0

Όταν ήταν πιτσιρίκι κι έπαιζε με τον μεγαλύτερο αδερφό του μονό στην πίσω αυλή, υπήρχε ένας κανόνας για να γίνει πιο δίκαιο το παιχνίδι: Η βολή για τον Μάριους Γκριγκόνις θα μετρούσε ως τρίποντο. Μεγάλωσε, έκανε τη διαδρομή του, μα το χούι έμεινε: Βλέπει το τρίποντο σαν βολή!

Είσαι μικρός και έχεις όνειρα…

– Ναι, αλλά πρέπει να πας σχολείο!

– Μα, μαμά…

Γίνεσαι έφηβος και τα όνειρα μοιάζουν ότι μπορούν να γίνουν πραγματικότητα.

– Ναι, αλλά πρέπει να τελειώσεις το σχολείο!

– Μα, μπαμπά…

Ενηλικιώνεσαι και πλέον το όνειρό σου είναι πραγματικότητα.

– Ναι, αλλά πρέπει να σπουδάσεις!

– Μα, γιαγιά…

Η μαμά καταλάβαινε. Ο μπαμπάς καταλάβαινε. Αμφότεροι ήταν φανατικοί οπαδοί της Ζαλγκίρις και όπως και να ‘χει το μπάσκετ είναι μπάσκετ στην Λιθουανία. Ο αδερφός του καταλάβαινε. Μαζί γαλουχήθηκαν στο σπορ – στην πίσω αυλή και στην μπασκέτα πάνω από το γκαράζ (σ.σ. το οποίο δεν το ξέρουμε, αλλά προς τέρψη του στερεότυπου το ανακυκλώνουμε). Στα αδερφικά μονά υπήρχε ένας κανόνας για να αμβλύνει τη διαφορά ηλικίας: Η γραμμή της βολής θα μετρούσε τρεις πόντους για τον Μάριους. Έχανε. Παρά το τρικ, δεν μπορούσε με τίποτα να κερδίσει τον αδερφό του. Μέχρι να φτάσει 14 ετών. Τότε, άρχισε να τον κερδίζει. Ήταν η πρώτη ώθηση αυτοπεποίθησης. Στο 16 κατάλαβε ότι μπορεί να παίξει επαγγελματικά. Είχε, ήδη, συμμετοχές με την Εθνική ομάδα, είχε διακρίσεις σε νεότερες ηλικίες και είχε δει το ευρωπαϊκό μπάσκετ για να νιώθει ότι μπορεί να κυριαρχήσει.

Τι δεν είχε;

Το κουράγιο να το πει στην γιαγιά του!

«Τι? Θα παίξεις μπάσκετ; Πώς θα βγάλεις λεφτά από το μπάσκετ; Κι αν δεν πετύχεις στο μπάσκετ; Πρέπει να πας να σπουδάσεις!».

Πώς εξηγείς σε έναν άνθρωπο που έχει βιώσει τη φτώχεια ότι μπορεί το μπάσκετ να διασφαλίσει τα προς το ζην;

Πίστα-πίστα.

World one!

Η Ζαλγκίρις! Το όνειρο που προλόγισε το κείμενο. Το όνειρο κάθε παιδιού στην Λιθουανία, που δε χρειάζεται να σκέφτεται Ευρώπες και Αμερικές. Παιδί των ακαδημιών της, παιδί του σχολείου του Άρβιντας Σαμπόνις, μέλος της δεύτερης ομάδας και βασικός σε ηλικία 19 ετών. Πώς να μην το πιστέψει το παιδί; Το παιδί, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, ήταν εξαιρετικός μαθητής μέχρι να μπουν στη ζωή του οι διπλές προπονήσεις, ήταν εξαιρετικά ενοχλητικός και πειραχτήρι και ήταν εξαιρετικά ασυνεπής και μάλλον ράθυμος στις προπονήσεις. Πίστευε ότι το ταλέντο αρκεί. Ίσως επειδή μέχρι μια ηλικία το ταλέντο αρκεί για να φέρει νίκες.

