Ο ένας και μοναδικός Βέλιμιρ Ζάετς, ο θρυλικός «λαγός» των ευρωπαϊκών και των ελληνικών γηπέδων θυμάται τις στιγμές που έζησε με τη φανέλα του Παναθηναϊκού. Η μεταγραφή, ο τραυματισμός, η πορεία στην Ευρώπη, η στιγμή που δεν θα ξεχάσει ποτέ!
Αναλυτικά όσα δήλωσε στην εφημερίδα «SportDay»:
Κύριε Ζάετς από που ξεκινήσατε την πορεία σας στο ποδόσφαιρο;
Γεννήθηκα στο Ζάγκρεμπ και ξεκίνησα αργά το ποδόσφαιρο. Πρώτη φορά πήγα να δοκιμαστώ στην Ντινάμο η οποία κάθε χρόνο διοργανώνει δοκιμαστικά για νέα παιδιά. Πήγα με την παρέα μου και τελικά εμένα με επέλεξαν, αλλά κανένα άλλο παιδί δεν πέρασε τα τεστ.
Έτσι ξεκινήσατε να παίζετε ποδόσφαιρο;
Για την ακρίβεια όχι. Έμεινα μόνο για ένα χρόνο, γιατί είχα πολλά μαθήματα στο σχολείο και παράλληλα το “Μάξιμιρ” ήταν μακριά από το σπίτι μας τότε. Έτσι σταμάτησα.
Πως φτάσατε όμως να γίνετε τελικά ποδοσφαιριστής;
Τυχαία με είδε ένα προπονητής, ο Κλίμοβιτς, να παίζω σε μια πλατεία με την παρέα μου και ήρθε και με ρώτησε γιατί σταμάτησα. Με έψαχναν να με βρουν και δεν μπορούσαν. Του λέω τότε: “Ο πατέρας μου θέλει να τελειώσω το σχολείο”. Πλέον ήμουν 16 χρονών και με πίεσε να γυρίσω στις προπονήσεις. Εγώ νόμιζα ότι πλέον ήταν πολύ αργά για μένα.
Γυρίσατε λοιπόν στην Ντινάμο και πλέον μπήκατε στο πνεύμα του να γίνετε επαγγελματίας αθλητής.
Έπαιξα δύο χρόνια στη δεύτερη ομάδα και πήραμε το πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας στη γενιά μου. Έτσι ξεκίνησα σιγά σιγά και όταν έγινα 18 χρονών υπέγραψα επαγγελματικό ποδόσφαιρο και πήγα στην πρώτη ομάδα.
Σε μικρή ηλικία πήγατε και στην Εθνική ομάδα, που τότε ήταν η Γιουγκοσλαβία.
Ναι ήμουν 20 χρονών και κατάφερα με την Εθνική ομάδα να παίξω και στο Μουντιάλ του 1982, αλλά και στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1984. Είχαμε πολύ καλή ομάδα και καλούς παίκτες, αλλά δεν κάναμε καλά αποτελέσματα. Κάτι δεν πήγε καλά. Με την Ισπανία στο Παγκόσμιο κύπελλο, εγώ έκανα ένα φάουλ έξω από την περιοχή, αλλά ο διαιτητής έδειξε πέναλτι. Έτσι χάσαμε και δεν μπορέσαμε να προχωρήσουμε περισσότερο.
«Από τη στιγμή που συμφώνησα με τον Καπετάνιο δεν υπήρχε περίπτωση να αθετούσα την υπόσχεσή μου, όσες προτάσεις κι αν είχα δεχτεί!»
Ήσασταν στην Ντινάμο Ζάγκρεμπ και ξαφνικά ήρθε η πρόταση από τον Παναθηναϊκό.
Έμεινα στην Ντινάμο μέχρι τα 28 γιατί τότε δεν μπορούσαμε να φύγουμε για το εξωτερικό πριν τα 28. Έπρεπε να έρθω στην Ελλάδα για ένα παιχνίδι με την Μεικτή Ευρώπης. Το παιχνίδι δεν έγινε, αλλά ο “Καπετάνιος” (σημ. Γιώργος Βαρδινογιάννης), είδε το όνομά μου στις κλήσεις. Ήξερε κάποιον Λανγκ από την Διναμό Ζάγκρεμπ και έτσι έγινε η επαφή. Ήρθα στην Ελλάδα για να μιλήσουμε και συμφωνήσαμε. Κράτησα το λόγο μου και παρά το γεγονός ότι δεν είχα υπογράψει τίποτα, μετά το Ευρωπαϊκό της Γαλλίας ήρθα και υπέγραψα συμβόλαιο.
