Κι αυτό κόντρα στους Σέρβους φάνηκε ξεκάθαρα…
Είναι αξίωμα που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Ένα κοινότοπο, μα καθαγιασμένο, μότο, το οποίο όποιος το παραβεί γραπτώς ή προφορικώς τιμωρείται, συνήθως, με δημόσιο λιθοβολισμό στα social media ή με walk of shame στην πλατεία της γειτονιάς του, ενόσω άγνωστοι τον βρίζουν και του πετούν διάφορα ζαρζαβατικά.
Και το μπασκετικό αξίωμα λέει το εξής: «Ο ένας δεν κερδίζει ποτέ τους πέντε». Ναι, εντάξει, αλλά…
Αλλά να, πάρτε αυτό το «ποτέ» και βάλτε (μην ανησυχείτε, δε θα πούμε στον λωκό σας) του πιο μπροστά ένα «σχεδόν». Τότε ναι, θα μας βρείτε σύμφωνους.
Γιατί, βλέπετε, υπάρχουν παίκτες όπως ο Γκάλης. Ο Γιαννάκης. Ο Σπανούλης. Ο Διαμαντίδης. Ο Παπαλουκάς. Ο Γιάννης- κι αυτό για να μείνουμε σε γαλανόλευκο πλαίσιο, γιατί αν επεκταθούμε σε διεθνή πορτοκαλί ύδατα η λίστα θα ξεπεράσει σε μάκρος κι αυτήν του Σίντλερ.
Ενίοτε ο ένας κερδίζει τους πέντε. Ή, έστω, δίνει την ευκαιρία στην ομάδα του να φτάσει στις παρυφές της νίκης, προσδοκώντας ένα φύσημα της Τύχης, ένα κλείσιμο του ματιού της τυφλής θεάς, για να πέσει στην αγκαλιά του το ροζ φύλλο.
Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα και χθες στην απερίγραπτη ματσάρα της Επίσημης Αγαπημένης απέναντι στην Σερβία: η Εθνική μας με (σχεδόν, κι εδώ) μόνο του τον αξεπέραστο Αντετοκούνμπο κόντεψε να κάνει αγωνιστική κηδεία- διότι περί τέτοιας θα επρόκειτο αν έχαναν οι αντίπαλοί μας- στην Σερβία, που καιγόταν για τη νίκη για να μείνει ζωντανή στη μάχη της πρόκρισης στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Οι Σέρβοι εν τέλει νίκησαν γιατί έχουν στις τάξεις τους και αυτοί έναν υπερπαίκτη διαγαλαξιακού βεληνεκούς (Γιόκιτς), επειδή ο αντικαταστάτης του (Μιλουτίνοφ) απέδειξε εμπράκτως πως σε οποιαδήποτε άλλη εθνική θα έβγαινε από την 5άδα μόνο κατόπιν εκδόσεως προεδρικού διατάγματος, διότι όταν το πράγμα στράβωσε με τον αφηνιασμένο στην αρχή Μίσιτς βρήκε «ανέλπιστο» άξιο αντικαταστάτη (Γιάμαραζ), γιατί έπαιζε στην φλεγόμενη έδρα της κι επειδή, όσο κι αν με τα της διαιτησίας έχουμε αλλεργία, τα πήρε και τα σφυριγματάκια της (το γεγονός πως από εμάς εκτέλεσε ελεύθερες βολές μονάχα ο Γιάννης, όπως είπε και ο σπουδαίος χθες Ντόρσεϊ, αρκεί από μόνο του για να στοιχειοθετήσει υπόθεση «αδικίας»).
Ακόμα κι έτσι, η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει, παρά τους σημαντικότατους τραυματισμούς εν ώρα αγώνος (Κώστας Αντετοκούνμπο και Σλούκας) και αν και είχε- όπως και οι γηπεδούχοι, όμως- τεράστιες απουσίες (Παπαγιάννης, Παπαπέτρου), απλά και μόνο γιατί ο Greek Freak φοράει τη φανέλα με το δικό μας εθνόσημο.
Το γεγονός πως το ευρωπαϊκό μπάσκετ προσιδιάζει ολοένα και περισσότερο στο ΝΒΑ και το up-tempo παιχνίδι από σπάνια εξαίρεση τείνει να γίνει ο κανόνας, φυσικά και βοηθάει τον αμερικανοθρεμμένο, αγωνιστικά, Γιάννη, που αισθάνεται πολύ πιο οικεία στο FIBA Basketball απ’ ό,τι, ας πούμε, πριν μια πενταετία.
Στο να ξεδιπλώνει το ουρανόμηκες ταλέντο του και τα εξωγήινα σωματικά του προσόντα και στην από εδώ μεριά του Ατλαντικού παίζει, φυσικά, σημαίνοντα ρόλο πως στον πάγκο κάθεται ο coach Ιτούδης- ο καλύτερος, ενδεχομένως, προπονητής σε ολόκληρη την Γηραιά Ήπειρο.
