Με έναν «κανονικό προπονητή» και «κανονικό ρόστερ», έρχονται κάποια στιγμή και τα «κανονικά αποτελέσματα»
Κάπως «τα έφερε καλά η ζωή» στον Ρουί Βιτόρια: ανέλαβε τον Παναθηναϊκό αγωνιστικά και ψυχολογικά τραυματισμένο, με ένα σωρό κακά αποτελέσματα στην πλάτη, χαμηλά στη βαθμολογία και χωρίς νίκη στο Conference. Αλλά τον παρέλαβε με ένα αναξιοποίητο μεν, ποιοτικό δε ρόστερ, με παίκτες «από το πάνω ράφι», με μεταγραφές πολλών εκατομμυρίων, ένα υλικό που απλά έπρεπε να δουλευτεί και να μπει σε μια τάξη., Επιπλέον ο Βιτόρια είχε την τύχη να αναλάβει την ομάδα σε μια περίοδο όπου ντέρμπι δεν υπήρχαν στα «προσεχώς». Υπήρχαν παιχνίδια «πονηρά» εντός έδρας, υπήρχαν δύσκολες εξορμήσεις στην περιφέρεια – εκεί όπου όποιος σκοντάφτει, χάνει σημαντικό έδαφος, υπήρχε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό «πρέπει» αλλά ντέρμπι δεν υπήρχαν.
Ο Βιτόρια την ομάδα τη νοικοκύρεψε, της έδωσε ταυτότητα, πρώτα έφτιαξε το πίσω – ώστε να μην τρώει εύκολα γκολ – και στη συνέχεια δούλεψε το μπροστά. Και κάπως έτσι ο Παναθηναϊκός, έστω και δύσκολα, έστω και ένα γκολ, έστω και με γκολ στο τέλος των αγώνων, κατάφερε να χτίσει ένα σερί νικών, να φτιάξει το κέφι του, να βελτιώσει τη βαθμολογική του θέση και να συνεχίσει στην Ευρώπη. Όχι και μικρό επίτευγμα, αν αναλογιστούμε πού ήταν ο Παναθηναϊκός πριν λίγους μήνες – βαθμολογικά, αγωνιστικά, ψυχολογικά – και πόσο γκρίνια υπήρχε από τον κόσμο, που σε αρκετές περιπτώσεις πήγαινε στο γήπεδο πρωτίστως για να «διαμαρτυρηθεί» για την εικόνα της ομάδας και όχι για να στηρίξει.
Και μετά, ήρθε το πρώτο ντέρμπι…
Στο πρώτο του ντέρμπι, ο Ρουί Βιτόρια, ο «αλλά δεν έχει κερδίσει ντέρμπι ακόμα», κέρδισε τον ΠΑΟΚ με μια εμφάνιση πειστική, ακόμα κι αν χρειάστηκε να μπει το νικητήριο γκολ στο τέλος του αγώνα. Διότι ο ίδιος διατήρησε την ψυχραιμία του – και κατ’ επέκταση και οι παίκτες του – παρόλο που ο ΠΑΟΚ έβαλε ένα γκολ μόλις στο δεύτερο λεπτό. Οι εντολές του ήταν «ψυχραιμία» και «επιμονή στο πλάνο», αφού είχε διαβάσει την αμυντική αδυναμία του ΠΑΟΚ στο κέντρο της άμυνάς του και εκεί ακριβώς στόχευσε: ο Ιωαννίδης πολύ σύντομα σκόραρε, έφερε το ματς σε ισορροπία και επέτρεψε στον Παναθηναϊκό να κάνει το παιχνίδι του και να ψάξει το δεύτερο γκολ χωρίς πανικό ή βιασύνη.
