Μετά το πέρας επτά αγωνιστικών ο Παναθηναϊκός βρίσκεται στο -7 από την κορυφή, έχοντας βγάλει όλα τα ντέρμπι του πρώτου γύρου χωρίς νίκη, αλλά επί της ουσίας αυτό που πληρώνει είναι τις πρώτες αγωνιστικές και το «delulu» του -πρωτάρη στο ελληνικό πρωτάθλημα- Ντιέγκο Αλόνσο στις αρχές.
Οι βασικοί ανταγωνιστές δεν έχουν παίξει πάνω από ένα μεταξύ τους ντέρμπι, ο Παναθηναϊκός έδωσε δύο εκτός έδρας κι ένα στο ΟΑΚΑ.
Αγωνιστικά δεν έδειξε να υπολείπεται έναντι κανενός εξ αυτών για να θεωρήσει κάποιος ότι έχει ποιοτικό χάντικαπ να καλύψει για να τους φτάσει. Στο όριο ήταν και τα τρία ντέρμπι από πλευράς εικόνας.
Βαθμολογικά, δεν του έχουν κοστίσει τόσο οι ισοπαλίες με τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ ούτε η ήττα από την ΑΕΚ στην «OPAP Arena», όσο η ήττα-χαρακίρι στην πρεμιέρα από τον Αστέρα Τρίπολης και η σοκαριστική ισοπαλία με την Athens Kallithea.
Τότε που ο Αλόνσο δεν ήξερε πού πατούσε και πού βρισκόταν. Ούτε την ομάδα του γνώριζε, όσον αφορά την ιεράρχηση των παικτών και το ροτέισον όταν έλειπαν οι βασικοί, για ανάσες ενδιάμεσα απ’ τα προκριματικά της Ευρώπης, χρίζοντας για παράδειγμα τον Ζέκα βασικό κόντρα στον Αστέρα.
Ούτε το ελληνικό πρωτάθλημα και τις ιδιαιτερότητές του. Ελεγε ότι ήταν καλά προετοιμασμένος ο Ουρουγουανός, όμως είναι άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη.
Από την εικόνα αποσύνθεσης στη Λεωφόρο με την Καλλιθέα, που ακολούθησε τον μικρό ποδοσφαιρικό άθλο της πρόκρισης επί της Λανς στο κατάμεστο ΟΑΚΑ, και μετά, ο Παναθηναϊκός έχει δείξει μία μικρή βελτίωση. Μικρή, αλλά σταθερή.
Οι πολλές γιόμες προς την επίθεση έχουν μειωθεί, αλλά δεν έχουν εξαλειφθεί κι ούτε πρόκειται να εξαλειφθούν , από τη στιγμή που ο Αλόνσο θέλει να παίξει άμεσα και να μετατρέψει τον Παναθηναϊκό σε ομάδα επιθετικού τρανζίσιον. Μία ομάδα γρήγορων αντεπιθέσεων, όπως θα έλεγαν παλαιότερα.
Η μπάλα κυκλοφορεί κάπως καλύτερα και αυτό το είδαν τα μάτια μας ξεκάθαρα στο ντέρμπι του ΟΑΚΑ, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο όταν υπήρχε κανονικό 9άρι (Ιωαννίδης) για να ακουμπήσει ή να προωθηθεί η μπάλα στο επιθετικό τρίτο, ακόμη και… ανορθόδοξα ή με διεκδικούμενες μπάλες.
Τεράστια η διαφορά με τον Σπόραρ που έχει πιάσει Limit down. Μάτια δεν έβγαλε ποτέ στον Παναθηναϊκό, αλλά με τον βασικό Σπόραρ της Εθνικής Σλοβενίας και των πρώτων δύο ετών του στο τριφύλλι, με 14 και 13 γκολ αντίστοιχα, ουδεμία σχέση έχει σήμερα. Ενα γκολ έβαλε με τον Λεβαδειακό κι αυτό ούτε που το χάρηκε…
Ο Σπόραρ είναι ξενερωμένος από το περυσινό φινάλε της σεζόν μέχρι και σήμερα. Ψυχολογικά είναι χάλια. Και για αυτό έχει ευθύνη και ο ίδιος ασφαλώς, αλλά και το κλαμπ. Από τη στιγμή που τον έκρινε, δίκαια ή άδικα δεν έχει σημασία, τρίτο στην ιεράρχηση των επιθετικών, πίσω από τον Γερεμέγεφ και πρώτο-πρώτο, μέχρι πρότινος, στη βιτρίνα των πωλήσεων.
Ο Παναθηναϊκός εξαρτάται ποδοσφαιρικά από τον Ιωαννίδη και πίσω απ’ αυτόν δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή 9άρι να στηριχθεί η ομάδα.
