0

Μιλά για όλους και για όλα!

Champions League, τελικός UEFA, La Liga, Serie A, Bundesliga, Γαλλία με τη Μονακό, Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ. Μια πορεία με μεγάλες, αλλά και δύσκολες στιγμές. Στιγματίστηκε ως ένα από τα παιδιά του Τζίγγερ και είδε πανό «σε χαρίζουμε, δεν σε υπολογίζουμε». Αν ήταν παίκτης του Ολυμπιακού και έπαιρνε πρωταθλήματα «θα έγραφαν ότι ήμουν καλός παίκτης. Αν λεγόμουν Τζιόλιτς με 500 ματς στην καριέρα μου, με 75 ματς στην εθνική Σερβίας, θα έλεγαν ότι είμαι κακός παίκτης»; Θεωρεί ότι στην Ελλάδα ο κόσμος έχει ένα πρόβλημα: Μην ξεμείνει η ομάδα του από Ελληνα παίκτη και μετά δεν έχει ποιον να βρίσει. Μόνιμο στέλεχος στην Εθνική και μόνιμο το ερώτημα «γιατί πάλι Τζιόλης;», στο οποίο απαντά.

Ο ΠΑΟΚ στον οποίο δέθηκε περισσότερο, αλλά και στον οποίο έμεινε έξι μήνες ανενεργός: «Ο Μίχελ ήθελε να απεμπλακεί από το ελληνικό στοιχείο. Στον Ίβιτς είπα ότι δεν με σέβεται ούτε ως άνθρωπο, ούτε ως ποδοσφαιριστή». Ο Φερνάντο Σάντος από αυτόν ξεκινούσε τους αγώνες των προκριματικών και τη στιγμή της επιβράβευσης «με άφηνε εκτός. Του το είπα στο γραφείο του μέσα, στα ίσια και έφυγα: “Με αδικείς που δεν με παίρνεις. Θα τελειώσει το Euro, θα έρθουν τα προκριματικά του Σεπτεμβρίου για την επόμενη διοργάνωση και θα είμαι πάλι εγώ ο βασικός σου”».

Ο Φαν’τ Σχιπ, ο Πογιέτ, το θέμα Μανωλά – Παπασταθόπουλου, ο χαμός του Άλκη και τα κροκοδείλια δάκρυα που τον έχουν εξοργίσει, η διαιτησία στην Ελλάδα και ο επόμενος στόχος του -επιχειρηματία- Αλέξανδρου Τζιόλη, να γίνει προπονητής. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη συνέντευξη του Κατερινιώτη μετά το «αντίο» από τη δράση.

Όταν σταματήσεις τη μπάλα, όλες οι μέρες σου φαίνονται ίδιες

Ποια είναι τα σχέδιά σου τώρα που έχεις σταματήσει τη μπάλα;

«Πρόσφατα ολοκλήρωσα τα σεμινάρια για το δίπλωμα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, το UEFA A. Σιγά σιγά θέλω να μπω στο χώρο, με ενδιαφέρει πολύ. Το έχω στο μυαλό μου πολύ καιρό και θέλω να μπω στην προπονητική. Θέλω να δω τις δυνατότητές μου, να δω πού μπορώ να φτάσω. Θέλω να γίνω πρώτος προπονητής».

Μετά το UEFA A, πού μπορείς να πας;

«Μετά είναι το UEFA Pro. Αρχικά κάναμε το Β και το Α και τώρα στόχος είναι το Pro».

Πώς είναι η καθημερινότητα σου πλέον;

«Εντάξει, πολύ πιο χαλαροί οι ρυθμοί σε σχέση μ’ αυτούς που έχει ένας επαγγελματίας παίκτης. Πάνε δύο χρόνια από τη μέρα που σταμάτησα ως ποδοσφαιριστής. Πρέπει να βρεις νέα κίνητρα, η ζωή δεν σταματάει επειδή σταμάτησες και το ποδόσφαιρο. Εχω κάποιες επιχειρήσεις, ένα ξενοδοχείο στην Κατερίνη που είναι σεζόν. Γεμίζει το πρόγραμμά μου».