Γιατί λέτε ότι “κρατήσατε το λόγο σας”; Να υποθέσω ότι είχατε προτάσεις μετά το Ευρωπαϊκό του 1984;
Φυσικά. Πρώτα από τη Νότιγχαμ Φόρεστ, που τότε ήταν μεγάλη ομάδα στην Ευρώπη. Προπονητής της ήταν ο Μπράιαν Κλαφ και είχαν πάει στην Ιαπωνία για να παίξουν ένα παιχνίδι. Μου ζήτησαν να τους περιμένω, αλλά εγώ είχα δώσει την υπόσχεσή μου. Επίσης Αμβούργο και Νάπολι μου είχαν κάνει προτάσεις. Θα μπορούσα να γινόμουν αργότερα συμπαίκτης του Μαραντόνα. Ήμουν σε καλή κατάσταση και στο Ευρωπαϊκό είχα κάνει καλές εμφανίσεις. Μάλιστα με είχαν ψηφίσει και στην καλύτερη ενδεκάδα του τουρνουά. Όμως το ξαναλέω, είχα δώσει το λόγο μου στον Παναθηναϊκό και δεν τον πήρα ποτέ πίσω.
Πως σας φάνηκε το πρωτάθλημα Ελλάδας, όταν παίξατε για πρώτη φορά;
Ήταν καλό πρωτάθλημα. Εμείς παίζαμε στο ΟΑΚΑ, που ήταν εξαιρετικό γήπεδο. Για μένα ήταν σημαντικό. Αλλά υπήρχαν καλές ομάδες. Ολυμπιακός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Άρης, Ηρακλής. Ήταν πολύ καλό το πρωτάθλημα, αλλά εμείς θέλαμε να κάνουμε το κάτι παραπάνω στην Ευρώπη. Εκεί είχαμε ρίξει το βάρος μας.
Σας έλεγε κάτι ο Βαρδινογιάννης για την Ευρώπη;
Ήθελε να κάνουμε καλές πορείες. Ήθελε να φτάσουμε όσο πιο ψηλά γινόταν.
Ήρθατε λοιπόν στην Ελλάδα και αμέσως κάνατε τη μεγάλη πορεία στην Ευρώπη με τον Παναθηναϊκό.
Είμαι τυχερός, γιατί την πρώτη μου κιόλας χρονιά καταφέραμε και πήγαμε μέχρι τους “4” της Ευρώπης. Εκεί πέσαμε πάνω στη μεγάλη Λίβερπουλ, αλλά είχαμε καλή ομάδα. Ήμασταν πολλοί καλοί παίκτες και κάναμε δυνατή ομάδα. Μάλιστα στο “Άνφιλντ” είχαμε πετύχει γκολ με τον Ρότσα και μας το ακύρωσαν. Αν μετρούσε εκείνο το γκολ, σίγουρα θα είχαμε δυσκολέψει περισσότερο τη Λίβερπουλ. Γενικά πάντως, τα ματς της Ευρώπης τα θυμάμαι ως τα καλύτερά μας. Με τη Φέγενορντ, με την Γκέτεμποργκ, κάναμε εξαιρετικά παιχνίδια.
Πως νιώθατε εκείνη την εποχή;
Ήμουν πολύ περήφανος, γιατί έβλεπα τι σημαίνει όλο αυτό για τον κόσμο του Παναθηναϊκού. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ο Παναθηναϊκός είχε πάει στον τελικό με τον Άγιαξ και ο κόσμος ήθελε ανάλογη επιτυχία. Στο ΟΑΚΑ είχαμε μέσο όρο 40.000 εκείνη την εποχή και κάθε παιχνίδι ήταν φιέστα.
