Λίγο πριν από τα 24 του θα παίξει μπάλα για τον Παναθηναϊκό – τουλάχιστον ως το καλοκαίρι. Αν ο Πολωνός Τιμοτέους Πούχατς δεν ήταν ποδοσφαιριστής, είναι πολύ πιθανό πως θα έκανε εντύπωση ως μουσικός της hip hop σκηνής. Αυτή είναι, πάνω-κάτω, η μέχρι τώρα πορεία της διπλής ζωής του.
Οι λεπτομέρειες της απόκτησης του Τιμοτέους Πούχατς από τον Παναθηναϊκό έχουν ήδη καταγραφεί στο SPORT24. Αρχικά ήλθε στον αφρό η συμφωνία του Τριφυλλιού με την Ουνιόν Βερολίνου για τον δανεισμό του, ακολούθως διέρρευσαν οι ρήτρες αγοράς του, με κανονική μεταγραφή το ερχόμενο καλοκαίρι και κατόπιν ήρθε στην Αθήνα για να ενταχθεί στις προπονήσεις.
Ο Πολωνός ακραίος μπακ, που στις 23 του Γενάρη θα συμπληρώσει 24 χρόνια απ’ όταν γεννήθηκε στην κωμόπολη Σουλεχόβ των 2.500 κατοίκων, έρχεται ως το απαραίτητο μπακ απ του Χουάνκαρ δεδομένων των πρόσφατων επιπλοκών στην υγεία του που εμφάνισε ο Γκάνεα από τον κορονοϊό. Είναι ο ποδοσφαιριστής που με βάση τα χαρακτηριστικά του επελέγη από τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς προκειμένου να χαρίσει νέα πνοή στην αριστερή πτέρυγα των πρασίνων, προσφέροντας παράλληλα οξυγόνο στον υπερφορτωμένο Ισπανό των 1.340 λεπτών στην τρέχουσα σεζόν.
Ο Πούχατς είναι ένας κλασικός αριστεροπόδαρος που όμως έχει δοκιμαστεί και στα δεξιά της άμυνας, χάρη στην ικανότητά του να τρέχει με την μπάλα, να συγκλίνει και ν’ απειλεί. Υπήρξε αρχηγός της εθνικής U20 που συμμετείχε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2019 με πρόκριση στα νοκ άουτ και μέλος της αποστολής των ανδρών στο EURO 2020 υπό τον Πάουλο Σόουζα, παίζοντας και στα τρία ματς του ομίλου (Σλοβακία, Ισπανία, Σουηδία).
Στο πρόσφατο Μουντιάλ του Κατάρ δεν πήγε, διότι στην Ουνιόν είχε μόλις τρεις παρουσίες εφέτος, λιγότερες των 200 λεπτών στο σύνολο τους, και ο (πρώην ομοσπονδιακός) Μιχνιέβιτς προτίμησε να ποντάρει αλλού.
Κατανοητό σε μεγάλο βαθμό, διότι από τα εφηβικά χρόνια του στις ακαδημίες της Λεχ Πόζναν που εντάχθηκε στα 14,5 και από τη μεσαία γραμμή μετατέθηκε στις πτέρτυγες, ο Πολωνός είναι ξεκάθαρα ένας ποδοσφαιριστής ρυθμού. “Τα δυνατά στοιχεία μου είναι η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα”, είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, εξηγώντας τον λόγο που επανατοποθετήθηκε ποδοσφαιρικά κι έκτοτε πορεύεται δίχως έξτρα μεταβολές.
Κάποιες φορές χρειάστηκε να καλύψει το φτερό της επίθεσης, αλλά σπανιότερα και όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη. “Για μένα είναι περισσότερο αμυντικός. Αν χρειαστεί να μεταφερθεί ψηλότερα, θα ανταποκριθεί, αλλά εγώ τον βλέπω ως μπακ”, υποστήριζε από την πλευρά του ο παλαίμαχος Μάρτσιν Ζεβλάκοφ, γιατί συνδύαζε δύναμη και εκρηκτικότητα μας.