Την ίδια ψυχραιμία επέδειξε ο Βιτόρια και στο κοουτσάρισμα του ματς: όταν ο ΠΑΟΚ έμεινε με 10 και κλείστηκε στο καβούκι του, οι περισσότεροι θα στοιχηματίζαμε το ένα μας νεφρό ότι ήταν θέμα χρόνου να βγει ένα χαφ και να προστεθεί ο Γερεμέγεφ, ώστε ο Παναθηναϊκός να έχει περισσότερο κόσμο στην αντίπαλη περιοχή και να ψάξει το γκολ μέσα από σέντρες. Επειδή όμως ο Βιτόρια είναι προπονητής κανονικός, με δίπλωμα, σε αντίθεση με τα εκατομμύρια «προπονητών της εξέδρας», επέλεξε να βάλει ένα παραπάνω χαφ που να πατάει περιοχή, να δώσει κίνηση έξω από την αντίπαλη περιοχή, παίκτες που να γίνονται έξτρα επιθετικοί χωρίς να τους έχει «χρεωθεί» κάποιος αντίπαλος, ώστε να μπορέσει να διασπάσει μια πολυπρόσωπη, καλά οργανωμένη και ψηλή άμυνα, που έδειχνε να μην έχει κανένα πρόβλημα να αναχαιτίζει τις σέντρες. Έτσι ήρθε το γκολ του Ουναϊ, με γρήγορο passing-game, με εναλλαγή της μπάλας σε μικρό χώρο και μια πινελιά από την τεράστια ποιότητα του Μαροκινού.
Γιατί τόση κουβέντα για κάτι τόσο ξεκάθαρο;
Ο Παναθηναϊκός ήταν ξεκάθαρα καλύτερος σε όλο τον αγώνα – και όσο έπαιζαν 11 εναντίον 11 και όσο έπαιξε με παίκτη παραπάνω. Για να είμαστε ακριβείς, περισσότερο ταλαιπωρήθηκε μετά την αποβολή του Μπάμπα, παρά όσο υπήρχε αγωνιστική ισορροπία και οι λόγοι γι’ αυτό είναι ξεκάθαροι: ο Παναθηναϊκός έχει – ακόμα – δυσκολία απέναντι σε πολύ κλειστές άμυνες και ο ΠΑΟΚ, όταν έμεινε με 10 κλείστηκε στο 1/3 του γηπέδου και δεν έδωσε καθόλου χώρους, σε αντίθεση με τα πρώτα 60 λεπτά που δοκίμαζε αραιά και πού να βγει μπροστά και έδινε τη δυνατότητα στους «πράσινους» να πάνε σε γρήγορη μετάβαση και να δημιουργήσουν ευκαιρίες.
Οι τελικές λοιπόν ήταν 18-3. Η μοναδική στιγμή του ΠΑΟΚ, πέρα από το γκολ, ήταν μια διπλή ευκαιρία με Ζίβκοβιτς – Τάισον, από ένα κλέψιμο πάνω στον Τετέ στη μεσαία γραμμή. Τα γκολ του Παναθηναϊκού ήταν πεντακάθαρα και πολύ όμορφα. Οι τελικές του ήταν ξεκάθαρες – η ποιότητα του Κοτάρσκι κράτησε το σκορ τόσο χαμηλά. Και η αποβολή του Μπάμπα ήταν αδιαμφισβήτητη. Όλα αυτά συνηγορούν στο να μην υπάρχει η παραμικρή κουβέντα για οτιδήποτε μη ποδοσφαιρικό μετά το παιχνίδι.
λλά επειδή ζούμε στη χώρα που ζούμε κι επειδή η γκρίνια του σήμερα σημαίνει ενδεχομένως μια «καλύτερη αντιμετώπιση» του αύριο, όπως θα έλεγε κανείς ότι έγινε στο Αγρίνιο, κάποιοι ανακάλυψαν λόγους να βάλουν τη διαιτησία στην κουβέντα. Για ένα φάουλ στο 80’ που δεν άφησε πλεονέκτημα, για μια κίτρινη που δεν δόθηκε στον Μπακασέτα και για μια κόκκινη στον πάγκο του ΠΑΟΚ. Για τέτοια «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» έγινε λόγος, σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα, να βρεθούν ένοχοι και εξωγενείς παράγοντες που δεν υπάρχουν και να φτιαχτεί κλίμα για τη συνέχεια. Ένα κλίμα που υπονοεί όχι απλά μεροληπτική αντιμετώπιση κατά του ΠΑΟΚ, αλλά κυρίως ευνοϊκή αντιμετώπιση υπέρ του Παναθηναϊκού, μιας ομάδας δηλαδή που δεν έχει πάρει μισό σφύριγμα ούτε φέτος, ούτε τα τελευταία χρόνια, που δεν έχει καμία επιρροή σε ΕΠΟ, ΚΕΔ, ΕΠΣ ή Σούπερ Λίγκα και που προφανώς ενοχλεί πολύ που ξεπέρασε την κρίση, στάθηκε στα πόδια της, είναι ψηλά στη βαθμολογία και προχωρά, με μοναδικό της όπλο την αγωνιστική της εικόνα.
Comments