Ο ουρανός έμοιαζε να είναι το ταβάνι του… Μέχρι που ο ουρανός έπεσε να τον πλακώσει. Στις 7 Ιουλίου του 2014, ο κόσμος του Μπερνάρντ, όπως τον ήξερε και τον ονειρευόταν, κατέρρευσε μαζί με την Εθνική Βραζιλίας.
Ποιος θα ήταν; Πού θα έφτανε; Ποια θα ήταν η αξία του; Ποιο θα ήταν το ταβάνι του;
Είναι γνωστή, πλέον, η γραμμή που χωρίζει τη ζωή. Εκεί που ορίζει τη ζωή. Ποιος θα ήσουν αν έκανες διαφορετικές επιλογές; Ποια θα ήταν η ζωή σου, αν έπαιρνες άλλες αποφάσεις; Ταινίες έχουν γυριστεί, βιβλία έχουν γραφτεί, σίριαλ έχουν παιχτεί στην τηλεόραση, το θέμα μοιάζει λίγο εξαντλημένο. Κι όμως: Η προσκόλληση του ανθρώπου στο πεπρωμένο είναι τέτοια που πάντα βρίσκει εκείνο το σημείο που όλα άλλαξαν. Ή που αν δεν άλλαζαν όλα, θα μπορούσαν να είναι εντελώς διαφορετικά.
Το 2013, ο Μπερνάρντ ήταν στην Ουκρανία. Η Σαχτάρ είχε κερδίσει την κούρσα από τις πολύ πιο υποσχόμενες Ντόρτμουντ, Άρσεναλ, Ίντερ, Μίλαν και με 25 εκατομμύρια ευρώ είχε κάνει δικό της τον Βραζιλιάνο, ο οποίος ένα χρόνο πριν είχε μικρότερη χρηματιστηριακή αξία μόνο από τον Παουλίνιο και τον Αλεσάντρο Πάτο. Στην Ουκρανία πήγε σχεδόν με όλη του την οικογένεια. Μαμά, αδερφές, θείοι, θείες – όσοι χρειάζονταν για να προσαρμοστεί, πριν μείνει μόνος του στον παγωμένο χειμώνα του Ντόνετσκ. Κι όταν εκείνος έφτασε (σ.σ. ο χειμώνας), ο 21χρονος βρήκε παρηγοριά στα «χαρτάκια».
«Είναι λίγο δύσκολο να βρίσκω εδώ όλα όσα θέλω. Είμαι στην Ουκρανία, μην το ξεχνάτε. Οι δύο αδερφές μου, όμως, τα μαζεύουν και με έχουν βάλει, ήδη, στο άλμπουμ! Αυτή είναι μια στιγμή ευτυχίας για μένα. Από μικρό παιδί μάζευα χαρτάκια και γέμιζα τα άλμπουμ: Με τους Βραζιλιάνους παίκτες, με τα μουντιάλ. Ήταν όνειρο να έχω το δικό μου αυτοκόλλητο. Δεν περίμενα ότι θα μπορούσε να συμβεί τόσο νωρίς, αλλά τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα».
Ήταν, θα έλεγε κανείς, μια ζωή… Panini. Που ακόμα δεν το γνώριζε ούτε ο κανείς, ούτε ο ίδιος, ότι θα γινόταν πατίνι. Η κλήση για το Παγκόσμιο Κύπελλο ήρθε εν ώρα αγώνα με τη Σαχτάρ. Είδε τις κλήσεις και το μήνυμα στο κινητό του. «Ένιωσα πεταλούδες στο στομάχι μου. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Αν δεν νιώθεις πεταλούδες στο στομάχι, τότε δεν έχεις λόγο πια να παίζεις».
Τα όνειρα γίνονται και… εφιάλτες!