Το βάπτισμα του πυρός στην ομάδα της καρδιάς του ήταν λίγο σκληρό. Ο Χουάν Πλάθα τον έριξε τα βαθιά, αλλά δεν ήταν ότι είχε και επιλογή. Ούτε ο Γκριγκόνις, ούτε ο Πλάθα. Η Ζαλγκίρις που είχε ξεκινήσει εντυπωσιακά τη σεζόν, η Ζαλγκίρις που ήταν πρώτη στην τρίτο όμιλο της ευρωλίγκα (σ.σ. με το παλιό σύστημα), η Ζαλγκίρις που είχε ταπεινώσει πολλές ομάδες σε εκείνον τον πρώτο γύρο, μετά κατέρρευσε. «Ήμασταν ακόμα μικροί και σίγουρα ανέτοιμοι για το επίπεδο», διηγείται ο Μάριους Γκριγκόνις, αναφερόμενος στον εαυτό του και στον Τόμας Ντίμσα, οι οποίοι κλήθηκαν από τον Ισπανό τεχνικό προς το τέλος της σεζόν. Ο Γκριγκόνις έκανε το ντεμπούτο του στις 15 Μαΐου του 2013, σε μια μάλλον τραυματική χρονιά για όλους.

«Το κλαμπ είχε τεράστια χρέη, ποτέ δεν ξέραμε αν θα μπορέσουμε καν να πάμε στο επόμενο ταξίδι. Η τράπεζα προσπαθούσε να πάρει το γήπεδο από την ομάδα, και όταν πηγαίναμε για προπόνηση, έμπαιναν πάλι οι αλυσίδες στις πόρτες. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πάτησα το παρκέ. Ήμουν τρομοκρατημένος και πολύ αγχωμένος. Το ότι καταφέραμε να τελειώσουμε εκείνη τη σεζόν ήταν κάτι μοναδικό. Το χρωστάμε στον κόσμο και στον Πλάθα».

World two!

Ήταν λες και πάντα κάτι τον ένωνε με την Ισπανία. Μόλις τελείωσε εκείνη η πρώτη, άτυπη σχεδόν σεζόν, ο Μάριους Γκριγκόνις έφυγε από την Λιθουανία. Γιατί; Γιατί όχι… «Δεν είχα κάποιο πλάνο. Δεν είχα καν μάνατζερ. Ένας τύπος με πήρε τηλέφωνο και μου λέει «θες να πας Ισπανία». Και είπα «ναι». Εκείνος ο τύπος, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, πρέπει να ήταν ο Σαούλιους Σβεντκάουσκας που μεσολάβησε για να επέλθει η συμφωνία. Η Ζαλγκίρις θα τον παραχωρούσε ως δανεικό (και αγύριστο). «Δεν είμαι αρκετά ώριμος ακόμα για την ομάδα και δεν είχα άλλες προσφορές από την Λιθουανία. Η Ουέσκα έψαχνε για έναν παίκτη που μπορεί να παίξει στην περιφέρεια. Από τη στιγμή που μου πρόσφεραν καλές συνθήκες, συμφώνησα χωρίς να το σκεφτώ και ιδιαίτερα. Χαίρομαι που θα παίξω στην Ισπανία, αλλά στεναχωριέμαι που πρέπει να φύγω από τη Λιθουανία».

Έξαλλη η γιαγιά…

Η επαγγελματική ζωή που ονειρευόταν, ε, δεν ήταν ακριβώς όπως την ονειρευόταν. Αν και ήταν ακριβώς όπως συνήθως συμβαίνει στην επαγγελματική ζωή. Θα πάθεις για να μάθεις. Αλλά ποιος να του το πει; «Τις πρώτες μέρες δεν είχα ίντερνετ, δεν μπορούσα να μιλήσω με τους γονείς μου. Ο προπονητής ήρθε και μου είπε πώς αν δεν προπονούμαι σκληρά δε θα παίξω. Εγώ έβλεπα ότι είμαι καλύτερος από τους περισσότερους στην ομάδα, γιατί να μην παίξω; Και τότε κατάλαβα πώς λειτουργεί το μπάσκετ».

Για την ακρίβεια τότε κατάλαβε πώς λειτουργούν τα περισσότερα πράγματα στη ζωή. Όπως π.χ. τα μακαρόνια… «Ήταν η πρώτη φορά που ζούσα μόνος μου. Έψαχνα τα πάντα στο google. Πόση ώρα χρειάζεται να βράσω τα μακαρόνια;». Όσο για τη γλώσσα ούτε συζήτηση… «Είσαι δύο μήνες εδώ και ακόμα να μάθεις ισπανικά;». Το πήρε βήμα-βήμα και στην καθημερινότητά του. Κάποιος συμπαίκτης για να στηριχθεί, δυο-τρία μαγαζιά να τα νιώθει οικεία και ας ασχοληθούμε και πιο σοβαρά με την προπόνηση, τι λες; «Όταν πήγα στη Α2 Ισπανίας κατάλαβα πώς αν πραγματικά θέλω να παίξω πρέπει να δουλέψω. Θα ήταν τέλεια να το είχα ανακαλύψω νωρίτερα, αλλά και πάλι…».

