Πάλαι ποτέ ένα ακόμη παιδί – θαύμα της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας της Ντινάμο Ζάγκρεμπ, με παραστάσεις από το κορυφαίο επίπεδο και έχοντας πια αποσαφηνιστεί πως δεν μπορεί να είναι στο γήπεδο τίποτα άλλο παρά αυτό που θέλει να είναι, ένας δηλαδή κεντρικός αμυντικός ο Τιν Γεντβάι αποτελεί με τον τέταρτο δανεισμό της καριέρας του τον εκλεκτό του Παναθηναϊκού για την καρδιά της οπισθοφυλακής των “πράσινων”.
Δεκατρία παιχνίδια. Τόσα πήρε ο νιόφερτος στον Παναθηναϊκό Τιν Γέντβαϊ, έφηβος ακόμη, στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του στην Ντινάμο Ζάγκρεμπ στο δεύτερο μισό της σεζόν 2012-13.
Τόσα και έφταναν. Δεν χρειάζονταν παραπάνω. Η πασαρέλα των μόνιμων σχεδόν πρωταθλητών Κροατίας και η μηχανή που έχει στηθεί δεκαετίες από την οικογένεια Μάμιτς, την οικογένεια δηλαδή που τους διαφέντευε (και ολάκερο το ποδόσφαιρο της χώρας), έφτανε και περίσσευε.
Ούτε καν 17,5 χρονών, βασικός στους “μπλε”, με σερί επιτυχημένων εμφανίσεων στην καρδιά της άμυνας τους. ISO. Το αγόρασε, αμέσως με το που τελείωσε εκείνη η σεζόν η Ρόμα, παραβλέποντας το προφανές. Το πόσο δηλαδή άγουρος ήταν ακόμη ο teenager τον οποίο οι “τζαλορόσι” απέκτησαν έναντι 5 εκατ. ευρώ.
Μεγεθυντικός φακός, ενίοτε, η πασαρέλα της Ντινάμο. Είναι τέτοια η άνεση με την οποία διαφημίζει την πραμάτειά της, είναι το κάθε τι στο κροατικό ποδόσφαιρο προσαρμοσμένο ακριβώς σε αυτή τη λογική της προώθησης του οποιουδήποτε νέου, ταλαντούχου λανσαριστεί, που η αγορά δεν τσεκάρει διπλά και τρίδιπλα.
Βλέπει και τρέχει να προλάβει.
Εν προκειμένω, υπήρχαν μέχρι και τα… γονίδια. Ο πατέρας του, ο Ζντένκο, ήταν αυτός που πρωτοείδε να παίζει και του μπήκε το μικρόβιο, πρώτα για το ποδόσφαιρο και μετά για τη θέση. Στόπερ γαρ και δαύτος, μέλος της εντυπωσιακής Βέλεζ των τελών στα 80’s, Βόσνιος στην καταγωγή, από το Μόσταρ, μετακόμισε στην Κροατία με το ξέσπασμα του εμφυλίου και εκεί έκανε την οικογένειά του.
Το άλμα στη Ρώμη και η Λεβερκούζεν
Ολάκερη, μπαμπάς, μαμά και αδερφή, καλοκαίρι πια του ’13, μετακόμισαν στην Αιώνια Πόλη για να στηρίξουν τον ανήλικο ακόμη, αλλά επαγγελματία πλέον στο κορυφαίο των επιπέδων, Τιν. Το άλμα τεράστιο, έγινε γρήγορα αντιληπτό πως χρειάζονταν ένας ενδιάμεσος, εκπαιδευτικός σταθμός μιας και χρόνος για εκμάθηση και διδαχή στους Ρωμαίους (στον πάγκο τους τότε ήταν ο Ρούντι Γκαρσία) και στη Serie A, δεν υπήρχαν.
Τα πρόσφερε η πάντα δεκτική Λεβερκούζεν. Εκεί μπήκε με… χίλια, παίζοντας συνέχεια και ολοκληρώνοντας έτσι και την προωθητική διαδικασία, με την παρθενική του κλήση στην “χρβάτσκα” (ντεμπούτο 4/9/2014, κόντρα στην Κύπρο).