Ο Πούχατς είναι και ράπερ
Ούτως ή άλλως ο Πούχατς προτιμά να μετρά τα βήματα από την αρχή του γηπέδου, να θέτει αυτός το τέμπο στον εαυτό του και όχι απαραίτητα ν’ ακολουθεί τα βήματα των άλλων. Το beat κυλά σαν ρυάκι αίμα του.
Όπως η hip hop μουσική και οι ρίμες που ξεπηδούν από το στόμα του. Έχει μονίμως μια ατάκα να πει. Το 2019 ηχογράφησε μάλιστα το πρώτο τραγούδι του.
Ήταν 20, έπαιζε δανεικός στην Κατοβίτσε και δεν αρνήθηκε την πρόσκληση να μπει στο στούντιο παρέα με τον επαγγελματία Γιαν Ραποβάνιε για να δώσει υπόσταση στους στίχους που είχε γράψει για πλάκα.
Σε αυτά τα τρία χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έκτοτε το “Kante”, τραγούδι με ποδοσφαιρική προέκταση αφού αναφέρεται στον Γάλλο Ενγκολό Καντέ, έχει αγγίξει σε προβολές τα τρία εκατομμύρια, με σταθερά ανοδικές τάσεις.
Το “κομμάτι” άρεσε εξ αρχής σε γνώστες του χώρου. Ήξεραν ότι παίρνει βελτίωση, αλλά έβγαζε χαρακτήρα, το εκτίμησαν από νωρίς. Ως “πιασάρικο” είχε περιγραφεί σε σχετικά σχόλια.
Το hype του όμως αυξήθηκε όταν ο Puszka, όπως συστήνεται ως ερασιτέχνης ράπερ, συνδέθηκε με την πραγματική, ποδοσφαιρική, ταυτότητά του. Όλοι μπήκαν να ψάξουν στοιχεία, ν’ ακούσουν τι είχε γράψει, πόσο καλά τραγουδά. Είχε συμμετάσχει σε συναυλίες και σε φιλανθρωπικές δράσεις ως ράπερ.
Η μητέρα του, καθηγήτρια στο επάγγελμα, ένιωθε εξ αρχής ντροπιασμένη, διότι οι στίχοι περιέχουν βωμολοχίες. “Δεν είμαι περήφανη για το τραγούδι του“, έλεγε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι “παιδιά με τέτοια ανατροφή και κουλτούρα λένε όλα αυτά“. Δεν είχε συνηθίσει τον γιο της να βρίζει, τρομοκρατήθηκε με την ιδέα του “τι θα πει ο κόσμος” ή του “πώς θα είμαι ξανά απαιτητική με τους μαθητές μου στο ζήτημα της γλώσσας“. Κι ας της εξήγησαν ότι πρόκειται για κάτι σύνηθες στον κόσμο της ραπ.
Ο πατέρας του Πούχατς ήταν πολύ πιο χαλαρός, αντιλήφθηκε το εγχείρημα ως μια νεανική τρέλα. Όπως δεν τον πείραξαν, ούτε αντέδρασε ποτέ, στα μεγάλα τατουάζ πάνω στο κορμί του γιου του.
Ο Πούχατς είναι πρώτα ποδοσφαιριστής
Η μουσική παραμένει η δεύτερη φύση του διεθνούς Πολωνού. Για την ώρα απενεργοποιημένη φύση, μια κι έχει δώσει βαρύτητα στην καριέρα του εντός γηπέδου. Είχε φοβηθεί κάποια στιγμή ότι η επιτυχία του τραγουδιού του μπορεί να φρενάρει την πορεία του, να γίνει τοίχος ανυπέρβλητος.