Πώς βίωσες την αλλαγή όταν είπες «τέλος»;

«Στην αρχή είναι μια δύσκολη περίοδος. Βγαίνεις από την καθημερινότητα. Σου λείπει η ένταση, η προπόνηση, το πρόγραμμα. Όταν είσαι εν ενεργεία ποδοσφαιριστής, κάνεις την προπόνησή σου, μέσα στην εβδομάδα λες “την Κυριακή έχω αγώνα”. Άλλη μέρα είναι η Κυριακή για έναν ποδοσφαιριστή, άλλη το Σάββατο, άλλη μία μέσα μέσα στην εβδομάδα. Μετά είναι όλες οι μέρες ίδιες. Τι Κυριακή τι Δευτέρα, είναι όλες ίδιες. Αυτό ήταν κάπως δύσκολο, αλλά το βρήκα. Και επειδή είχα ως στόχο να πάω στο προπονητικό κομμάτι, είναι σημαντικό να έχεις κάτι να γεμίζεις την καθημερινότητά σου. Και όπως είπα έχω και τις επιχειρήσεις μου, έχω έναν στόχο και το μυαλό μου είναι εκεί. Το έζησα για λίγο καιρό. Ξέρεις, ξυπνάς και λες: “Τι να κάνω;”. Πάω για έναν καφέ, για ένα φαγητό. Μετά; Για τον άνθρωπο είναι σημαντικό να ξυπνάει και να έχει κάτι να κάνει. Μπορεί και πριν να μην είχα ένα 8ωρο να δουλέψω, αλλά είχα κάτι. Είναι πολύ σημαντικό».

Παίζεις και τένις;

«Ναι, εκεί που έπρεπε να βρω κάτι να ξεσπάω ανακάλυψα το τένις. Γιατί το να πηγαίνω γυμναστήριο μόνο, είναι βαρετό. Το τένις έχει και τον ανταγωνισμό μέσα. Συνδυάζει τον αθλητισμό με τον ανταγωνισμό το τένις και κόλλησα».

«Αντεχα τη μοναξιά»

Αλέξανδρε, οι περισσότεροι αθλητές παντρεύονται μικροί. Εσύ παρόλο που δεν παντρεύτηκες, παρέμεινες συγκροτημένος. Επαιξες χρόνια σε υψηλό επίπεδο, δημιούργησες τις επιχειρήσεις σου. Ήσουν πάντα έτσι;

«Ναι, ισχύει αυτό που λέτε. Από μικρός ήμουν έτσι. Όταν είδα ότι θα ασχοληθώ μ’ αυτό το κομμάτι, από μόνος μου ήμουν πειθαρχημένος. Σίγουρα και η οικογένειά σου σε βάζει σ’ έναν δρόμο, αλλά απ’ όταν ασχολήθηκα επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο ήμουν συγκεντρωμένος σ’ αυτό. Δεν μπήκα νωρίς σε θέμα οικογένειας και παιδιών. Μπόρεσα και το διαχειρίστηκα όμως. Γύρισα πολλές χώρες κι αυτό είναι επίσης δύσκολο. Παίρνεις μια βαλίτσα και είσαι σ’ ένα μέρος μόνος σου. Σε στεναχώριες της δουλειάς είσαι μόνος σου. Είναι δύσκολο. Κι όταν δεν έχεις παρέα, θέλει και ψυχική δύναμη».

Ειδικά τελευταία στην Αραβία που ήσουν.

«Ναι, αλλά και στην Ευρώπη ισχύει αυτό. Η προπόνηση είναι δύο ώρες, μετά είσαι ξένος σε μια άλλη χώρα. Πολλές φορές οι συμπαίκτες σου είναι όλοι παντρεμένοι, δεν έχεις παρέα. Είσαι σπίτι – προπόνηση, προπόνηση – σπίτι. Είναι δύσκολο. Από την άλλη, άλλα παιδιά που έχουν οικογένειες έχουν τη δυσκολία των παιδιών και των σχολείων. Σε εμένα ήταν πιο πολύ το θέμα της διαχείρισης της μοναξιάς. Τα κατάφερνα όμως, δεν είχα την ανάγκη. Πολλές φορές σε αναγκάζουν και οι δυσκολίες να επιλέξεις να κάνεις οικογένεια. Δεν ήθελα να είναι αυτή η αφορμή ή να δεσμευτώ νωρίς. Αν το αναλύσεις λίγο – δεν λέω πάντα -σε αναγκάζουν οι συνθήκες να επιλέξεις την παρέα σου. Εγώ δεν το ήθελα αυτό, τα είχα καλά με τον εαυτό μου. Άντεχα τη μοναξιά. Ετσι εξελίχθηκε καλώς ή κακώς».