Για τους Βραζιλιάνους είναι ο Φελιπάο. Για τον υπόλοιπο κόσμο, είναι ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι. Όλοι μα όλοι ταυτίζονται ότι είναι εκείνος που επιλέχτηκε να οδηγήσει την Βραζιλία σε έναν σχεδόν αυτοεκπληρούμενο χρησμό και όλοι μα όλοι ταυτίζονται ότι απέτυχε παταγωδώς. Καταστροφικά. Ισοπεδωτικά. Ταπεινωτικά. Το 2014 ήταν το όνειρο μιας ολόκληρης χώρας – η επιθυμία και το όνειρο μαζί με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων έπειτα από δύο χρόνια – να φτάσει σε μια Εθνική Παλιγγενεσία, τους πολιτικούς λόγους ας μην τους αναλύσουμε. Οι αγωνιστικοί, διότι ας μην γελιόμαστε το ποδόσφαιρο ήταν εκείνο που ενδιέφερε, καταποντίστηκαν στις 8 Ιουλίου του 2014. Στο Estadio Mineiro. Στο Μπέλο Οριζόντε. Στη γενέτειρα του Μπερνάρντ Ανίσιο Καλντέιρα Ντουάρτε. Με εκείνον στο γήπεδο. Με εκείνον εξιλαστήριο θύμα.
Ας πάμε, όμως, πρώτα μερικούς μήνες πίσω.
«Παναγία μου! Η χάρη που έχει αυτό το παιδί στα πόδια του». Κάποιοι λένε ότι τα υπερβολικά εγκώμια του Λουίς Φελίπε Σκολάρι για τον Μπερνάρντ οφείλονταν στη διάθεσή του να δώσει υπεραξία στο ρόστερ που επέλεξε για να μην του ασκηθεί κριτική για τη μη κλήση του Ροναλντίνιο. Ο Βραζιλιάνος σούπερ σταρ σε εκείνο που θα μπορούσε να είναι το τελευταίο θεατρικό της καριέρας του, έμεινε εκτός και ο Σκολάρι, ο οποίος τον είχε επαναφέρει στην Εθνική ομάδα ένα χρόνο πριν, δεν ήθελε να σταθεί ο Τύπος περισσότερο στους απόντες από τους παρόντες.
Μόνο που πηγαίνοντας προς τον ημιτελικό της 7ης Ιουλίου, πηγαίνοντας προς την εξευτελιστική εκείνη βραδιά, αυτό ακριβώς έκανε η ίδια η Εθνική Βραζιλία. Ο Νεϊμάρ δε θα μπορούσε να παίξει. Το ποιος θα έλειπε, το ποιος θα τον αντικαθιστούσε και το πώς θα κατάφερνε η Βραζιλία να σταθεί στο γήπεδο, έμοιαζε να γίνεται ξαφνικά πιο σημαντικό και από το ίδιο το ματς. Μερικούς μήνες μετά το ματς, ο Γκιλμάρ Ρινάλντι, σύμβουλος των Εθνικών ομάδων, θα εξηγήσει: «Δε γίνεται να ετοιμάζεσαι για το πιο κρίσιμο παιχνίδι σου και να φοράς καπελάκια σαν κι αυτά (σ.σ. οι παίκτες της Βραζιλίας εμφανίστηκαν στην αποστολή με καπέλα #forzaneymar). Τι θα έπρεπε να περνάει από το μυαλό του Μπερνάρντ; Πώς ένιωθε; Ήταν σαν να του λένε: «Είναι η σειρά σου. Βγες και κέρδισε το ματς για μας. Δεν έχω τίποτα εναντίον του Νεϊμάρ, είναι εκπληκτικό τυπάκι, όμως η δύναμη που του έδινε η ομάδα εκείνη τη στιγμή ήταν λάθος. Η ομάδα έπρεπε να είναι προτεραιότητα».
Ο Μπερνάρντ επιλέχτηκε για τη θέση του Νεϊμάρ. 21 ετών, στην πόλη του, σε έναν ημιτελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου, με την απαίτηση όλων των Βραζιλιάνων να κατακτηθεί το τρόπαιο, μόλις στη δεύτερη μεγάλη του διοργάνωση, έπειτα από το Confederation’s Cup του 2013, το οποίο φυσικά μόνο διαφημιστικά είναι μεγάλη διοργάνωση. Έπ’ ουδενί δε συγκρίνεται με την πίεση του μουντιάλ. Πρότερα του αγώνα με την Γερμανία, ο Βραζιλιάνος είχε παίξει 22 λεπτά απέναντι στην Κροατία και ένα ημίχρονο κόντρα στο Μεξικό. Δεν έπαιξε με το Καμερούν, δεν έπαιξε στους «16» απέναντι στην Χιλή, δεν έπαιξε στον προημιτελικό απέναντι στην Κολομβία.
