Το φετινό καλοκαίρι εξελίσσεται πολύ ξεχωριστά για τον Άντραζ Σπόραρ. Στις 4 Ιουνίου, έκανε πρόταση γάμου στην αγαπημένη του Μία Γκόλομπ, η οποία (του) είπε ένα «ναι» που πιθανότατα αλλάζει την προσωπική του ζωή για πάντα.
Και, 53 ημέρες αργότερα, το «ναι» του 28χρονου «Σπόκι» στον Παναθηναϊκό ενδέχεται να αλλάξει την επαγγελματική του ζωή σε πολύ μεγάλο βαθμό και, μάλιστα, στην πιο ώριμη ποδοσφαιρική του ηλικία. Ο Σλοβένος επιθετικός θα φορέσει τα πράσινα για τρίτη φορά στην καριέρα του, ένα χρώμα που αναμφίβολα (τον) την σημάδεψε θετικά.
Ο Μίχα, κεντρικός αμυντικός στα νιάτα του, κατέγραψε πάνω από 200 συμμετοχές σε ομάδες του εγχώριου πρωταθλήματος, με την (πρασινοφορούσα) Ολίμπια Λουμπλιάνας να βγάζει τον καλύτερό του εαυτό και, μάλιστα, να του δίνει και το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Ο μπαμπάς Σπόραρ κρέμασε τα παπούτσια του σε ηλικία 38 ετών, όταν ο Άντραζ στα 16 του είχε ήδη αποφασίσει ότι θα ακολουθήσει τα χνάρια του, με μια μεγάλη διαφορά: Αυτός έδειξε από μικρός ότι έχει ταλέντο να πετυχαίνει τα γκολ και όχι να τα αποσοβεί, όπως έκανε ο πατέρας του. «Δεν μπορεί να μου δίνει συμβουλές, γιατί εκείνος ήταν στόπερ» έχει πει αστειευόμενος για την (μεγάλη) επιρροή του Μίχα στην πορεία του.
Η μεγάλη ομάδα της γενέτειράς του ήταν αυτή που του άνοιξε πρώτη την αγκαλιά της στα τμήματα υποδομής. Η μετάβαση στον επαγγελματισμό, όμως, έγινε στην Ίντερμπλοκ, η οποία επίσης εδρεύει στην πρωτεύουσα της Σλοβενίας και πλέον αγωνίζεται στις τοπικές κατηγορίες με την ονομασία Νογκομέτνι ΙΒ 1975.
Το «όχι» στον Ζάχοβιτς και ο Όμπλακ
Στην Ίντερμπλοκ, ο 17χρονος Σπόραρ έκανε το πρώτο «μπαμ» με την ικανότητά του στο σκοράρισμα, η οποία τράβηξε την προσοχή των μεγάλων της χώρας. Ο Ζλάτκο Ζάχοβιτς, άλλοτε παίκτης του Ολυμπιακού και διευθυντής ποδοσφαίρου της Μάριμπορ εκείνη την εποχή, τον προσέγγισε και προσπάθησε να τον ντύσει στα μοβ. Βρήκε σε τοίχο.
Από (πιο) μικρός, ο Άντραζ είχε μάθει να αγαπάει την Ολίμπια και να μισεί τη Μάριμπορ. «Θα προτιμούσα να μείνω χωρίς ομάδα, παρά να πάω στη Μάριμπορ» είχε δηλώσει χρόνια αργότερα ο επιθετικός, ο οποίος απάντησε αρνητικά στον Ζάχοβιτς, με τον άλλοτε Ερυθρόλευκο να μην του… κρατάει κακία και μάλιστα να τον συγχαίρει για την μεταγραφή του στην Ολίμπια. Η μοίρα, πάντως, θέλησε χρόνια αργότερα να παίζει δίδυμο στην εθνική ομάδα με τον γιο του Ζλάτκο, Λούκα, με τον οποίο περνάνε και πολλές ώρες παίζοντας το αγαπημένο τους σκάκι.
Στην ομάδα της καρδιάς του, ο νέος άσος του Παναθηναϊκού βίωσε από τις πιο παραγωγικές σεζόν της καριέρας του, έγινε αρχηγός όπως ο πατέρας του και το όνομά του άρχισε να γράφεται στα μπλοκάκια δεκάδων ομάδων από πολύ πιο σημαντικά, ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.
Σε τρία χρόνια και 108 παιχνίδια κατέγραψε 50 γκολ – 18 ασίστ, προετοίμασε το έδαφος για να κληθεί στην εθνική ομάδα της χώρας (κάτι που έγινε από τον γνωστό και μη εξαιρετέο Σρέτσκο Κάτανετς) και για να ανοίξει τα σύνορα, ώστε να παίξει μακριά από τη Σλοβενία, κάτι που δεν έκανε ο πατέρας του.
