0

Αν νομίζετε ότι το όνομά του είναι δύσκολο, πού να προσπαθήσετε να βάλετε και στην ίδια πρόταση τη γενέτειρά του. Λάζλο, Κσομπάνκα, Καζιντσμπάρτσικα και Κλαϊν(κλπ.) μάιν. Ο Παναθηναϊκός δεν τον αποκτά για ορθοφωνία, αλλά για να γίνει (και) ο δικός του ευλογημένος γιος.

Το χωριό του είναι μικρό. Δεν έχει να περηφανεύεται για πολλά, δεν έχει καν πολλά για να δείξει. Φτώχεια. Πολλή φτώχεια. Ένα σχολείο, το οποίο δεν είχε μέχρι πρόσφατα καν κουρτίνες. Έρανοι για πρόσφυγες που μερικές φορές καταλήγουν σε εκείνη την ίδια αίθουσα διδασκαλίας για να μοιραστούν στα παιδιά. Δάσκαλοι που προσπαθούν να δουν τη δουλειά τους ως λειτούργημα. Προσπαθούν να βρίσκουν τρικ για να μένουν τα παιδιά στο σχολείο, για να μην τα παρατήσουν νωρίς. Πριν μερικά χρόνια, για παράδειγμα, ένα κασκόλ της Λίβερπουλ έπεισε ένα ασυνεπή μαθητή να μην λείψει από την τάξη για έξι μήνες. Το ποδόσφαιρο είναι διασκέδαση. Είναι διέξοδος. Ο Ντέιβιντ, όπως είναι το όνομα του παιδιού, έπαιζε κάθε απόγευμα μπάλα με τον κολλητό του. Με τον Μπένεντεκ Κλάινχεϊσλερ. Τον Μπένι, ο οποίος στις 12 Νοεμβρίου του 2015 είδε τον αδερφό του να σκοράρει στην Νορβηγία και ξέσπασε σε κλάματα.

Αλλά πάλι, ποιος στην Ουγγαρία δεν ξέσπασε σε κλάματα εκείνο το βράδυ; «Πριν τις δώδεκα του Νοέμβρη, υπήρχε κανείς που να ξέρει το όνομα Λάζλο Κλάινχεϊσλερ; Όχι. Από εκείνο το ευλογημένο βράδυ στο Όσλο είναι ο γιος μας, ο αδερφός μας, ο φίλος μας, το αίμα μας». Εκείνο το ευλογημένο βράδυ στο Όσλο έγινε ο λόγος για να μάθει ο κόσμος και το όνομα του χωριού: Κσομπάνκα, ίσως και Σομπάνκα. Εκεί μεγάλωσε, στην Καζιντσμπάρτσικα γεννήθηκε και αν θέλετε, προσπαθήστε να τα βάλετε όλα σε μια πρόταση. Κλάιν μάιν, σωστά; Τι σημασία έχουν οι λεπτομέρειες, τα ονόματα και η ιστορία. Κι όμως, έχουν.

Στο χωριό των τριών χιλιάδων κατοίκων, ο Λάζλο δεν είχε παρά ελάχιστα εφόδια. «Με ενδιέφερε μόνο η μπάλα και το ποδόσφαιρο. Δεν είχαμε ρούχα, οι κάλτσες μου είχαν τρύπες, αλλά δε με ένοιαζε. Αρκεί να μπορούσα να παίζω ποδόσφαιρο. Ο πατέρας μου ξόδευε μέχρι και το τελευταίο κέρμα για να παίζω ποδόσφαιρο και ποτέ δε θα ξεχάσω τι έκαναν για μένα, ποτέ δε θα ξεχάσω από πού προέρχομαι». Ένα κομμάτι ψωμί ήταν το φαγητό του μετά το σχολείο, πριν φύγει για να παίξει. Ποιος να του το έλεγε ότι θα έφτανε η στιγμή να συγκινήσει ένα ολόκληρο έθνος. «Έπαιζα στο χωριό μου και δεν υπήρχε καν τέρμα τις περισσότερες φορές. Θυμάμαι τον εαυτό μου δεκατριών χρονών, δεν είχαμε πολλά ως οικογένεια, αλλά το μόνο που με ένοιαζε ήταν ότι μπορούσα να παίζω ποδόσφαιρο».