«Ο Φελιπάο είναι σαν πατέρας για μένα. Είναι ο πρώτος που μου έδωσε ευκαιρία στην Εθνική ομάδα και πίστεψε σε μένα». Κι έτσι ξεκινάει ο εφιάλτης της 7ης Ιουλίου. Της ημέρας, της βραδιάς, που κατά πολλούς καθόρισε την καριέρα του Μπερνάρντ. Πριν, όμως, σκεφτείς τι έγινε στις 7 Ιουλίου, δες τι έγινε στις 6. «Γνωρίζω ότι ο Θεός δε θα μου έδινε ένα βάρος που δε θα μπορούσα να σηκώσω», έγραψε στο Instagram, το πρωί του αγώνα, ανακοινώνοντας ουσιαστικά ότι θα ξεκινήσει στη θέση του Νεϊμάρ. Ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι είχε καταλήξει: Ούτε Γουίλιαν, ούτε Ραμίρες. Μπερνάρντ. 21 ετών, ούτε καν κλεισμένα ακόμα, στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, στη θέση του Νεϊμάρ. Όχι Μπερνάρντ, δεν ήταν θέλημα… Θεού.
«Χρειάστηκε να πάρω ειδική αγωγή για να κοιμηθώ πριν το ματς. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μπορέσω να προετοιμαστώ σωματικά, χωρίς να χάσω την αυτοσυγκέντρωσή μου», διηγήθηκε ο Μπερνάρντ αρκετό καιρό μετά, όταν ψυχολογικά οι πληγές δεν είχαν κλείσει, αλλά είχαν αρχίσει να επουλώνονται. Κατά τον βραζιλιάνικο τύπο, δεν έκλεισαν ποτέ. Κατά τους Βραζιλιάνους, το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ ξανά το ίδιο για τον Μπερνάρντ. Πήρε υπνωτικό ή χαλαρωτικό, αν θέλουμε να το θέσουμε πιο κομψά, χάπι ξανά το βράδυ μετά τον αγώνα. «Ήταν ακόμα πιο δύσκολο να κοιμηθώ. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, κανείς δε μιλούσε. Όλοι πήγαν στα δωμάτιά τους».
Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να του συμβεί. Έγινε δακτυλοδεικτούμενος σε μια ολόκληρη χώρα. Και όπως θα προέκυπτε αργότερα, έγινε για να αιφνιδιάσει ο Σκολάρι τους Γερμανούς… «Ο Φελιπάο δοκίμασε στην προπόνηση τον Ραμίρες, τον Παουλίνιο, ακόμα και τον Γουίλιαν και στο τέλος διάλεξε τον Μπερνάρντ. Δεν είχαμε προπονηθεί γι’ αυτό, αλλά γνωρίζαμε ότι θα έκανε στο γήπεδο την ίδια δουλειά με τον Νεϊμάρ. Δε βγήκε το πλάνο», παραδέχτηκε καιρό μετά ο Όσκαρ, αλλά το κακό πια είχε γίνει. Μέχρι και σήμερα ο Μπερνάρντ είναι το πρόσωπο εκείνου του ημιτελικού. Μέχρι και σήμερα βρίσκουν αφορμές να τον πολεμούν στα social media, παρότι έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τότε. Δεν κλήθηκε ποτέ ξανά στην Εθνική ομάδα. Το τέλος εκείνου του καλοκαιριού τον βρήκε σε δίλημμα να επιστρέψει ή όχι στην εμπόλεμη τότε Ουκρανία. Ο Μιρτσέα Λουτσέσκου τον αποκαλούσε «ποδοσφαιριστή του twitter». Τα χτυπήματα ήταν απανωτά.
«Ήμουν σε μια ομάδα και έπαιξα στο Παγκόσμιο Κύπελλο που έγινε στην πατρίδα μου. Σε κάθε στιγμή της διοργάνωσης, ζούσα ένα όνειρο. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Για εκείνο το παιχνίδι χρειάστηκε να πάρω υπνωτικό χάπι. Ήταν μια μέρα για την οποία είχα μεγάλες προσδοκίες. Είναι μια μέρα που πρέπει να θυμάμαι. Αλλά με έναν τρόπο που θα την ξεχάσω, θα την αφήσω πίσω μου».
πηγή: sdna.gr
Comments