνια γίνεσαι κάτοικος Καισαριανής και φοράς την φανέλα της Νήαρ-Ηστ…
«Η συμφωνία μου με την Νήαρ-Ηστ προέκυψε ως διέξοδος και ως λύση ανάγκης, γιατί τότε δεν έβρισκα ομάδα. Συν τοις άλλοις μου έδινε την ευκαιρία να γυρίσω στην Αθήνα. Πριν καν τελειώσει εκείνη η χρονιά κι ενώ ο Παναγιώτης Γιαννάκης είχε αναλάβει ήδη την τεχνική ηγεσία της ομάδας, το Μαρούσι μου ανοιγόκλεινε το μάτι.»
Και του το έκλεισες κι εσύ το επόμενο καλοκαίρι. Εκεί άλλωστε έκλεισες και την καριέρα σου το 2007…
«Ήταν η μετά Αλεξανδρή εποχή στο Μαρούσι, όπου με Γιαννάκη και φυσικά χάρη στην οικονομική επιφάνεια της οικογένειας Βωβού, τότε, μπήκαν οι βάσεις για να φτάσει η ομάδα μέχρι και την Euroleague. Όσο ήμουν εγώ, φτάσαμε μέχρι και τον τελικό του Final 4 στο Καζάν για το FIBA Europe League. Με Σπανούλη, Μπλάκνεϊ, Αγαδάκο, Νικολαϊδη, Χάντσον, τους Σέρβους Σμίλιανιτς και Πόποβιτς και τον Κροάτη τον Γκργκάτ. Συνολικά έπαιξα τέσσερα χρόνια και κάποια στιγμή έγινα και αρχηγός. Τρία με τον Γιαννάκη και από μισό χρόνο με Κακιούση και Ντάρκο Ρούσο.»
Ο Σπανούλης πως ήταν τότε; Φαινόταν ότι θα γίνει αυτό που έγινε;
«Ούτε αυτός φαινόταν ότι θα φτάσει τόσο ψηλά. Ήταν ένας πολύ διεισδυτικός παίκτης, μπουκαδόρος με εκπληκτική cross over και τρομερό πρώτο βήμα και είχε βγάλει πολλές φορές τα κάστανα από την φωτιά. Είχε δείξει πολλές φορές ότι διαθέτει ηγετικές ικανότητες και ήταν τσόγλανος με την καλή έννοια. Δεν καταλάβαινε τίποτε. Σαν να ήταν συνέχεια στο mute και να μην άκουγε τι γίνεται τριγύρω του. Το μόνο του μειονέκτημα ήταν στην οργάνωση του παιχνιδιού. Με την μετεγγραφή του στον Παναθηναϊκό, έκανε το μεγάλο ξεπέταγμα και μετά πήγε στον Ολυμπιακό, όπου πλέον τρύπησε το ταβάνι του.»
Πόσα χειρουργεία έκανες συνολικά;
«Τέσσερα στα πόδια κι ένα στο χέρι. Έναν χιαστό, δύο μηνίσκους κι έναν καθαρισμό από μικρόβιο, από τον οποίο έκοψα το μπάσκετ στα 31 μου!»
Τι συνέβη;
«Από μία επέμβαση ρουτίνας κατέληξα στην σύνταξη. Λόγω του μικροβίου, έπρεπε να μείνω για πολύ καιρό στο σπίτι και να παίρνω ενδοφλέβια αντιβίωση για να καθαρίσει το πόδι και όταν προσπάθησα να επανέλθω στις προπονήσεις, δεν τα κατάφερα. Τότε ήταν που μου είπε ο γιατρός να σταματήσω για να μην αντιμετωπίσω πρόβλημα μετέπειτα. Ακόμη και τώρα, κάποιες φορές το πόδι μου πρήζεται…»
Πως είχε ηχήσει στα αυτιά αυτή η ιατρική προτροπή;
«Πολύ άσχημα! Σαν ένας “βιασμός”! Γιατί δεν είχα αποφασίσει μόνος μου ότι θα σταματήσω. Υποχρεώθηκα να το κάνω. Αλλά κάθε εμπόδιο για καλό δεν λένε; Έμεινα ένα-δύο χρόνια που ήμουν σαν σκιά του εαυτού μου, γιατί δεν είχα προετοιμαστεί για την επόμενη μέρα. Ξαφνικά εκεί που όλοι γύριζαν γύρω από το μπάσκετ, αισθανόμουν άρνηση ακόμη και να δω στην τηλεόραση μπάσκετ.»
Πως το ξεπέρασες;
«Όταν γεννήθηκε η κόρη μας, αποφασίσαμε με την γυναίκα μου να μετοικήσουμε στο χωριό της και ουσιαστικά εμείς τραβήξαμε τα πεθερικά μου κι εκείνοι εμάς. Αυτή η αλλαγή περιβάλλοντος ήταν η πλέον ενδεικτική για μένα.»