Έπαιξε με ένστικτο. Έπαιξε με ταλέντο. Στο σχολείο είχε, ήδη, αποτύχει. Ήταν ατίθασο παιδί. Αλλά όσοι τον έβλεπαν, αντιλαμβάνονταν ότι ήταν μια ποδοσφαιρική ευφυΐα. Ο Ντέτζσο Νόβακ τον ανακάλυψε. Τού έδωσε προοπτική. Τον ώθησε στο επόμενο βήμα. Κανείς, ωστόσο, ποτέ, δεν τον προετοίμασε για όσα θα έβρισκε μπροστά του.

Ο εκλεκτός γιος!

Ο Βίκτορ Όρμπαν δεν είναι γνωστός στο αθλητικό ρεπορτάζ. Όχι, τουλάχιστον, ευρέως γνωστός. Και γιατί να είναι, άλλωστε; Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας έχει απασχολήσει ουκ ολίγες φορές οργανισμούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα, έχει προκαλέσει παρεμβάσεις της διεθνούς αμνηστίας, έχει δεχθεί κατακραυγή για τις συντηρητικές θέσεις και πολιτικές του, αλλά δεν είχε εμπλοκή στον αθλητισμό. Πώς, λοιπόν, σχετίζεται με την περίπτωση του Λάζλο Κλάινχεϊσλερ; Ο άσος του Παναθηναϊκού ήταν κάποτε ο αγαπημένος του παίκτης. Ναι, ο Όρμπαν συχνά-πυκνά μιλούσε για τον Ούγγρο Πολ Σκόουλς, όπως είναι το παρατσούκλι του. Έπαιζε, άλλωστε, στην αγαπημένη του Βίντι. Και οι κακές γλώσσες θέλουν τον πρωθυπουργό να παρεμβαίνει και να απαιτεί το «πάγωμα» του Λάζλο, όταν αποφάσισε να μην ανανεώσει το συμβόλαιό του. Τον κατηγόρησε, μάλιστα, ότι απαιτεί ειδικά προνόμια.

Πριν το περίφημο ματς στην Νορβηγία, ο Λάζλο δεν υπήρχε πουθενά. Χρειάστηκε λίγη πίστη, και πολλή τρέλα για να αλλάξει η καριέρα του. Ίσως κανείς να μην τον γνώριζε σήμερα, αν ο Μπερντ Στορκ δεν τον καλούσε στην εθνική ομάδα για τα πλέι οφ του Euro 2016. Τον κάλεσε παρότι δεν είχε συμμετοχές. Τον έβαλε βασικό παρότι δεν έπαιζε καν στην ομάδα του. Ο Ούγγρος μέσος σκόραρε στο 26ο. Ήταν το ντεμπούτο του με την Εθνική ομάδα. Ήταν πεπρωμένο. Πεπρωμένο δικό του. Πεπρωμένος της Ουγγαρίας. Πεπρωμένο της δικαιοσύνης.

Μερικούς μήνες αργότερα και με τη Βιντεοτόν να κρατάει άκαμπτη στάση και να συνεχίζει να τον έχει εκτός ομάδας, ο Λάζλο υπογράφει με την Βέρντερ Βρέμης. Ονειρικό. Στα 22 του χρόνια έφευγε από έναν σύλλογο που του φέρθηκε με τον χειρότερο τρόπο για να παίξει στην bundesliga. Μόνο που ούτε σε αυτή την περίπτωση τον είχε προετοιμάσει κανείς. Το «χρυσό παιδί», ο εκλεκτός του πρωθυπουργού βρέθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διασύρεται από τα μέσα. Μεσολάβησε το άκρως τρελό κι απίθανο Euro, με την Ουγγαρία να φτάνει στους «16», αλλά να παραδίνεται στο Βέλγιο και ακολούθησαν τα προβλήματα στην Γερμανία.

Ο Λάζλο έγινε καθημερινό θέμα συζήτησης – βορά για τα ανθρωποφάγα μίντια στην εποχή της κοινωνικής δικτύωσης. Το θέμα ήταν (ή δεν ήταν) αν μπορούσε να συνεννοηθεί στην Γερμανία. Η Βέρντερ διέρρευσε ότι το πρόβλημα ήταν η επικοινωνία και του έδωσε πέντε μήνες διορία να μάθει τη γλώσσα. Ακολούθησε ο δανεισμός του στην Ντάρμσταντ, η επιστροφή του στην Ουγγαρία για την Φενεντσβάρος και όλη η παραφιλολογία για την οποία ποτέ ο ίδιος δε μίλησε. Μια παραφιλολογία που εν μέρει του έχουν προκαλέσει φοβία με τις κάμερες, τα μικρόφωνα και τους δημοσιογράφους.