Μετά τον πρώτο του χρόνο στην Ουέσκα και στην Α2 Ισπανίας, ήρθε η Μανρέσα και η μαγική ACB. Η αίσθηση ότι θα παίξεις κόντρα στους καλύτερους. 20 λεπτά συμμετοχής, μονοψήφιος αριθμός πόντων στις περισσότερες περιπτώσεις και ένας ρόλος που ουδέποτε του έκατσε καλά: Θα είσαι στη γωνία και θα περιμένεις όταν σου έρθει η μπάλα να σουτάρεις. Το έκανε με επιτυχία. Ενίοτε. Είχε 7/10 τρίποντα σε ένα ματς. 6/8 σε ένα άλλο. Όμως, αν δεν έπαιρνε τη μπάλα δεν είχε καν συμμετοχή στο ματς. Και τότε εγείρουν οι αμφιβολίες. Με τη μορφή ηλικιωμένης γυναίκας, άμεσου συγγενικού βαθμού.

«Σκέφτεσαι διάφορα: Κανείς δεν σε προετοιμάζει για αυτή την πλευρά… Έπαιζα και δεν έπαιζα στην Μανρέσα, δεν έβγαζα λεφτά, ήταν πολύ δύσκολο. Σκεφτόμουν τη γιαγιά μου και ότι είχε δίκιο – έπρεπε να πάω να σπουδάσω. Ίσως να σταματήσω τώρα και να πάω να σπουδάσω. Έμενα σε έναν κοιτώνα. Μια γκαρσονιέρα, ουσιαστικά ένα δωμάτιο. Κι εκεί επιστρέφεις κάθε το βράδυ, κανείς δεν σε έχει προετοιμάσει ότι είναι τόσο δύσκολο. Να είσαι σε ένα μικρό δωμάτιο μετά από ένα παιχνίδι που δεν πήγε καλά, μόνος σου. Δεν ξέρω τώρα πώς το ξεπέρασα, υποθέτω ωρίμασα χρόνο με το χρόνο».

Τη δεύτερη σεζόν ήταν καλύτερα τα πράγματα και την τρίτη έζησε το όνειρο! Όχι το δικό του  ̇εκείνο αργούσε ακόμα. Το όνειρο του islander! Μετακόμισε στην Τενερίφη, ταξίδευε συνέχεια, είδε τον κόσμο, έπαιξε στο BCL, το κατέκτησε, αναδείχθηκε MVP και τι καλύτερο να περιμένεις; Τίποτα στην Τενερίφη, γι’ αυτό και ζήτησε από το μάνατζέρ του να φύγει.

World three!

Στη Liga Endesa δεν έκανε κάτι συγκλονιστικά καλύτερο από τις προηγούμενες σεζόν. Ήταν το Champions League που έστρεψε τους προβολείς πάνω του, αλλά και το Copa Del Rey. Ένα εξαιρετικό παιχνίδι κόντρα στην Μπασκόνια και αν κάποιος τον έβλεπε εκείνο το βράδυ, θα τον ήθελε στην ομάδα του. Ο Άιτο Ρενέσες τον έβλεπε και τον ήθελε. Η Ζαλγκίρις τον είδε και τον ήθελε. Δίλημμα; Όχι ακριβώς! Η λιθουανική ομάδα τού ζήτησε να περιμένει τρεις εβδομάδες, κάτι το οποίο προφανώς και στο αποκορύφωμα της μεταγραφικής περιόδου δε γινόταν. Ο Μάριους υπέγραψε στην Άλμπα. Την επόμενη μέρα τον κάλεσαν από τη Ζαλγκίρις να τον ρωτήσουν αν είχε υπογράψει. Πώς το λένε; Too late!