«Μόλις προηγηθήκαμε 3-0 στον τελικό με τον Ολυμπιακό, το μισό ΟΑΚΑ άδειασε! Οι Ολυμπιακοί έφυγαν από το γήπεδο»
Από τα παιχνίδια με τον Ολυμπιακό ποιο θυμάστε περισσότερο;
Το ματς του κυπέλλου που κερδίσαμε 4-0. Ο Ολυμπιακός ήταν καλή ομάδα, αλλά εμείς ήμασταν καλύτερη. Παίξαμε πολύ καλό ποδόσφαιρο σε ένα γεμάτο γήπεδο. Μάλιστα θυμάμαι ότι το γήπεδο ήταν χωρισμένο στη μέση. Μισό δικό μας και μισό του Ολυμπιακού. Μόλις όμως εμείς προηγηθήκαμε 3-0, οι οπαδοί του Ολυμπιακού έφυγαν από τις θέσεις τους και το μισό γήπεδο είχε αδειάσει. Πρώτη φορά εκεί ένιωσα ότι παίζουμε καλό ποδόσφαιρο. Με συνοχή και συνδυασμούς και όχι μόνο για να πάρουμε το αποτέλεσμα, αλλά και για να παίξουμε καλό ποδόσφαιρο.
Εκείνη την εποχή είχε φέρει και ο Ολυμπιακός τον Σέστιτς, με τον οποίο ήσασταν συμπαίκτες στην Εθνική σας.
Ο Σέστιτς ήταν πολύ καλός παίκτης και όντως ήμασταν μαζί στην Εθνική. Δεν ήταν στις πρώτες επιλογές, αλλά είχε παίξει σε αρκετά παιχνίδια.
Τα ντέρμπι “Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού” τι σημαίνουν για εσάς;
Δεν υπάρχει φαβορί ποτέ στα ντέρμπι. Φέτος ο Παναθηναϊκός είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Πρέπει να προσέξουμε πολύ και να παίξουμε τη δική μας μπάλα. Ελπίζω ότι θα κερδίσουμε.
Η ερώτησή μου έχει να κάνει και με το πως τα αντιμετωπίζατε στην εποχή σας, αυτά τα παιχνίδια.
Μπορώ να τα συγκρίνω αυτά τα ματς με τα ντέρμπι του Μάντσεστερ, του Μιλάνου, το Μπόκα -Ρίβερ, Μπαρτσελόνα – Ρεάλ, Ντόρτμουντ – Μπάγερν, στην Γιουγκοσλαβία ήταν τα Διναμό – Ερυθρός Αστέρας, ενώ τώρα στην Κροατία τα Διναμό – Χάιντουκ. Σε τέτοιο επίπεδο είναι και το ντέρμπι του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό.
Σε ποιο παιχνίδι θεωρείται εσείς ότι είχατε την καλύτερη απόδοσή σας;
Εμένα μου άρεσαν τα μεγάλα παιχνίδια και πάντοτε θυμάμαι ότι είχα κάποιον αντίπαλο που με μάρκαρε “μαν του μαν”. Γενικά σε αυτά τα ματς είχα πάντοτε καλή παρουσία και σε ένα τέτοιο με τον Ηρακλή ήταν που ο Παπαδόπουλος μου έσπασε το πόδι και ουσιαστικά τελείωσε η καριέρα μου.
Έχετε μιλήσει πολλές φορές για τον συγκεκριμένο τραυματισμό, φαντάζομαι ότι δεν θα είναι ευχάριστο να τον θυμάστε, οπότε σας μεταφέρω άμεσα στην επόμενη μέρα: Μετά το ποδόσφαιρο, αποφασίσατε να συνεχίσετε από άλλο πόστο.
Έγινα πρώτα τεχνικός διευθυντής στην Ντινάμο και το 1993 μέχρι και το 1996 ήρθα στον Παναθηναϊκό ως τεχνικός διευθυντής, αλλά και υπεύθυνος των ακαδημιών. Είμαι περήφανος που με τα παιδιά που δουλέψαμε τότε, όπως ο Καραγκούνης, ο Μπασινάς, ο Χαλκιάς και άλλα, πήραμε τρία πρωταθλήματα Ελλάδας στο επίπεδο των νέων. Μου άρεσε αυτή η δουλειά με μικρά παιδιά και μάλιστα πολλές φορές τους έκανα προπόνηση εγώ ο ίδιος. Ήταν μαζί μου και ο Ρότσα και ο Καρούλιας και είχαμε καλή ομάδα.