Που πήγατε δηλαδή;
«Σε ένα μικρό χωριό έξω από τις Σέρρες, στο Δαφνούδι, όπου εκεί αρχίσαμε τη νέα μας ζωή. Να φανταστείς ότι για 3 χρόνια δεν είχα δει ούτε αγώνα στην τηλεόραση. Τον πρώτο καιρό εκεί άρχισα να δειλά-δειλά να ανακτώ την επαφή μου με το άθλημα και μετά από λίγο διάστημα ανέλαβα τις ακαδημίες ενός μικρού συλλόγου, του Ορφέα Νέου Σκοπού και με την βοήθεια του δημάρχου, Δημήτρη Νότα, που είχε μεγάλη όρεξη, ένωσα τις δυνάμεις μου με την δουλειά που είχαν ήδη κάνει τα αδέρφια Γαβανόζη και μπήκα στην προπονητική. Οργανώσαμε αρκετά τουρνουά, βάλαμε τα τμήματα υποδομής σε μία πιο σύγχρονη δομή λειτουργίας και γενικά εντάξαμε τον Ορφέα στον μπασκετικό χάρτη. Νομίζω ότι όλα τα παιδιά που συμμετείχαν στο πρόγραμμα πέρασαν όμορφες στιγμές και παράλληλα έκανα τα πρώτα μου μπασκετικά βήματα ξέχωρα από την ιδιότητα του παίκτη.»
Πάνω μείνατε οικογενειακά κάτι περισσότερο από μία δεκαετία και εδώ και έναν χρόνο και κάτι επιστρέψατε στην Αθήνα και πλέον οργανώνεις τα “Karagkoutis Camps”, σωστά;
«Ουσιαστικά πρόκειται για την συνέχιση των camps που οργάνωνα στις Σέρρες, τα οποία πλέον θέλω να εξαπλώσω σε όλη την Ελλάδα. Μαζί με τη γυναίκα μου, έχουμε ιδρύσει μία εταιρία την “Baseline Events” που “παντρεύει” την διοργάνωση εκδηλώσεων των camps και των τουρνουά με τον αθλητικό τουρισμό. Έχουμε ήδη κλείσει κάποιες δουλειές για το Πάσχα και το καλοκαίρι και Θεού θέλοντος και κορονοϊού επιτρέποντος, ελπίζουμε να πάμε καλά.»
Κλείνοντας αυτή την μεγάλη συζήτηση-συνέντευξη, είσαι και γονιός δύο αθλητών. Ο γιος σου, ο Ιάσωνας, παίζει μπάσκετ και η κόρη σου, η Δωροθέα, παίζει βόλεϊ.
«Είχα την χαρά και είχα τον Ιάσωνα μαζί μου στα πρώτα του βήματα. Όταν πλέον μεγάλωσε και δεν ήταν σωστό να ταυτίζεται ο ρόλος του μπαμπά και του προπονητή, ψαχτήκαμε τι μπορούμε να κάνουμε για να πάει σε κάποια άλλη ομάδα. Στην αρχή πηγαινοερχόμαστε στην Θεσσαλονίκη στην ακαδημία του Νίκου Χατζηβρέττα (σ.σ.: ΔΕΚΑ), μέχρι που μας έκλεισε η πανδημία και επειδή υπήρχε η επιθυμία να ασχοληθώ πιο επαγγελματικά με τα events, αποφασίσαμε να κατέβουμε οικογενειακώς στην Αθήνα γιατί εδώ θα υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες. Ο μικρός επέλεξε από μόνος του να πάει στο Περιστέρι και αυτή τη στιγμή στέκομαι δίπλα του στα πρώτα του βήματα.»
Ως πρώην επαγγελματίας αθλητής και γονιός εκκολαπτόμενου αθλητή, πως βλέπεις τους σημερινούς γονείς και την επίδραση στα παιδιά τους, ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στον αθλητισμό της εποχής μας;
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο συγκεκριμένο κομμάτι είναι η έλλειψη σταθερότητας όσον αφορά στο περιβάλλον που επιλέγει ο εκάστοτε γονέας για την άθληση του παιδιού του. Στην αρχή της συζήτησης σου είπα ότι στην εποχή μου, δεν άλλαζε κάποιος εύκολα ομάδα. Ειδικά στα παιδικοεφηβικά. Τώρα, ισχύει το ότι φέτος είμαι στον Πανιώνιο, του χρόνου πάω στον Ολυμπιακό και του παραχρόνου έχω κλείσει στον Παναθηναϊκό. Και φτάνεις 18 χρονών και έχεις γυρίσει έξι ομάδες. Δεν είναι σταθερότητα αυτή. Ένα πράγμα που πρέπει να κοιτάξουμε εμείς οι γονείς, λοιπόν, είναι να εξασφαλίσουμε την σταθερότητα στο περιβάλλον. Το δεύτερο είναι να δείξουμε εμπιστοσύνη στους προπονητές των παιδιών και να μην παρεμβαίνουμε στο έργο τους και το τρίτο και πιο σημαντικό, είναι να εμπιστευτούμε το ίδιο το παιδί μας και να το αφήσουμε να «κολυμπήσει» μόνο του στα βαθιά νερά. Το καλό του κορονοϊού είναι ότι έχει απομακρύνει όλους εμάς από τις προπονήσεις και τα φιλικά και βλέπουμε μόνο τους λίγους αγώνες που έχουν γίνει τα δύο τελευταία χρόνια. Το πρώτο και μοναδικό πράγμα που με ενδιαφέρει όταν γυρνάει ο γιος μου από την προπόνηση, είναι αν πέρασε καλά. Τώρα, το που θα φτάσει δεν το ξέρει και δεν μπορεί να στο πει κανένας.»
Comments