Το τριετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει στο Βερολίνο δε θα το εξαντλούσε ποτέ. Ούτε καν κοντά δεν έφτασε, αλλά έμεινε πιστός στο πλάνο που είχε. Βήμα-βήμα, πίστα-πίστα. Έπαιξε στο Eurocup, συνεργάστηκε με τον Άιτο Ρενέσες, γέλασε όσο δεν είχε γελάσει ποτέ πριν στην καριέρα του (σ.σ. «είναι ένας προπονητής που έχει πάρα πολύ πλάκα», θα πει), και το 2018 ήρθε η ώρα για την εκπλήρωση του ονείρου. Ονείρου; Όχι ακριβώς, όχι πια.

«Το όνειρο υπήρχε από όταν ήμουν δώδεκα ετών. Μετά, όταν φεύγεις και παίζεις στην Ευρώπη, αρχίζεις να σχεδιάζεις την εκδίκησή σου. Σκέφτεσαι ότι αφού δε με ήθελαν, δε δίνω ούτε εγώ δεκάρα γι’ αυτούς». Λοιπόν… Έδωσε! Ειδικά όταν στο κινητό του είδε να αναβοσβήνει το όνομα του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους. «Θυμάμαι ότι κάναμε μπάρμπεκιου στην αυλή ενός φίλου και κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Όταν είδα πως ήταν ο Σάρας, ζήτησα να κλείσουμε τη μουσική».

World four!

Η γιαγιά του μπορούσε πια να ηρεμήσει. Σε περίπτωση που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακόμα πεισθεί, ήταν η στιγμή να νιώσει σίγουρη. Ο Μάριους Γκριγκόνις επέστρεφε σπίτι του. Και στο σπίτι του θα έμενε για πάντα. Επιτέλους να ζήσει με τη γυναίκα του, την οποία γνώρισε στο νηπιαγωγείο (αλλά δεν ήθελαν τότε να βιαστούν), με την οποία έχει δύο παιδιά, και την οποία… τραβολογούσε στο Βερολίνο, μετά την Ισπανία. Επιτέλους σπίτι! Επιτέλους να ριζώσουμε, γιατί τίποτα δεν τον συγκινούσε όσο η Ζαλγκίρις. Ούτε καν το ΝΒΑ. «Έχω κάνει screenshot τις συνομιλίες για να τις δείχνω μια μέρα στα παιδιά μου, αλλά δεν είμαι παίκτης για την Αμερική», παραδέχεται. Έγινε, όμως, παίκτης για την ΤΣΣΚΑ. Και όπως έγραφαν τότε τα λιθουανικά μέσα «έγινε πολύ ακριβός ο Γκριγκόνις για τη Ζαλγκίρις;».

Η αλήθεια ήταν κάπου στη μέση. Οι εμφανίσεις του στην ευρωλίγκα εκτόξευσαν την αξία του, όμως ο ίδιος αναζητούσε πρόταση ανανέωσης. «Ήθελα να φτάσουμε νωρίς σε συμφωνία για να είμαι σίγουρος για τα επόμενα χρόνια, αλλά μου απάντησαν ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Δε νομίζω ότι ήταν πολλά όσα ζητούσα για τη Ζαλγκίρις. Όμως, όταν δεν υπάρχει προσφορά μπροστά σου, τι κακό έχει να αποδεχτείς μια άλλη;». Η ομάδα του θα τον πλήγωνε ξανά. «Στεναχωριέμαι. Είναι κρίμα που φεύγω από το Κάουνας ξανά. Όταν έφτιαχνα τα πράγματά μου για τη Μόσχα, δάκρυσα».

Ο Μάριους Γκριγκόνις δεν αποδέχτηκε καν την πρώτη προσφορά της ΤΣΣΚΑ. Είπε το «ναι» στη δεύτερη. «Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσω στο επίπεδο που θα μου κάνει τέτοια πρόταση μια τέτοια ομάδα. Πάντα λες ότι αυτό είναι η ελπίδα σου και το πλάνο σου, αλλά δε σημαίνει ότι το πιστεύεις κιόλας».

Κλειστό συμβόλαιο, διάρκειας τριών, με συνολικές αποδοχές τέσσερα εκατομμύρια ευρώ.

Εντάξει, ίσως εντέλει να πείστηκε και η γιαγιά…

Γιαννακόπουλος: “Μερικοί λένε ψέματα”

Previous article

Παρελθόν από την Αρμάνι Μιλάνο ο Μπέντιλ – Πάει Ολυμπιακό;;;

Next article

You may also like

Comments

Leave a reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.