Ουσιαστικά εσείς βγάλατε τη γενιά που έπαιξε και στην Εθνική και πήρε το πρωτάθλημα Ευρώπης.
Βέβαια ήταν 4-5 δικοί μας εκεί και μάλιστα ως βασικοί και αυτό με έκανε περήφανο.
Φύγατε από τον Παναθηναϊκό και ξαναγυρίσατε ως προπονητής.
Γύρισα ως προπονητής ναι, αλλά δεν πήγαμε καλά εκείνη τη χρονιά. Μάλιστα στη μέση της χρονιάς έφυγε και ο Μπορέλι και δεν πήραμε το πρωτάθλημα. Παίξαμε όμως με παίκτες μικρούς και μπορεί εμείς να χάσαμε το πρωτάθλημα, αλλά το ελληνικό ποδόσφαιρο κέρδισε παίκτες που έκαναν την δική τους καριέρα.
Τι σημαίνει Ελλάδα για εσάς;
Για μένα είναι η δεύτερη πατρίδα μου και τώρα μπορεί να γίνει και η πρώτη, γιατί αποφασίσαμε να ζήσουμε εδώ πιο πολύ. Στην Κροατία είναι η μια μου κόρη και η άλλη στην Αγγλία. Η Ελλάδα όμως είναι ο τόπος που θα ζήσω τα υπόλοιπα χρόνια. Βέβαια δεν ξεχνάω ποτέ την Κροατία που έχω και την περιουσία μου, αλλά γενικά σκοπός μου είναι να ζήσω εδώ.
«Με τον Γιώργο Βαρδινογιάνη έχουμε και είχαμε πάντα καλή σχέση. Του είχα εμπιστοσύνη και μπορεί να είχαμε μερικές διαφωνίες, αλλά τον σέβομαι απεριόριστα»
Θα ασχοληθείτε ξανά με το ποδόσφαιρο;
Ποτέ δεν ξέρεις πως θα τα φέρει η ζωή. Δεν έχω κάτι, αλλά δεν αποκλείω τίποτα.
Θέλω να μου πείτε τι σημαίνει για εσάς “Παναθηναϊκός” και η σχέση σας με τον “καπετάνιο”.
Έχουμε και είχαμε πάντα καλή σχέση. Του είχα εμπιστοσύνη και μπορεί να είχαμε μερικές διαφωνίες, αλλά τον σέβομαι απεριόριστα. Το ίδιο και μετά με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη που ήμουν πάλι εδώ ως μάνατζερ και συνεργάστηκα μαζί του. Κάναμε φοβερή δουλειά και πήραμε νταμπλ μετά από χρόνια.
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης άκουγε τη γνώμη σας, όταν ήσασταν παίκτης;
Βέβαια. Με καλούσε συχνά για παίκτες που ήθελε να φέρει, για το κλίμα που είχαμε. Ήθελε να ξέρει και άκουγε τη γνώμη μου.
Κλείνοντας θέλω να μου πείτε και για τους προπονητές που συνεργαστήκατε, όπου κάποιοι ήταν πραγματικά κορυφαίοι.
Ο Ίβιτς, ο Μπλάζεβιτς ήταν μεγάλοι προπονητές. Μετά ήταν ο Πάκερτ, ο Γκμοχ, ο Δανιήλ. Ο καθένας είχε το δικό του τρόπο. Ο Γκμοχ ήταν πιο αυστηρός και ήθελε πρέσινγκ και μαν του μαν. Ο Ίβιτς έφερε πρώτος το 3-5-2, αλλά δεν του έδωσαν χρόνο για να δείξει τη δουλειά του. Ο Όσιμ επίσης ήταν αυτός που πρώτος ήθελε να παίξει το “τίκι τάκα”. Φοβερός ψυχολόγος ήταν και ο Μπλάζεβιτς, ο οποίος είχε φέρει το κάτι νέο στην Ντινάμο.
Comments