«Δεν βίωσα ρατσισμό στη Γερμανία, κολλητός μου ήταν Τούρκος»

Πότε κατάλαβες ότι δεν είσαι άλλο ένα παιδί που παίζει μπάλα με τους φίλους στο σχολείο;

«Όπως όλα τα παιδιά ξεκίνησα να παίζω νωρίς. Αν δεν κάνω λάθος ήταν στην ηλικία 6-7 ετών. Μέχρι τα 9 μου μεγάλωσα στη Γερμανία με την οικογένειά μου».

Σε ποια πόλη;

«Στην Στουτγκάρδη. Ξεχώριζα μέσα από μια γκάμα παιδιών στο σχολείο. Θυμάμαι ότι μια μέρα η δασκάλα είπε στη μαμά μου: “Γράψε τον γιο σου στη μπάλα γιατί παίζει καλά”. Μετά ήρθαμε στην Ελλάδα γιατί δεν άρεσε στην οικογένειά μου η ζωή εκεί».

Ζούσαν πολλά χρόνια εκεί;

«Ουσιαστικά εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα. Όταν ήμουν έξι μηνών φύγαμε και γυρίσαμε πάλι όταν ήμουν 9 ετών. Ο μπαμπάς μου ασχολήθηκε με το χώρο της εστίασης όπως πολλοί Έλληνες».

Ρατσισμό βίωσες;

«Απ’ όσο θυμάμαι όχι. Ίσα ίσα, ο κολλητός μου ήταν Τούρκος. Σε ηλικία 6-8 ήμασταν πολύ κοντά».

Και εδώ, λοιπόν, καταλαβαίνεις ότι θα κάνεις το μεγάλο βήμα.

«Ναι, από τα 12 μέχρι τα 17 μου κάθε χρόνο άλλαζα ομάδα».

Από μικρός στη γύρα δηλαδή…

«Ναι… Τότε ήταν και δύσκολο να βρεις προπονητές να δίνουν σημασία στα παιδιά. Κάθε χρόνο οι ομάδες διαλύονταν. Εδώ, έτυχε να βρω έναν προπονητή που πρόσεχε τα παιδιά. Αυτός άλλαζε ομάδες και τον ακολουθούσα. Μέχρι που πήγα στον Απόλλωνα Λιτοχώρου και άρχισα να παίζω σε μικτές ομάδες και Εθνική Παίδων. Εκεί με είδαν και από τον Πανιώνιο».

Ξέρεις αν πήραν χρήματα από τον Πανιώνιο;

«Νομίζω όχι. Έτυχε μία χρονιά νωρίτερα να έχω φύγει πάλι με μεταγραφή. Επαιζα σ’ ένα άλλο χωριό, στην Περίσταση που μένω. Τότε υπήρχε ο Πατραϊκός, στη Β’ Εθνική. Πήρα μεταγραφή εκεί, πήγα στην προετοιμασία στα 3-5 Πηγάδια αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως είχαμε συμφωνήσει και δύο εβδομάδες μετά πήγε ο πατέρας μου και ζήτησε πίσω το δελτίο μου. Ετσι γύρισα στο Λιτόχωρο για άλλη μία χρονιά. Θα μπορούσαν δηλαδή τα πράγματα να έχουν πάρει άλλη τροχιά».

«Ο πατέρας μου έβαλε έναν όρο για να πάω στον Πανιώνιο»

Ποιος είναι ο άνθρωπος-κλειδί που σε πήγε στον Πανιώνιο;

«Τότε είχαμε παίξει δύο φιλικά με την Εθνική Παίδων στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας. Τότε, ήταν εκεί ο κύριος Δέδες από τον Πανιώνιο με πρόεδρο τον Μπέο. Με προσέγγισαν σωστά, ο Πανιώνιος είναι μεγάλος σύλλογος. Πάντα έβγαζε ποδοσφαιριστές και η κατάσταση για έναν νεαρό ποδοσφαιριστή ήταν ιδανική.

Ο μοναδικός όρος που έβαλε ο πατέρας μου για να πάω εκεί, επειδή με είχαν προσεγγίσει κι άλλες ομάδες, ήταν να κάνω προπονήσεις με την πρώτη ομάδα και την Κυριακή ας έπαιζα με τη Β’ ομάδα. Ο πατέρας μου ήταν πάντα δίπλα μου και με συμβούλευε. Τότε δεν έδιναν και πολλή σημασία στις Κ19, ενώ στην πρώτη ομάδα θα με έβλεπε ο προπονητής».