Τον Γενάρη του 2016, η Βασιλεία έδωσε 3,8 εκατομμύρια ευρώ στην Ολίμπια για να τον κάνει δικό της. Τον έκανε, μάλιστα, την δεύτερη πιο ακριβή μεταγραφή Σλοβένου από ομάδα της χώρας στο εξωτερικό, πίσω μόνο από… κάποιον Γιάν Όμπλακ, επίσης από την Ολίμπια για λογαριασμό της Μπενφίκα, αντί τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ (Γενάρης του 2010). Δεύτερος, δηλαδή, πίσω μόνο από έναν από τους θεωρούμενους καλύτερους τερματοφύλακες στον κόσμο, συμπαίκτη του στην εθνική ομάδα.
Αυτό το (σημαντικό) βάρος, σε συνδυασμό με έναν σοβαρότατο τραυματισμό που τον κράτησε εκτός για έξι μήνες, δεν του επέτρεψαν να πετύχει στην Ελβετία. Οι κακές γλώσσες, μάλιστα, έλεγαν ότι του στοίχισε η αδυναμία του στις ωραίες γυναίκες, αφού φέρεται να έδωσε τα μισά από τα χρήματα των ετήσιων αποδοχών του (!) για να αγοράσει μια Φεράρι στην τότε σύντροφό του Καταρίνα Μπέντσεκ (οκτώ χρόνια μεγαλύτερη του), με την οποία χώρισε λίγους μήνες αργότερα.
Η εκτόξευση και το… όνειρο της Λίβερπουλ
Στην Βασιλεία, παρ’ ότι κατέκτησε τους πρώτους τίτλους του (δύο πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο) και βίωσε την εμπειρία του Champions League (κόντρα σε Άρσεναλ και Παρί Σεν Ζερμέν), δεν έμελλε να στεριώσει. Μόλις ένα γκολ και πέντε ασίστ σε 26 συμμετοχές, ένας (επίσης στείρος) εξάμηνος δανεισμός στην Αρμίνια Μπίλεφεντ (δύο γκολ σε δέκα ματς), παρ’ ότι πέτυχε το γκολ της νίκης στο ντεμπούτο του, και πρόταση – λύτρωση από τη Σλόβαν Μπρατισλάβας (αντίπαλος του Ολυμπιακού στα προκριματικά του Europa League).
Τον Γενάρη του 2018, αντί 600 χιλιάδων ευρώ, οι Σλοβάκοι αγόρασαν λαβράκι. Στην όμορφη Μπρατισλάβα, ο Σπόραρ έχει αφήσει στην άκρη τον… ποδόγυρο, βρίσκει τον καλύτερο εαυτό της καριέρας του και τα… σπάει σε δυόμισι χρόνια, με 60 γκολ – 17 ασίστ σε 78 παιχνίδια (!), ένα πρωτάθλημα, ένα Κύπελλο, δύο τίτλους πρώτους σκόρερ (το είχε κάνει μια φορά και στη Σλοβενία), ένα βραβείο MVP και γκολ κόντρα σε Μπεσίκτας, Γουλβς (δις) και Μπράγκα στο Europa League.
Το όνομά του αρχίζει και πάλι να ακούγεται για τα «σαλόνια», σε σημείο να γράφεται ακόμα και η… Λίβερπουλ! Παρ’ ότι δεν υπήρξε ποτέ έμπρακτο ενδιαφέρον από τους Κόκκινους, ο Σπόραρ επιτρέπει στον εαυτό του να ονειρευτεί την κόκκινη φανέλα, το «Άνφιλντ» και το «You’ll Never Walk Alone».
Έχει δηλώσει, άλλωστε, ότι λατρεύει την Λίβερπουλ και είχε ως ίνδαλμα τον Φερνάντο Τόρες. Μέχρι, τουλάχιστον, ο «Νίνιο» να αφήσει την ομάδα για να συνεχίσει στη Τσέλσι, γιατί έκτοτε τον… διέγραψε από τον χάρτη, κάτι που δεν έκανε ποτέ με το έτερο ίνδαλμά του, τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. «Ο Σπόραρ έχει ένα στιλ ανάμεσα στον Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι και τον Φερνάντο Τόρες» λένε οι ειδικοί από το ποδόσφαιρο της χώρας του, χωρίς βεβαίως να φτάνουν σε επίπεδο συγκρίσεων.
Η εκτόξευση στη Μπρατισλάβα έκανε πραγματικότητα μια μεταγραφή καριέρας, με τη Σπόρτινγκ Λισσαβόνας να δίνει έξι εκατομμύρια ευρώ τον Γενάρη του 2020, κάνοντάς τον την πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του πρωταθλήματος Σλοβακίας. Τον ήθελε πολύ και η Σέλτικ, αλλά έμεινε με την… όρεξη.
