Οι ρίζες του jogo bonito
Να που το ελληνικό ποδόσφαιρο αποκτά, ξανά, μετά από χρόνια, βραζιλιάνικη λάμψη. Σαφώς με τον Μαρσέλο, ο οποίος μονοπωλεί το ενδιαφέρον τις τελευταίες μέρες, αλλά φυσικά και με τον Μπερνάρντ, ο οποίος θα φορά τα πράσινα και έχει αποδείξει πως είναι το στιλ του παίκτη εκείνου, που μπορεί να ξεσηκώσει τα πλήθη. Είναι γεγονός, άλλωστε, πως στη συλλογική ποδοσφαιρική συνείδηση, ο Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής είναι ακριβώς αυτό: Ντρίμπλα, θέαμα, jogo bonito. Πώς όμως ξεκίνησε η σύνδεσή του με αυτό;
Το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία
Για να το κατανοήσουμε καλύτερα, πρέπει να ανατρέξουμε στο ξεκίνημα της ιστορίας του ποδοσφαίρου στη Βραζιλία. Ως χρονιά-κλειδί θεωρείται το 1894, όταν ο Τσαρλς Μίλερ ξεμπάρκαρε με δύο μπάλες ποδοσφαίρου στα χέρια. Ο πατέρας του, Σκωτσέζος εργάτης, είχε μεταναστεύσει στη χώρα του καφέ κι έστειλε τον γιο του στο Σαουθάμπτον για σπουδές. Είναι πιθανόν, φυσικά, κάποιοι να είχαν κλωτσήσει το τόπι πριν την άφιξή του, ωστόσο στην ιστορία της χώρας εκείνος θεωρείται ο πρώτος: Ένας δρόμος στο Σάο Πάουλο έχει πάρει το όνομά του, ενώ η διάσημη ραμπόνα, στη Βραζιλία έγινε γνωστή ως «τσαλέιρα», έχοντας εμπνευστή τον ίδιο.
Στο Ρίο, το ποδόσφαιρο είχε εμπνευστή τον μεγαλωμένο στη Βραζιλία, Άγγλο, Όσκαρ Κοξ, ο οποίος ευθύνεται για τον πρώτο «αγώνα», στον οποίο συμμετείχαν και οι ντόπιοι. Το 1900, ο πρώτος σύλλογος πήρε σάρκα και οστά, από Γερμανούς μετανάστες, ενώ δύο χρόνια αργότερα σχηματίστηκε η πρώτη λίγκα στο Σάο Πάουλο. Ο Τσαρλς Μίλερ, εντυπωσιασμένος για την υποδοχή του παιχνιδιού από τους Βραζιλιάνους, έγραψε μια επιστολή, κατά τη διάρκεια της οποίας εξέφραζε τη χαρά του για τις 2.000 μπάλες που είχαν διατεθεί. Ωστόσο, λόγω των ευρωπαϊκών καταβολών του και των κοινοτήτων στις οποίες άνθισε, το ποδόσφαιρο συνδέθηκε με τη λευκή ελίτ. Η Φλουμινένσε, η οποία ιδρύθηκε από τον Κοξ, είχε στην αρχή στις τάξεις της μέλη πλούσιων λευκών οικογενειών. Στις κερκίδες ξεχώριζαν τα κοστούμια, οι γραβάτες και οι μοδάτες κυρίες. Μιλάμε, άλλωστε, για μια χώρα που κατήργησε τη σκλαβιά μόλις το 1888, ούσα η τελευταία στη Λατινική Αμερική. Και η χώρα αυτή, είχε περίπου 3.5 εκατομμύρια σκλάβους, έξι φορές περισσότερους από τις ΗΠΑ.
Η θέση των μαύρων στο ποδόσφαιρο της Βραζιλίας
Οι μαύροι, στην αρχή, ήταν αποκλεισμένοι. Ανακάλυψαν γρήγορα ωστόσο τη γοητεία του παιχνιδιού, έστω κι αν χρειαζόταν να σκαρφαλώσουν σε στέγες γειτονικών σπιτιών για να παρακολουθήσουν. Ήταν, επίσης, εύκολο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια μπάλα ή, τέλος πάντων, κάτι που να τη θυμίζει. Τα αυτοσχέδια ματς έγιναν συχνό φαινόμενο στους δρόμους, όσο το ποδόσφαιρο κέρδιζε συνεχώς έδαφος και δημοτικότητα. Το 1904 η Μπανγκού έγινε η πρώτη ομάδα του Ρίο που ξεκίνησε να ενσωματώνει μαύρους, ωστόσο έγινε η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Η μετάβαση στις άλλες ομάδες έγινε σταδιακά και είναι γνωστές οι ιστορίες ανθρώπων, όπως του Άρτουρ Φριντενράιχ, ο οποίος έβαζε μπριγιαντίνη και πετσέτα στα μαλλιά του και του Κάρλος Αλμπέρτο, που έβαζε σκόνη ρυζιού στο πρόσωπο για να δείχνει λευκός. Η μεγάλη «επανάσταση» ήρθε από την ομάδα της πορτογαλικής παροικίας, τη Βάσκο ντα Γκάμα, που κατάφερε να ντριμπλάρει τους ρατσιστικούς κανονισμούς και να στεφθεί πρωταθλήτρια το 1923 έχοντας στη σύνθεσή της επτά λευκούς από την εργατική τάξη, έναν μιγά και τρεις μαύρους. Η Βάσκο έκανε μέχρι και μαθήματα γραφής στους παίκτες της, για να ξεπεράσει τον κανονισμό της υπογραφής που απαιτούταν για κάθε ποδοσφαιριστή, έχοντας στόχο να αποκλείσει τους αναλφάβητους μαύρους.