Η προοπτική, πλέον, επιβεβαιώνονταν και η Μπάγερ δεν έχασε χρόνο. Μόλις στο μισό της πρώτης χρονιάς του δανεισμού, πρόσφερε στη Ρόμα 7 εκατομμύρια και απέκτησε τον Κροάτη αμυντικό. Τότε το “κεντρικός” ήταν το επίθετο που τον συνόδευε. Αυτό που ήξερε έτσι κι αλλιώς, εκεί που ήθελε – και πάντα θέλει – να παίζει.
Από εκεί και πέρα όμως, σταδιακά αντικαταστάθηκε με ένα άλλο συνοδευτικό: πολυθεσίτης. Τραυματισμοί – τρεις διαδοχικοί στον μηρό, διόλου περίεργο σημείο για την, διαχρονική, διαδικασία εκγύμνασης στη Λεβερκούζεν… – τον άφησαν πίσω και μετά έπρεπε, αυτός πια, να τρέξει. Παίρνοντας χρόνο όπου του δίνονταν. Δεξιός μπακ, αριστερός μπακ, σπανιότερα ως και αμυντικός χαφ.
Ποτέ ξανά στις έξι σεζόν που πέρασε συνολικά στην BayArena δεν έκανε πιο γεμάτη από την παρθενική του εκεί. Μόνο στην… έβδομη, που αγωνίστηκε δανεικός στην Αουγκσμπουργκ (2020-21).
Σε αυτήν ισοσκέλισε και τον λογαριασμό, παίζοντας σχεδόν αποκλειστικά ως κεντρικός αμυντικός. Ενδεικτικό πως στα επτά του χρόνια στην Bundesliga, τα παιχνίδια που έπαιξε στη φυσική, στην αγαπημένη του θέση, στην καρδιά της άμυνας, ήταν ακριβώς μοιρασμένα με εκείνα που μετακόμισε στα δυο άκρα.
Ο Ράνγκνικ, η Λοκομοτίβ, ο Ρεμπρόβ και η παρ’ ολίγον επιστροφή στην Ντινάμο
Η Αουγσκμπουργκ είχε buy out 2 εκατομμυρίων. Δεν το εξάσκησε και έτσι ο Κροάτης “εγκλωβίστηκε” στο Λεβερκούζεν. Ξεπερνούσε μισθολογικά το εκατομμύριο – είχε κάνει δύο ανανεώσεις/αναπροσαρμογές (μπορεί να έχανε θέσεις στην ιεραρχία του rotation, αλλά πάντα αντιμετωπίζονταν ως επένδυση) –, παρέμενε σταθερός στις κλήσεις της εθνικής Κροατίας συμμετέχοντας στην αποστολή για το Euro 2016 και σε αυτήν της δευτεραθλήτριας κόσμου το 2018, οπότε πόνταρε στο ότι θα μπορούσε να γυρίσει το χαρτί.
“Κάηκε” όμως, μιας και η τελευταία του χρονιά επί γερμανικού εδάφους – με τον Πέτερ Μπος στα ηνία της Λεβερκούζεν – τον βρήκε να πατάει χορτάρι λιγότερο από 10 ώρες σε όλες τις διοργανώσεις (και μόλις σε 3 ματς στην Bundesliga) και έτσι να προσπερνιέται – αμετάκλητα από τότε – από τις επιλογές του εκλέκτορα Ντάλιτς στην “χρβάτσκα”.
Λίγους μήνες, ούτε πέντε (από Ιούλιο ως Νοέμβριο του ’21, οπότε και μετακόμισε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), θήτευσε ως αθλητικός διευθυντής της Λοκομοτίβ Μόσχας ο Ραλφ Ράνγκνικ. Ήταν αυτός όμως που πρόλαβε να λύσει τον γόρδιο δεσμό του Γεντβάι.
Τον γνώριζε από τη Γερμανία και αποτελώντας προσωπική επιλογή του, τον έφερε στη Μόσχα, προσφέροντας στον Κροάτη και χρήματα (1,2 εκατ. ευρώ ετησίως) και εγγύηση (τετραετές συμβόλαιο) και κυρίως μια ακόμη για το ρόλο που θα επωμίζονταν.