Ελπίδα της Σπόρτινγκ, βεβαίως, να βρει στο πρόσωπό του έναν αξιόπιστο διάδοχο του (πολύ αποδοτικού) Μπας Ντοστ, ο οποίος… απέδρασε ουσιαστικά από την ομάδα, αφού ήταν ένας από τους άτυχους ποδοσφαιριστές που έφαγαν ξύλο στο ντου των οπαδών που, επί της ουσίας, έφερε τον Ντανιέλ Ποντένσε στον Ολυμπιακό και άνοιξε τις πόρτες της Λιλ στον Ραφαέλ Λεάο που πλέον βγάζει μάτια στη Μίλαν.
Ο (ημιτελής) έρωτας με τη Μίντλεσμπρο
«Η δουλειά μου είναι να βάζω γκολ» ήταν μια από τις πρώτες του δηλώσεις ως παίκτης των Λιονταριών, όπου δεν έφτασε τις επιδόσεις σε Ολίμπια ή Σλόβαν, αν και ήταν η τέταρτη ομάδα (μετά και την Ίντερμπλοκ) όπου είχε διψήφιο αριθμό γκολ (έντεκα + τέσσερις ασίστ σε 38 παιχνίδια).
Στη Σπόρτινγκ, με την οποία πανηγύρισε πρωτάθλημα και Λιγκ Καπ, οι απαιτήσεις είναι πλέον πολύ μεγάλες. Πέρασε το δεύτερο μισό της δεύτερης σεζόν ως δανεικός στη Μπράγκα (τρία γκολ – τρεις ασίστ σε 16 παιχνίδια) με την οποία πήρε και το Κύπελλο (ολοκλήρωσε, δηλαδή, το εγχώριο τρεμπλ) και πέρυσι έκανε πραγματικότητα το όνειρο του να παίξει στην Αγγλία, έστω και στη δεύτερη κατηγορία, την (πολύ ανταγωνιστική και απαιτητική) Championship.
Η Μίντλεσμπρο, σε μια ακόμα προσπάθεια επιστροφής στην Premier League, ο Σπόραρ έζησε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Οι φίλαθλοι τον αγάπησαν, τον στήριξαν σε περιόδους «ξηρασίας», τύπωσαν μπλουζάκια με το όνομά του (!), του έβγαλαν παρατσούκλι… υπέρ – ήρωα (Sporarman) και, μάλιστα, του έφτιαξαν και αφιέρωσαν σύνθημα που πάει κάπως έτσι, με μουσική υπόκρουση το «She’s Electric» των Oasis: «Είναι Σλοβένος, είναι δανεικός μόνο για μια σεζόν και πιστεύουμε ότι είναι γαμ@@@@@ θαυμάσιος. Άντραζ Σπόραρ».
Ο ίδιος διέμενε στην εξοχή, μακριά από την πόλη, απολαμβάνοντας την ηρεμία για να βγάζει βόλτα τους δύο σκύλους του και να χαλαρώνει μετά τα παιχνίδια. Μέσα στο «Ρίβερσαϊντ», όμως, βίωνε κάτι πρωτόγνωρο («είναι τρέλα, κάτι που δεν θα μπορούσα να φανταστώ ούτε στα πιο άγρια όνειρά μου»). Μοναδικές εμπειρίες που, ποιος ξέρει, ίσως ζήσει και στην Ελλάδα, εφόσον τα πράγματα του πάνε καλά.
Ο Σλοβένος ερωτεύτηκε τους φίλους της «Μπόρο», τους αφιέρωσε – ανταπέδωσε οκτώ γκολ (συν δύο ασίστ) σε 37 ματς (30 ως βασικός), αλλά έμεινε στου δρόμου τα μισά, λόγω και της… επίσκεψης του κορονοϊού. Με 15 τέρματα, βάσει όρου στο συμβόλαιο, η Μίντλεσμπρο θα έπρεπε να τον αγοράσει από τη Σπόρτινγκ αντί 8,5 εκατομμυρίων ευρώ, ρήτρα που θα ενεργοποιούνταν και σε περίπτωση ανόδου στα «σαλόνια» του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Η Μίντλεσμπρο έμεινε προ των πυλών των πλέι οφ ανόδου και προσπάθησε ανεπιτυχώς να τον κρατήσει με πολύ χαμηλότερη προσφορά (δύο εκατομμύρια ευρώ). Η μοίρα του Σπόραρ, ενός σύγχρονου επιθετικού με προσωπικότητα που είναι καλός στην πίεση, στο κράτημα της μπάλας, στον αέρα και στο συνδυαστικό ποδόσφαιρο, θέλησε να βγάλει το κόκκινο και να φορέσει, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, το πράσινο. Το χρώμα, μεταξύ άλλων, της ελπίδας…
Comments