«Όλα έγιναν χειρότερα για μένα όταν άρχισε ο κόσμος να μου επιτίθεται για τις γνώσεις μου στη γλώσσα, και κανείς ποτέ δε ρώτησε εμένα. Έμαθα γερμανικά και αγγλικά, έφτασα στο σημείο να μπορώ να καταλαβαίνω τα πάντα στα αποδυτήρια, και μπορώ να μπω σε μια τράπεζα και να εξυπηρετηθώ χωρίς να έχω πρόβλημα. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έπρεπε να με κοροϊδεύουν για κάτι τέτοιο».  

Η αλήθεια είναι ότι στην Ουγγαρία έμοιαζαν πάντα να ψάχνουν αφορμή. Μια κακή του εμφάνιση, ένα λάθος σε ένα παιχνίδι, ένα οποιοδήποτε ολίσθημα για να τον διασύρουν. Στην Αστάνα, όσο κι αν επικρίθηκε για την επιλογή του, κατάφερε να παίξει καλά. Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα όλων των εποχών στην ιστορία του συλλόγου και ίσως να μην έφευγε ποτέ, αν δεν είχε φιλοδοξίες και δεν είχε τόσο κρύο στο Καζακστάν. «Όταν έπεφτε η θερμοκρασία στους μείον είκοσι δεν μπορούσα ούτε στο τηλέφωνο να μιλήσω. Μετά από δέκα δευτερόλεπτα πάγωνε το χέρι μου».

Στην Κροατία ήταν που βρήκε ξανά την απόλυτη χαρά για το ποδόσφαιρο και τον εαυτό του. Ενδιάμεσα, από το 2017, είχε ξεκινήσει να προπονείται με δικό του γυμναστή και είδε κατευθείαν τεράστια διαφορά στο παιχνίδι του. Διαφορά που έκανε και στην Όσιγιεκ, διαφορά που θέλει να κάνει στον Παναθηναϊκό, διαφορά που θέλει να κάνει σε όποια ομάδα παίζει. Επειδή δεν ξεχνάει. Δεν ξεχνάει από πού προέρχεται και πόσο εύκολο είναι να τα χάσεις όλα.

«Όταν φεύγω από το γήπεδο είμαι γεμάτος σημάδια. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο και αυτή είναι η φύση μου. Οι οπαδοί μπορεί να φύγουν από το γήπεδο στο 70ο λεπτό, αλλά για μένα η μάχη κρατάει μέχρι το 90. Όλοι οι άνθρωποι δουλεύουν γεμάτο ωράριο στις δουλειές τους, κάποιοι δουλεύουν υπερωρίες. Μόνο έτσι αξίζει. Μόνο έτσι θέλω να παίζω».

Ίσως γιατί έτσι ονειρευόταν να παίξει και όταν ήταν παιδί. Στο χωριό. Στο σχολείο. Μια χρονιά κατάφερε και τα πήγε καλά στην τάξη. Ο δάσκαλος ήθελε να του πάρει ένα βιβλίο ως ανταμοιβή. Μια δασκάλα τον συμβούλεψε:

«Καλύτερα να του πάρεις μια μπάλα».

Έτρεξε κατευθείαν στην αυλή και άρχισε να παίζει… Κάποια στιγμή όλοι θα ήξεραν το όνομά του, όλοι θα μάθαιναν το χωριό του.

Για να μαθαίνετε πάντα πρώτοι την αθλητική επικαιρότητα, ακολουθήστε μας στη σελίδα μας στο GoogleNews στο Facebook στο Twitter στο Instagram

Παναθηναϊκός – ΑΕΚ 10-6: Τεράστια πρόκριση!

Previous article

«My name is Nick»: Το ντοκιμαντέρ για την πορεία του Γκάλη και το αποτύπωμά του στο ελληνικό μπάσκετ

Next article

You may also like

Comments

Leave a reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.