Ο αριθμός στη φανέλα που συνδυάζεται με τη χαρά του ποδοσφαίρου, την τεχνική, την ντρίπλα, το απρόβλεπτο, ήταν ανέκαθεν το «10». Αυτό που θα φορά ο Μπερνάρντ κι έχουν τιμήσει παικταράδες του Παναθηναϊκού στο παρελθόν.
Υπήρξαν εποχές που οι φανέλες άλλαζαν κατόχους. Οι αριθμοί πήγαιναν όχι σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σε βασικούς παίκτες που εκείνη τη μέρα κάλυπταν τη θέση. Ακόμη και τότε που δεν υπήρχε όνομα πάνω απ’ το νούμερο, συγκεκριμένες φανέλες έμοιαζαν να έχουν συγκεκριμένους κατόχους στην καρδιά των οπαδών.
Το νούμερο «10» ήταν ανέκαθεν απ’ τους πιο πιασάρικους αριθμούς. Το «κουβάλησαν» ποδοσφαιρικοί μύθοι. Πελέ, Μαραντόνα, Μέσι… Το νούμερο που «σφράγιζε» τη θέση του δημιουργικού/επιτελικού μέσου. Του αρτίστα και του εκτελεστή όποτε χρειαζόταν. Του παίκτη με τη φαντασία, την τεχνική, με το απρόβλεπτο στο παιχνίδι του, αυτό που πάντα ξεσήκωνε τον φίλαθλο απ’ τη θέση του και σαγήνευε το μυαλό του.
Ο Παναθηναϊκός δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Στην ένδοξη ιστορία του υπήρξαν παικταράδες και παικταράδες που έχουν τιμήσει τη φανέλα με το νούμερο «10». Αυτή που δόθηκε στον Βραζιλιάνο Μπερνάρ, για να πιστοποιήσει ότι θα αποτελέσει τον ηγέτη, τον… μαέστρο των Πράσινων στο σήμερα.
Δομάζος, Ρότσα και Μπορέλι
Ο πρώτος άνθρωπος που έβαλε «σφραγίδα» στον Παναθηναϊκό φορώντας τον αριθμό δέκα στην πλάτη, ήταν ασφαλώς ο Μίμης Δομάζος. Ο «στρατηγός» των Πράσινων, σε χρυσές εποχές, με κορυφαία όλων την αξεπέραστη συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (αντίστοιχο Τσάμπιονς Λιγκ του σήμερα) το 1971 στο Γουέμπλεϊ. 502 συμμεχοτές, 134 γκολ για έναν πραγματικό «μύθο» του Τριφυλλιού και του ελληνικού ποδοσφαίρου εν γένει.
Μετά τον Δομάζο, το φόρεσε ο Μάικ Γαλάκος, αλλά και ο Γιώργος Δεληκάρης. Δύο πρώην παίκτες του αιώνιου αντιπάλου, με τεράστια ποιότητα.
Μέχρι να έρθει ο Χουάν Ραμόν Ρότσα και να το «αγκαλιάσει» για καιρό. Ο Αργεντινός παιχταράς υπήρξε μία απ’ τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία του Παναθηναϊκού. 227 ματς με 13 γκολ ως ποδοσφαιριστής.
Αν και η θέση του δεν ήταν αυτή του κλασικού δεκαριού, η ικανότητά του και το εκπληκτικό αριστερό του πόδι, του έδιναν τη δυνατότητα να «σηκώσει» με ευκολία τη φανέλα. Για πλάκα.
Ο Κώστας Φρατζέσκος στα 21 του χρόνια και για μια τετραετία, είχε την τιμή να φορέσει συχνά τη φανέλα με το «10». Αρτια τεχνική και κυρίως εξαιρετικά χτυπήματα στατικών φάσεων που έμειναν στην ιστορία, «έγραψε» 98 ματς με τον Παναθηναϊκό και σκόραρε 26 φορές.
Παρότι δεν ήταν δεκάρι, το συγκεκριμένο αριθμό φορούσε συχνά και ο Σπύρος Μαραγκός. Ένα «εργαλείο» στη μεσαία γραμμή, για μια επταετία έζησε μεγάλες στιγμές στο κλαμπ και προσέφερε τα μέγιστα. Φτάνοντας τις 199 εμφανίσεις και τα 17 γκολ.