Διόλου τυχαίο πως στις πρώτες του δηλώσεις στους “σιδηροδρομικούς” (τον αγόρασαν έναντι ποσού κατά τι μεγαλύτερου των 5 εκατ.) ο Γεντβάι εκεί ακριβώς στάθηκε: στο ότι είχε… σιχτιρίσει που δεν αγωνίζονταν ως στόπερ.
Ο εμβληματικός για τη “Λόκο” συμπατριώτης του, Βέντραν Τσόρλουκα έκανε τις… συστάσεις, ορίζοντας τον ως διάδοχό του μιας και είχε μόλις κρεμάσει τα παπούτσια του και έτσι, τα πάντα πια έμοιαζαν ιδανικά.
Δεν κράτησαν για πολύ. Ο Ράνγκνικ έφυγε γρήγορα, ενώ στη συνέχεια ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα, επηρεάζοντας – μεταξύ άλλων – και το “άνοιγμα” που είχε κάνει η διοίκηση της Λοκομοτίβ για να επιστρέψει σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο ρωσικό πρωτάθλημα.
Το περασμένο καλοκαίρι, ο Γεντβάι επέλεξε να μην κάνει χρήση του δικαιώματος που έδωσε η FIFA στους “λεγεωνάριους” και παρέμεινε στη Μόσχα. Παντρεύτηκε την επί χρόνια σύντροφό του, Ντίνα Ντράγκιγια, ωστόσο η κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε. Συλλογικά, προσωπικά, κοινωνικά, οικονομικά.
Και πάλι λοιπόν έφτασε να γίνει επιβεβλημένη η αλλαγή περιβάλλοντος, με τη διέξοδο αυτή τη φορά, τον περασμένο Ιανουάριο, να την προσφέρει ο Σέρχι Ρεμπρόβ, ο οποίος πήρε τον Κροάτη στόπερ στα Εμιράτα, με την Αλ Αϊν να τον αποκτά δανεικό ως το τέλος της σεζόν, έχοντας και option αγοράς 5 εκατομμύρια.
Η αποχώρηση του Ουκρανού προπονητή οριστικοποίησε πως δεν θα εξασκούνταν. Δεν άλλαξε όμως και το στάτους του Γεντβάι στη Μόσχα, μιας και οι “σιδηροδρομικοί”, από τις αρχές Ιουνίου, ξεκαθάρισαν πως δεν βρίσκονταν στα (ανανεωτικά και οικονομικότερα…) πλάνα τους.
Η προ μερικών μόλις εβδομάδων αγορά (έναντι μισού εκατομμυρίου) έκτασης στο Ζάγκρεμπ και η δημοσιοποίηση της πρόθεσης του Γεντβάι να χτίσει εκεί πολυτελή κατοικία, φούντωσε τη σεναριολογία περί επαναπατρισμού του.
Και η αλήθεια είναι πως μια δεκαετία μετά τη φυγή από την Ντινάμο βρίσκονταν πολύ κοντά στην επιστροφή του. Πάρα πολύ κοντά. Το μπάσιμο όμως του Παναθηναϊκού, άλλαξε κυριολεκτικά στο παρά πέντε τα δεδομένα, άφησε τους “μπλε” στα κρύα του λουτρού και έντυσε τον 28χρονο αμυντικό στα “πράσινα” στον τέταρτο δανεισμό της καριέρας του.
Το βέβαιο είναι πως και εδώ ως στόπερ υπολογίζεται. Αυτό πια, είναι – επιτέλους – αδιαπραγμάτευτο μιας και από τη μετακόμιση στη Ρωσία και έπειτα, η περατζάδα του στην αμυντική γραμμή σταμάτησε, παίζοντας πλέον αποκλειστικά στην καρδιά της.
Όπως και τα ποδοσφαιρικά πρότυπά του, ο Κάρλες Πουγιόλ και ο Τιάγκο Σίλβα. Θέλει την ντουλάπα του γεμάτη και προσαρμοσμένη πάντα στην τελευταία λέξη της ομάδας, είναι σινεφίλ, δεν ξεχνάει τους συμμαθητές του από το αθλητικό γυμνάσιο του Ζάγκρεμπ (κολλητός του από τότε ο Μάρκο Πιάτσα), ονειρεύεται μια μεγάλη οικογένεια και διαρκώς όταν ερωτάται, εύχεται κανονικότητα.
Αυτήν αναζητά και στην Αθήνα.
Comments