Ακουγόταν στ’ αποδυτήρια άλλων ομάδων και “άρχισαν να με συνδέουν περισσότερο με αυτό παρά με το ποδόσφαιρο“. Φρόντισε να πάρει τις αποστάσεις του, να αποτραβηχτεί, να επιλέξει τον δρόμο που ήθελε να πάρει και να αφοσιωθεί στην αποστολή του. Ανεξάρτητα από το αν συνέχισε να γράφει στιχάκια και να τ’ αφήνει στο συρτάρι ή να τ’ αποθηκεύει στον σκληρό δίσκο του υπολογιστεί.
“Θα ήθελα να ηχογραφήσω ξανά κάτι, αλλά δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Αν έχω πετύχει όσα θέλω στο ποδόσφαιρο, θα ήθελα να δοκιμάσω ξανά τις δυνάμεις μου στο ραπ“, απαντούσε σχετικώς το 2020, επιβεβαιώνοντας την αποκλειστική ταύτισή του με την μπάλα.
Έχοντας κάνει από τα 18 το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα της Λεχ Πόζναν, βοηθήθηκε πολύ από τον δανεισμό του στην Κατοβίτσε τη σεζόν 2018-19, παρά τον υποβιβασμό στη δεύτερη κατηγορία. Εκεί ανέκτησε την αυτοπεποίθησή του κι εκ των υστέρων κέρδισε τη μονιμότητα στη Λεχ, ως ο κορυφαίος πλάγιος μπακ του πολωνικού πρωταθλήματος.
Σε δύο σεζόν αγωνίστηκε σε 81 παιχνίδια, σκοράροντας 7 φορές και προσφέροντας πάρα πολύ στη δημιουργία με τα πλούσια και ποιοτικά ανεβάσματά του από τ’ αριστερά.
Η Ουνιόν, που τον παρακολουθούσε πολύ στενά, χρειάστηκε να ξοδέψει γύρω στα τρία εκατομμύρια προκειμένου να τον αποκτήσει. “Ήταν η πρώτη επιλογής μας για τη θέση, διότι έχει αποδείξει την ικανότητά του διεθνώς“, σημείωνε ο Όλιβερ Ρούχνερτ, εκτελεστικός διευθυντής του βερολινέζικου κλαμπ.
Το όνειρο της Premier League, στην οποία θα ήθελε πάρα πολύ να αγωνιστεί, έπρεπε να περιμένει, αλλά και η “Bundesliga είναι ένα από τα πιο δυνατά πρωταθλήματα στον κόσμο, αποτελεί ευχαρίστηση και τιμή να παίξω σε αυτό“, όπως έλεγε την ημέρα της μεταγραφής του.
Βέβαια οι δέκα συμμετοχές δεν ικανοποίησαν τον πόθο του για μια λαμπρή καριέρα εκτός των γεωγραφικών ορίων της πατρίδας του. Περισσότερο χρόνο (1.004 λεπτά σε 13 ματς) είχε στο δεύτερο μισό της περυσινής σεζόν ως παίκτης της τουρκικής Τράμπζονσπορ των Μπακασέτα – Σιώπη, προσθέτοντας μάλιστα στο βιογραφικό του τον τίτλο του πρωταθλητή.
Ίσως συμβεί δεύτερη σερί χρονιά φορώντας τα πράσινα του Παναθηναϊκού. Διότι ο Γιοβάνοβιτς είδε στον ποδοσφαιριστή αυτόν τον καταλληλότερο -βάσει συνθηκών- για την ενίσχυση της αριστερής πλευράς.
Μένει ν’ αποδειχθεί πως δεν έχει βγει από τον ρυθμό. Ο ίδιος εξακολουθεί να πιστεύει πως ποδόσφαιρο και μουσική “είναι δύο περιβάλλοντα που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, υπάρχουν κοινοί παρονομαστές. Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας συγκρίνεται με μια συναυλία, η δημιουργία ενός άλμπουμ έχει την ίδια δημιουργική διαδικασία με μια προετοιμασία“.
Άρα θα φανεί στο χειροκρότημα…
Για να μαθαίνετε πάντα πρώτοι την αθλητική επικαιρότητα, ακολουθήστε μας στη σελίδα μας στο GoogleNews στο Facebook στο Twitter στο Instagram
Comments