Όλα αυτά μέχρι να έρθει ένας παίκτης σημείο αναφοράς των Παναθηναϊκών, όταν μιλούν για δεκάρια. Χουάν Χοσέ Μπορέλι. Χότα-Χότα, ο «μάγος» που φορούσε το «10» στη Ρίβερ Πλέιτ. Στο Τριφύλλι αγωνίστηκε και με άλλα νούμερα (κυρίως το «7») όμως το δέκα είναι αυτό που σημάδεψε την καριέρα του και φυσικά αυτό που του ταίριαζε αγωνιστικά. Εκπληκτική πενταετία με 86 ματς και 26 γκολ. Το καλύτερο διάστημα στην ποδοσφαιρική παρουσία του Αργεντινού.
Αλεξούδης και Φλίπσεν
Από τη στιγμή που καθιερώθηκε η προσωποποίηση του αριθμού και το όνομα στο πίσω μέρος της φανέλας, το «10» φόρεσαν αρκετοί ποδοσφαιριστές που δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με τη συγκεκριμένη θέση. Ο πρώτος κάτοχος του «10» στη… νέα τάξη πραγμάτων με τους αριθμούς ήταν Ελληνας. Ο Αλέξης Αλεξούδης. Αν και επιθετικός είχε επιλέξει το δέκα και με αυτό πορεύτηκε για αρκετές σεζόν στο Τριφύλλι.
Ακολούθησε ο Καρλ Χάιντς Φλίπσεν. Γερμανός, ποιοτικός, εξαιρετικός ποδοσφαιριστής. Μα άτυχος. Με σπουδαία καριέρα στην πατρίδα του φορώντας τα χρώματα της Γκλάντμπαχ για μια δεκαετία. Στον Παναθηναϊκό έκανε εξαιρετική αρχή στην ομαδάρα του Γιάννη Κυράστα το 1999-00.
Όμως ακολούθησε ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο που ουσιαστικά τον ανάγκασε να χαμηλώσει σημαντικά τον πήχη της καριέρας του. Έμεινε δύο χρόνια στον Παναθηναϊκό, αλλά το μεγαλύτερο διάστημα ήταν τραυματίας.
Επαλέ και Εκι Γκονζάλες
Εν συνεχεία το «10» πήγε στον Ντέρεκ Μπόατενγκ. Νεαρός και ακατέργαστος τότε ο Γκανέζος μέσος, έμεινε για 1,5 χρόνο παίζοντας 24 φορές και σκοράροντας τρία τέρματα. Τον διαδέχτηκε ένας άλλος Αφρικανός, ο Ζοέλ Επαλέ. Η επιλογή να πάρει το «10» είχε φέρει μπόλικη γκρίνια, μέχρι και χιουμοριστικά συνθήματα, αλλά στο τέλος της σεζόν (2003-04) αποθεωνόταν ελέω νταμπλ! Κι αυτός είχε λίγες συμμετοχές και αγωνίστηκε δύο χρόνια στον Παναθηναϊκό.
Ήταν η ώρα το «10» να πάει σε πραγματικό δεκάρι. Εζέκιελ Γκονζάλες. Αν και αρχικά πήρε το «40», αυτός ήταν εξ αρχής το παραδοσιακό δεκάρι του Παναθηναϊκού, ενώ για κάποια ματς φόρεσε και το «9».
Ο Αργεντινός παιχταράς ήταν ο παίκτης-ορισμός της… φανέλας. Τέσσερα χρόνια στον Παναθηναϊκό που θα μπορούσαν να είναι και περισσότερα αν δεν είχε προβλήματα τραυματισμών. Εκπληκτικός ποδοσφαιριστής, με highlights όπως η γκολάρα με την Άρσεναλ απ’ το κέντρο του γηπέδου! 72 ματς και 14 γκολ για τον λατινοαμερικάνο που αγαπήθηκε όσο λίγοι.