Ο Ιτούδης πασιφανώς τον εκμεταλλεύεται πολύ καλύτερα απ’ ό,τι συνέβαινε στα προηγούμενα τουρνουά και εμπνέει τέτοια ηρεμία και σιγουριά στον πάγκο που ξέρεις ότι δεν πρόκειται να χάσεις το οποιοδήποτε ματς εξαιτίας μιας παρατεταμένης ολιγωρίας του «καπετάνιου» σου.
Πάνω απ΄όλα, όμως, είναι πια το μπασκετικό εκτόπισμα του ίδιου του Γιάννη: ο καλύτερος two-way (όταν συνυπολογίζουμε, δηλαδή, άμυνα και επίθεση) παίκτης στον κόσμο παίζει σαν τέτοιος εδώ και μια γεμάτη τριετία και συμπαρασύρει τους πάντες.
Η αίσθηση που σου δίνεται ότι όταν είναι αυτός στο παρκέ μπορείς να κερδίσεις τον οποιονδήποτε είναι ένα ψυχολογικό μπουστάρισμα που δε μετριέται σε καμία στατιστική, όσες εκκωφαντικές 40άρες κι αν βάλει ο Greek Freak.
Είναι χαρακτηριστικό πως σε αγώνα “do or die” για τους Σέρβους, με… 70.000 μαινόμενο κόσμο στο πλευρό της, με την προαναφερθείσα «βοήθεια» από τους γκρι (που, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο βασικός λόγος της ήττας) και με την πλειονότητα των παικτών μας (Καλάθης, Σλούκας, Παπανικολάου, Αγραβάνης, Κασελάκης, Λαρεντζάκης) να κινούνται κάτω από τα συνήθη, υψηλότατα στανταρ τους, η εθνική μας απείχε ένα σουτ, μία άμυνα, ένα σπασμωδικό φιλί στα χείλη από την πολυτραγουδισμένη Τύχη για να φύγει νικήτρια.
Είναι τέτοιο το status του ηγέτη της που μόνο με τον Ντόρσεϊ, τον εκπληκτικό Θανάση (αυτόν μωρε, που παίζει με μέσο στην εθνική και είναι καλός μόνο για να κουνάει τις πετσέτες) και τον Κώστα (όσο αγωνίστηκε) για άξιους συμπαραστάτες, κόντεψε να ρίξει στο καναβάτσο ένα από τα μεγαλύτερα φαβορί για το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ.
Στα χαρτιά μπορεί να ηττηθήκαμε, όμως ο συγκεκριμένος αγώνας αφήνει μια παράδοξη επίγευση νίκης: η Ελλάδα «την έχει», για να μιλήσουμε μ’ επιστημονικούς όρους, την Σερβία ή, τέλος πάντων, γνωρίζει πως είναι και επισήμως στα μέτρα της.
Για την ακρίβεια- κι αν δε θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από τις κουραστικές προκαταλήψεις που επιτάσσουν δηλώσεις του στιλ «Βλέπουμε κάθε ματς ξεχωριστά», «Σ’ αυτό το τουρνουά και οι 128 ομάδες έχουν ελπίδες για το χρυσό», «Δεν έχει σημασία που παίζει ο Γιάννης σε μας, οι άλλοι έχουν τρομερό team φροντιστών» και ούτω καθεξής- όλες οι ομάδες είναι στα μέτρα της εθνικής.
Και για να το πάμε λίγο παραπέρα και να το πούμε ανερυθρίαστα, φλερτάροντας με την απαγορευμένη «αθυροστομία», η Ελλάδα θα ήταν τεράστιο φαβορί για το χρυσό αν η αιώνια αχίλλειος πτέρνα της μασκαρευόταν εντέχνως, για ένα και μόνο τουρνουά, σε υποτυπώδες όπλο: το σουτ.
Ακούμε ήδη τα «χαίρω πολύ, Χαιρόπουλος» (αλήθεια, γιατί γυρίσαμε σ’ εκφράσεις των 90s;) να βγαίνουν σαν λεκτικά σαλιγκάρια μετά την ιντερνετική βροχή, όμως αφήστε μας να το αναλύσουμε μισό κλικ παραπάνω και μας πατάσσετε μετά: η παρουσία του Αντετοκούνμπο μεταφράζεται αυτομάτως σε συνεχή triple-teams στην επίθεσή μας.