Το είχαμε εξ αρχής επισημάνει ότι θα είναι μέγα λάθος να μην αποκτηθεί επιθετικός το καλοκαίρι, η μεταγραφή του Μαμά Μπαλντέ δεν έκατσε στο 90′, καθώς προτίμησε τη Μπρεστ και τώρα ο Αλόνσο πρέπει να διαχειριστεί το πλήγμα της απουσίας του για δύο τουλάχιστον ματς, με ΟΦΗ, Τσέλσι, ίσως και Αρη.
Μέχρι τον Γενάρη, οπότε και θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένη την ενίσχυση στη γραμμή κρούσης της ομάδας, θα πρέπει να κάνουν το σταυρό τους στον Παναθηναϊκό να επιστρέψει υγιής και να μην τραυματιστεί ξανά ο Ιωαννίδης.
Πριν επιστρέψουμε στο ντέρμπι «αιωνίων» του ΟΑΚΑ, θεμιτό είναι να επισημάνουμε το αυτονόητο: Το πιο εύκολο πράγμα σε μία νέα ομάδα που φτιάχνεται, είναι να βρίσκεις αδυναμίες, κακώς κείμενα και προβλήματα. Εδώ έχουν ομάδες με ίδιο προπονητή τόσα χρόνια.
Πάμε παρακάτω. Ο Παναθηναϊκός στο πρώτο ημίχρονο ήταν κυρίαρχος. Δεν είναι δική μας διαπίστωση, αλλά του Μεντιλίμπαρ.
Για να κυριαρχήσει ο Παναθηναϊκός προφανώς κάτι έγινε σωστά. Ο Αλόνσο ήταν προετοιμασμένος για το πρέσινγκ που ασκεί ο Ολυμπιακός, στα μέτρα που το ασκεί, λίγο πριν το μεσαίο μπλοκ και με τις εντάσεις που το ασκεί και του έφεραν πέρυσι το Κόνφερενς και πρόσφατα το 3-0 επί της Μπράγκα.
Οχι μόνο απέφυγε τα λάθη (μόνο ο Λοντίγκιν έκανε ένα και πήγε να το πληρώσει), αλλά βγήκε αρκετές φορές ιδανικά από τα άκρα, κυρίως με Τζούρισιτς/Μλαντένοβιτς, αλλά και με Τετέ/Μπάλντοκ.
Στις καταστάσεις επιθετικού τρανζίσιον ήταν πολύ επικίνδυνος, ενώ χτύπησε από τα αριστερά περισσότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, παρότι στο άκουσμα της ενδεκάδας οι περισσότεροι, λογικά σκεπτόμενοι, «φοβόντουσαν» την ανασταλτική λειτουργία της πλευράς Τζούρισιτς/Μλαντένοβιτς.
Στην πράξη, ωστόσο, συνέβη το αντίθετο. Παρότι ο Μεντιλίμπαρ είχε δύο… δεξιούς μπακ στη συγκεκριμένη πλευρά, ο Ολυμπιακός υπέφερε από εκεί κι όχι ο Παναθηναϊκός.
Στο δεύτερο ημίχρονο ο Ολυμπιακός πήρε μέτρα μετά και την είσοδο στο ματς του Κωστούλα, που παρεμπιπτόντως έχει όλο το μέλλον μπροστά του, έκανε πράγματι δύο μεγάλες ευκαιρίες, αλλά δεν ήταν κυριαρχικός όσο ο Παναθηναϊκός στο πρώτο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, στο συγκεκριμένο διάστημα, ήταν ότι έπαιζε… χωρίς επιθετικό κορυφής.
Επιπλέον, δεν κατάφερε να βάλει στο παιχνίδι όσο θα έπρεπε τον Τετέ, ο οποίος όποτε βγήκε «ένας με έναν» με τον Ορτέγκα τον πήγαινε… βόλτες. Αυτό ήταν το κυριότερο και συνάμα εξόφθαλμο λάθος προπονητικά.
Επιπλέον, μάλλον φυσιολογικά, έπεσε σε απόδοση η αριστερή πλευρά. Σταμάτησε να προκαλεί ρήγματα όπως έκανε στο πρώτο ημίχρονο.
Ο οργανισμός του Τζούρισιτς δεν είναι συνηθισμένος να καλύπτει τέτοια μέτρα στο γήπεδο και να έχει τόσα πολλά τρεξίματα ως inside winger, για αυτό δεν αντέχει πάνω από 60 λεπτά.
Ο Μλαντένοβιτς πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είναι ο πιο βελτιωμένος παίκτης σε σχέση με τις αδυναμίες του, που τις γνωρίζουμε από πέρυσι, ίσως επειδή του έχει δείξει μεγάλη εμπιστοσύνη ο Αλόνσο.
Ως σταθερά, μεσοεπιθετικά, έμεινε ο καλύτερος φετινός Μπακασέτας, ο Ουναϊ έδειξε την κλάση του στη μοναδική καλή στιγμή του δευτέρου ημιχρόνου για τον Παναθηναϊκό, ενώ ο Πελίστρι έχει μία κάμψη στην απόδοσή του στα τελευταία ματς και δεν μπήκε ποτέ στο πνεύμα του ντέρμπι.