Κλέιτον, Ζέκα και Ζαχίντ
Μετά τον Έκι, συναντάμε τον μοναδικό Βραζιλιάνο που πήρε το «10» πριν τον Μπερνάρ. Ήταν ο Σίλβα Κλέιτον. Είχε αποκτηθεί απ’ την ΑΕΛ, εξαιρετικός τεχνικά, με… ψωμοτύρι τις απρόβλεπτες κάθετες πάσες και με συνεισφορά μεγαλύτερη απ’ αυτή που πολλοί μπορεί να θυμούνται. Τέσσερα χρόνια έμεινε στο Τριφύλλι, 64 συμμετοχές και 12 γκολ «έγραψε» το… κοντέρ του.
Η συνέχεια έφερε ένα «βαρύ» όνομα, αλλά με… ανύπαρκτη προσφορά. Ο Σίντνεϊ Γκοβού αν και εξτρέμ, πήρε το «10». Προβλήματα που δεν είχαν να κάνουν με το ποδόσφαιρο, τον ανάγκασαν να φύγει μετά από μία σεζόν όπου μέτρησε 24 εμφανίσεις και 3 γκολ.
Ακολούθως ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος διάλεξε αυτό το νούμερο, φορώντας το για μία απ’ τις σεζόν που έμεινε στον Παναθηναϊκό. Συνολικά κατέγραψε 76 παιχνίδια και 12 γκολ.
Ο Ζέκα ήταν ο επόμενος κάτοχος της φανέλας με το «10». Σαφώς και δεν ήταν επιτελικός μέσος, όμως ο τότε αρχηγός των Πράσινων διάλεξε αυτό το νούμερο το 2013. Το άφησε όταν αποχώρησε το 2017, με τον Αντονί Μουνιέ να γίνεται ο επόμενος κάτοχος. Για 2,5 σεζόν ουσιαστικά ο Γάλλος είχε 30 ματς και 3 γκολ, σε δύσκολες περιόδους για το Τριφύλλι.
Στη συνέχεια η φανέλα πέρασε στον Γκίας Ζαχίντ. Νορβηγός με καταγωγή απ’ το Πακιστάν, εξαιρετικός τεχνίτης αλλά ο ορισμός του δεκαριού… παλαιάς κοπής. 25 ματς και 4 γκολ πριν επιστρέψει στον ΑΠΟΕΛ (ήταν δανεικός).
Ο τελευταίος κάτοχος πριν τον Μπερνάρ, ήταν φυσικά ο Καρλίτος. Ο Ισπανός έμεινε στον Παναθηναϊκό 2,5 σεζόν, αγωνιζόμενος τις 2 (δεν είχε δικαίωμα για ένα εξάμηνο). Φυσικά δεν ήταν δεκάρι, όμως με 70 ματς και 18 γκολ, δεδομένα δεν μπαίνει και στη λίστα των μη πετυχημένων κινήσεων.
Τα 10άρια πάνω στο χορτάρι!
Για να είναι κάποιος δεκάρι, ασφαλώς. δεν είναι απαραίτητο να φορά τη φανέλα με αυτό το νούμερο. Αρκεί να έχει την ικανότητα, την τεχνική, τη φαντασία για να αποδεικνύει ότι είναι. Είτε τελικά πετυχαίνει στην ομάδα, είτε όχι. Τέτοια παραδείγματα χωρίς να αγωνιστούν πολλές φορές με το «10» στην πλάτη, υπάρχουν αρκετά στον Παναθηναϊκό.
Ένα απ’ τα σημαντικότερα, ο Πάρις Γεωργακόπουλος. Εκπληκτικό αριστερό πόδι, ποδοσφαιριστή με μυαλό και φαντασία που ξεσήκωνε την εξέδρα. Έξι χρόνια έμεινε στον Παναθηναϊκό, αγωνιζόμενος σε 75 ματς και σκοράροντας 12 φορές.
Νωρίτερα υπήρχε ο Ντόρου Νικολάε που αν και είχε την ικανότητα προσέφερε λιγότερα απ’ όσα περίμενε ο Παναθηναϊκός. Όπως φυσικά κι ο Ντάνουτ Λούπου που έμεινε στο Τριφύλλι τη σεζόν 1990-91, πριν αποχωρήσει για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με το ποδόσφαιρο.