Σ’ αυτές τις καταστάσεις, λοιπόν, ο Γιάννης έχει βελτιωθεί σε τρομακτικό βαθμό στο να βρίσκει τον ελεύθερο συμπαίκτη (δεν έχει γίνει και Γιόκιτς σ’ αυτόν τον τομέα, αλλά πλησιάζει…), δημιουργώντας πληθώρα uncontested shots- θα μπορούσαμε να πούμε εδώ «ελεύθερα σουτ», αλλά τι διάολο το πήραμε το lower με C;
Αυτά τα σουτ είναι το κλειδί για τον θρίαμβο. Η Ελλάδα χθες μπορεί να σούταρε αρκετά καλά για τα δεδομένα της έξω από τα 6.75 (12/35, ήτοι 34.5%), όμως έχασε πολλά ελεύθερα σουτ στα οποία τα χέρια του αντιπάλου ήταν μια κουκκίδα καμωμένη από δέρμα στο βάθος.
Το ζητούμενο σ’ αυτή τη διοργάνωση δεν είναι, επομένως, το αιώνιο «Δεν έχουμε κλασικό σουτέρ» (που πια έχουμε: τον Ντόρσεϊ). Όχι. Δεν χρειαζόμαστε έναν Κάρι που μπορεί να τα παστελώσει από οπουδήποτε και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά τον Παπανικολάου να σουτάρει λίγο καλύτερα αυτά τα σουτάκια από τις 45 μοίρες που τα έχει, τον Λαρεντζάκη να βάζει το γωνιαίο τριποντάκι όταν ο Κάλινιτς είναι στο ζωγραφιστό και κάνει παγίδα στον Γιάννη μαζί με τον Γιόκιτς, τον Σλούκα να το μπουμπουνίσει στην ευθεία όταν ο σταρ του Μιλγουόκι του επιστρέφει άμεσα την μπάλα μετά από «μπούκα», τον Παπαπέτρου να σημαδέψει σωστά έπειτα από πικ εν ποπ με τον Greek Freak όταν ο δεύτερος εφορμά στο καλάθι και του την «σπάει» στο πλάι και ούτω καθεξής.
Εν συντομία και μέσα σε πλήρη, μα δικαιολογημένο, παραλογισμό: φέτος δεν είναι απαραίτητο να ζήσουμε και να πεθάνουμε, ακόμα και στα χιαστί ματς, από το τρίποντο γιατί εκεί πάει το σύγχρονο μπάσκετ. Η δύναμη πυρός μας είναι το τρέξιμο σε καταστάσεις αιφνιδιασμού ή στοιχειώδους αμυντικής ανισορροπίας, καθώς ο Αντετοκούνμπο από μόνος του σ’ αυτόν τον τομέα αρκεί.
Χρειαζόμαστε, όμως, όταν ο αντίπαλος αρχίσει να αισθάνεται άνετα με τα triple-teams πάνω στον σούπερ σταρ μας, να βάλουμε ορισμένα σουτ από εκείνα που οι γλωσσομαθείς αποκαλούν “backbreaker”, προκειμένου να τσακίσουμε την ψυχολογία των απέναντι και, το κυριότερο, ν’ ανοίξουν οι διάδρομοι και πάλι για τον ηγέτη μας.
Αν το κάνουμε αυτό, τότε δε μας φοβίζει κανένα χιαστί παιχνίδι στα προημιτελικά ούτε η φάση των «4».
Γιατί;
Πολύ απλά γιατί η εμφάνιση του Γιάννη χθες με την ξεγυρισμένη 40άρα δεν είναι κάτι που έγινε μία φορά και τέλος. Θα συμβεί ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Πλέον, αυτό μπορεί να το κάνει σε κάθε παιχνίδι και κόντρα σε κάθε αντίπαλο.
Τα αξιώματα και οι κανόνες είναι ωραίες και χρήσιμες σταθερές της ζωής. Αποτελούν έναν μπούσουλα, μας κρατάνε με τα πόδια στη γη. Μόνο που…
Μόνο που δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να τους βάζεις φωτιά και να χορεύεις πάνω στο άυλο κουφάρι τους, ωθούμενος από ένθεη μανία.
Ο ένας, εν προκειμένου, μπορεί να κερδίσει τους πέντε- ή, έστω, να τους φέρει στα όριά τους. Είναι δουλειά των υπολοίπων από κει και πέρα να τους σπρώξουν στον αγωνιστικό γκρεμό και να γευτούμε γλυκιά σαμπάνια υπό τους ήχους της πιο ταιριαστής μελωδίας.
Αυτής που αρκεί ν’ ακούσεις τις πρώτες 4-5 νότες για να νιώσεις μια γαλανόλευκη ζεστασιά στην καρδιά και τις τρίχες στα χέρια και στον λαιμό σου να επαναστατούν.
Πώς πήγαινε, να δείτε… Α, μα ναι. Βέβαια. Κάπως έτσι, διάολε.
Κάπως έτσι:
Τι.
Ρι.
Νι.
Νι.
πηγή: menshouse.gr
Comments