Στα επιμέρους προπονητικά ζητήματα, ο Παναθηναϊκός κυριάρχησε στις στατικές φάσεις και φάνηκε ότι είχε δουλέψει καλά εκεί ο προπονητής του, όχι μόνο επειδή υπερτερούσε σε ύψη αλλά και από τις κομπίνες που έβγαλε στα επιθετικά και τις καλές τοποθετήσεις στα αμυντικά στημένα. Πλην όμως η μπάλα στο… πλεχτό δεν μπήκε και πήγε στράφι η καλή του προετοιμασία.
Χωρίς τη μπάλα δεν υπήρχαν μεγάλα προβλήματα ανασταλτικά, από τη στιγμή που οι Πειραιώτες δεν βρήκαν κλεψίματα ψηλά και γενικά στο ματς απείλησαν κυρίως σε τρανζίσιον καταστάσεις στο δεύτερο ημίχρονο.
Με τη μπάλα, η μεταφορά της από την άμυνα προς το μεσαίο και επιθετικό τρίτο παραμένει προβληματική για το τριφύλλι. Υπάρχει πάντως βελτίωση. Μικρή μεν, εμφανής δε. Η αλλαγή θέσης του Ινγκσον (αριστερό στόπερ) με τον Γέντβαϊ (δεξί στόπερ) δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά περιόρισε αισθητά τα λάθη επειδή ο Ισλανδός, ειδικά όταν είναι με ανάποδο πόδι, δεν υπερτιμά τις ικανότητές του με τη μπάλα και είναι πιο συγκεντρωμένος και ώριμος πνευματικά από τον Κροάτη.
Αμφότεροι έκαναν πολύ καλό ντέρμπι και είχαν μόνο μία στιγμή αδράνειας στην κεφαλιά του Ελ Κααμπί στο 56’, όπως αρκετά καλός ήταν και ο Μπάλντοκ όσο είχε δυνάμεις, αναχαιτίζοντας μάλλον εύκολα τον Μαρτίνς.
Εάν κάποιος άξιζε να νικήσει στο ντέρμπι αυτός ήταν ο Παναθηναϊκός. Ηταν σαφώς ανώτερος στο πρώτο ημίχρονο, στο δεύτερο ο Ολυμπιακός πήρε την πρωτοβουλία κι έχασε δύο μεγάλες ευκαιρίες, δίχως ωστόσο να είναι κυρίαρχος.
Πάμε τώρα διαιτητικά. Οι τηλεκριτικοί πετάνε… αετό λες και είναι συντονισμένοι, εντός εκτός και επί τα αυτά, με τη διαφορά ότι δεν είναι καθαρά Δευτέρα.
Δεν χρειάζονται πρωτόκολλα και παντός είδους ειδικοί για να αντιληφθεί κανείς ότι ο Ρέτσος κατεβάζει τη μπάλα με πρόθεση λες και παίρνει ριμπάουντ, έχοντας γνώση ότι ο Τζούρισιτς είναι μπροστά του και κρύβει το οπτικό πεδίο όλων. Για αυτό και κανείς πράσινος δεν αντιδρά ακαριαία.
Εάν αυτό δεν συνιστά πλεονέκτημα στον αμυντικό και καραμπινάτη παράβαση, επειδή τα χέρια του δεν είναι ανοιχτά και θεωρείται ότι βρίσκονται σε φυσική θέση, τότε υπάρχει πρόβλημα αντίληψης.
Η μη παρέμβαση του VAR, σε αντίθεση με το πέναλτι που πήρε πίσω, στο μπουκέτο που είχε δεχθεί ο Βαγιαννίδης με τον Πανσερραϊκό, είναι άξια απορίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι ανάλογο φέτος και δεν είναι μόνο στα ελληνικά ματς. Ακόμα και στη Βοσνία με τη Μπόρατς, ο Μλαντένοβιτς δέχτηκε κλοτσιά «καράτε» κι ο αντίπαλός του δεν αποβλήθηκε. Με τον Αστέρα Τρίπολης μέτρησε γκολ που ήταν άκυρο και διαμορφώθηκε αποτέλεσμα. Για να μην θυμηθούμε τα ματς με τον Αγιαξ και τη Λανς.
Το πρόβλημα επίσης είναι διαχρονικό και δεν λύνεται με ανακοινώσεις. Οταν θέλεις να λέγεσαι επενδυτής οφείλεις να προστατεύεις την επένδυσή σου.
Ειδικά φέτος ο Αλαφούζος έχει εκτοξεύσει το μπάτζετ σε δυσθεώρητα ύψη και κάτι ουσιαστικό πρέπει να κάνει. Στην πράξη, όχι στα λόγια. Εκεί υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Οχι μόνο τώρα, την τελευταία δεκαπενταετία και βάλε. Κι αν δεν λυθεί θα γίνεται μονίμως μία τρύπα στο νερό.
Πηγή: sdna.gr
Comments