Ελάχιστα πράγματα κι από τον Βούλγαρο, Κρίστο Κόλεφ που έπαιξε δύο σεζόν στους Πράσινους, πριν αποκτηθεί ο Λούπου. Στους… πέρασε και δεν ακούμπησε, υπάγεται και ο Κύπριος, Κώστας Μαλέκος.
Σε επίπεδο ονόματος, ένα απ’ τα σημαντικότερα δεκάρια που αγωνίστηκαν με άλλο νούμερο («7») ήταν ο Αλιόσα Ασάνοβιτς. Τη διετία 1998-2000 ο Κροάτης «καθηγητής» του ποδοσφαίρου, έπαιξε σε 44 ματς και σκόραρε 9 φορές.
Είναι προφανές πως στην κατηγορία των δεκαριών, αν και πολυεργαλείο όλων των θέσεων στη μεσαία γραμμή, υπάγεται και ο Γιώργος Καραγκούνης.
Ο κορυφαίος Ελληνας ποδοσφαιριστής της σύγχρονης εποχής, ο «τυπάρας», αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό με το «26» αρχικά και το «21» στη δεύτερη θητεία του. Ένα «εργαλείο» πολυτελείας για το Τριφύλλι, έκανε τη διαφορά από κάθε άποψη και δικαίως θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους Έλληνες παίκτες όλων των εποχών.
363 ματς, 53 γκολ και 48 ασίστ, ήταν οι αριθμοί του «Κάρα», που φυσικά ίσως να μη λένε όλη την αλήθεια για το μέγεθος της προσφοράς του σε μια «χρυσή» εποχή για το Τριφύλλι εκτός συνόρων.
«Μάγος» της μπάλας ήταν ο Λουτσιάν Σανμαρτεάν. Με βάση την ερωτική του σχέση με τη μπάλα, αδίκησε ξεκάθαρα τον εαυτό του. Το επίπεδό του ήταν για το κορυφαίο επίπεδο. Ο Ρουμάνος ήρθε με μεγάλη γκρίνια αλλά άμεσα ονομάστηκε… Σανμαραντόνα και… Σανπλατινί. Ξεσήκωνε την εξέδρα με τις ντρίμπλες σκιέρ και την απαράμιλλη τεχνική του. Ενας ξεχωριστός παίκτης που πέρασε απ’ τον Παναθηναϊκό για 3,5 σεζόν, παίζοντας μόνο 35 ματς και σκοράροντας 3 φορές. Αριθμοί υπερβολικά φτωχοί για την κλάση του.
Ακολούθως συναντάμε τον Αντρέας Ίβανσιτς. Ο Αυστριακός ήταν μόλις 22 ετών όταν ήρθε στον Παναθηναϊκό. Ήδη αρχηγός της Εθνικής του ομάδας. Αριστερό-διαβήτης για τον «Άντι» που έμεινε μια τριετία στον Παναθηναϊκό πριν κάνει καριέρα σε Γερμανία και Ισπανία. 99 ματς, 14 γκολ και 18 ασίστ για τον παίκτη που όλοι θυμούνται λόγω του εκπληκτικού του αριστερού ποδιού.
Τα τελευταία χρόνια δεν υπήρξαν πολλοί παίκτες που να εκπροσώπησαν τη θέση «10» στον απόλυτο βαθμό. Παίκτες όπως ο Ατζαγκούν ή ο Μπουζούκης είτε στο τέλος αποχώρησαν, είτε άλλαξαν θέση, ενώ ο Καρλίτος ήταν επιθετικός και όχι χαφ.
Ο 29χρονος διεθνής Βραζιλιάνος, Μπερνάρντ, συνδυάζει τη θέση, τα χαρακτηριστικά, την ποιότητα και τις παραστάσεις σε κορυφαίο επίπεδο κι έρχεται για να δώσει την προσδοκία στους Παναθηναϊκούς ότι θα καταφέρει να αποτελέσει άξιο συνεχιστή των παικταράδων που φόρεσαν την πράσινη φανέλα με το «10» στην αγαπημένη τους ομάδα.
Comments