Η βραζιλιάνικη καινοτομία
Ήδη από το 1919, ο δημοσιογράφος Αμέρικο Νέτο έγραψε ένα άρθρο με τίτλο: «Η βραζιλιάνικη καινοτομία». Μεταφέρουμε ένα απόσπασμά του, από το βιβλίο Futebol του Άλεξ Μπέλος: «Σε αντίθεση με την αγγλική σχολή, που υποδεικνύει ότι η μπάλα πρέπει να φτάνει από τους επιθετικούς όσο πιο κοντά γίνεται στην αντίπαλη εστία και το γκολ να μπαίνει από πολύ κοντά, η βραζιλιάνικη σχολή προστάζει ότι τα σουτ μπορούν να γίνονται από κάθε απόσταση, με την ακρίβεια του σουτ να έχει μεγαλύτερη αξία από την απόσταση.
Επιπλέον, προστάζει ότι η συλλογική κίνηση ολόκληρης της επιθετικής γραμμής δεν είναι αναγκαία. Είναι αρκετό για δύο-τρεις παίκτες να βγαίνουν μπροστά με την μπάλα, οι οποίοι, με την τρομερή τους ταχύτητα, εντελώς απρόβλεπτα, αποπροσανατολίζουν ολόκληρη την αντίπαλη άμυνα». Όπως αναφέρει ο Μπέλος, οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι γνώρισαν το παιχνίδι στον δρόμο, οπότε ήταν λογικό να αισθάνονται άβολα σε κανονισμούς και τακτικές. Επίσης, οι περισσότεροι έμαθαν να παίζουν με αυτοσχέδιες μπάλες, γεγονός που τους έκανε περισσότερο τεχνίτες και εφευρετικούς. Τους καλλιέργησε την ντρίμπλα, τον αυθορμητισμό, τα στοιχεία αυτά που συνθέτουν το jogo bonito.
Ντρίμπλα και ρατσισμός
Ωστόσο, κάποιοι ιστορικοί, βασισμένοι και σε μαρτυρίες, ήρθαν να δώσουν μια ακόμα διάσταση στη βραζιλιάνικη ντρίμπλα. Τη συνέδεσαν, με τον ρατσισμό που υπέστησαν οι μαύροι ποδοσφαιριστές στα πρώτα χρόνια του παιχνιδιού. Ο Μπέλος τονίζει ότι «αν ήσουν μαύρος, δεν ήθελες να έχεις σωματική επαφή με έναν λευκό παίκτη, καθώς ήταν πιθανό να οδηγήσει σε αντίποινα. Οι μαύροι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν την πονηριά αντί της δύναμης για να κρατήσουν την μπάλα». Ο Ντομίνγκος ντα Γκία, ένας από τους πιο δυνατούς μαύρους αμυντικούς της δεκαετίας του ’30, έλεγε: «Όταν ήμουν πιο μικρός φοβόμουν να παίξω ποδόσφαιρο, γιατί συχνά έβλεπα να χτυπούν μαύρους παίκτες στην Μπανγκού απλά επειδή έκαναν ένα φάουλ ή για ακόμα μικρότερες αφορμές. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου μού έλεγε: “Η γάτα πάντα θα προσγειωθεί στα πόδια της. Δεν είσαι καλός στον χορό;” Ήμουν κι αυτό βοήθησε το ποδόσφαιρο. Κινούσα πολύ τους γοφούς μου. Ανακάλυψα μια γρήγορη ντρίμπλα που μιμούταν τη σάμπα». Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με την καποέιρα, την πολεμική τέχνη που ανακαλύφθηκε από σκλάβους και μεταμφιέστηκε σε χορό για να ξεγελά τους αφέντες τους.
Το 1933, ο κοινωνιολόγος Ζιλμπέρτο Φρέιρε ήρθε για να συμφιλιώσει τους Βραζιλιάνους με τις ρίζες τους και να δείξει ότι τελικά, αυτή η σύνδεση διαφορετικών λαών, συνθέτει την ταυτότητά τους. Και το ποδόσφαιρο ήταν η καλύτερη επιβεβαίωση. «Το ποδοσφαιρικό μας στιλ συγκρούεται με το ευρωπαϊκό λόγω του συνδυασμού των στοιχείων της έκπληξης, της πονηριάς, της οξυδέρκειας και της ευκινησίας, παράλληλα με την ικανότητα και τον αυθορμητισμό. Οι πάσες μας, οι προσποιήσεις, τα τσαλίμια με την μπάλα, το χορευτικό άγγιγμα και η ανατρεπτικότητα που συνθέτουν το βραζιλιάνικο στιλ, δείχνουν στους ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο την πονηριά και τη λάμψη του μιγάδα, που σήμερα είναι μια αληθινή επιβεβαίωση του τι είναι ο Βραζιλιάνος». Η θεωρία έγινε δημοφιλής στον κόσμο του ποδοσφαίρου και έδωσε την εικόνα ότι όχι μόνο υπάρχει ένα ξεκάθαρο βραζιλιάνικο στιλ, αλλά και ότι το στιλ αυτό αποτελεί καμάρι της βραζιλιάνικής κουλτούρας. Βρήκε εκπροσώπους τον Λεονίντας και τον Ντομίνγκο και δημιούργησε την εικόνα του Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή που έμεινε στον χρόνο. Την εικόνα που περιμένουν στο «Γ. Καραϊσκάκης» και στη Λεωφόρο…
Comments