Κι απ’ ό,τι είδαμε άρχιζες να παίζεις αμέσως, παρόλο που ήσουν 17 ετών.

«Ναι, με τον Μπουμπένκο».

Τι κόουτς ήταν;

«Νορμάλ, από την Σλοβακία ήταν».

Με τον Μπέο έχεις να μας πεις καμία ωραία ιστορία;

«Γενικά είναι πολύ ατακαδόρος. Όταν έχει κέφια είναι ωραίος»

«Από το Λιτόχωρο, μέσα σε έξι μήνες έπαιξa στο Καμπ Νόου κόντρα στον Ροναλντίνιο»

Πώς ήταν για ένα παιδί 17 ετών να παίζει με το «καλημέρα» επαγγελματικά στην Super League και με μία ιστορική ομάδα;

«Ήταν όλο μαζί… Ήρθα στην Αθήνα. Στην αρχή συγκατοικούσα μ’ ένα άλλο παιδί από τον Πανιώνιο και μετά έμεινα μόνος μου. Το είχα πάρει σοβαρά από την αρχή, ήμουν συγκεντρωμένος γιατί ήξερα τι θέλω να κάνω. Τότε ο Πανιώνιος είχε και πολλούς έμπειρους παίκτες όπως ο Άκης Μάντζιος, ο Τάκης Γιαννόπουλος. Παλιοί παίκτες και καλοί. Εγώ ήμουν ένα παιδί που το μόνο που έκανε ήταν να δουλεύει και να μην μιλάει. Ήθελα μόνο να βελτιώνομαι μέχρι να μου έρθει η ευκαιρία. Και τελικά μου ήρθε στα 18 μου και σε μια Α’ Εθνική που τότε σπάνια δίνονταν τέτοιες ευκαιρίες. Νομίζω ότι ήρθε ιδανικά. Και μετά από 2-3 χρόνια στον Πανιώνιο με πολλές συμμετοχές και παραστάσεις ήρθε και η ευκαιρία από τον Παναθηναϊκό».

Ποια είναι η πρώτη σου εικόνα όταν μπήκες στα αποδυτήρια του Πανιώνιου;

«Αυτό δεν μπορώ να το θυμηθώ. Δεν θα ξεχάσω όμως ότι μου είχε κάνει εντύπωση πόση εμπειρία υπήρχαν μέσα σ’ αυτά. Κοιτούσα να πάρω ό,τι μπορούσα από τον καθένα και να είμαι συνεπής. Ήμουν σίγουρος για τις δυνατότητές μου και ότι θα μου έρθει η ευκαιρία. Μόνο να βελτιώνομαι ήθελα».

Υπήρχε κάποιος παίκτης που έπαιζε στη θέση σου και ήθελες να πάρεις στοιχεία απ’ αυτόν;

«Στη θέση μου είχαμε πολύ έμπειρα παιδιά όπως ο Φερεκίδης, ο Κόντης, ο Λαγωνικάκης. Τερματοφύλακας ήταν ο Ντρόμπνικ. Ήταν δεμένη ομάδα και το κλίμα ήταν πολύ καλό, γι’ αυτό και ο Πανιώνιος αργότερα έπαιξε κι Ευρώπη. Εβαλαν στο κλίμα ένα νεαρό παιδί. Εγώ είχα το πακέτο και οι έμπειροι εκείνης της περιόδου σέβονταν ένα νεαρό παιδί που επίσης τους σεβόταν. Ήταν κι ο Βαγγέλης Μάντζιος που ήμασταν μαζί, μετά ήρθε ο Σπυρόπουλος. Συνομίλικα παιδιά που κάναμε και παρέα. Με τον Βαγγέλη κάναμε και παρέα».

Θυμάσαι κάποιο ωραίο περιστατικό από τον Πανιώνιο;

«Πήγα το 2002… Έχουν περάσει 20 χρόνια! Θυμάμαι πολύ έντονα το πρώτο μου ευρωπαϊκό ματς στο Καμπ Νόου με τη Μπαρτσελόνα. Θυμάμαι και το ματς στη Νέα Σμύρνη, γεμάτο το γήπεδο, τον Ροναλντίνιο».

Τι θυμάσαι πιο έντονα απ’ αυτά τα ματς;

«Ε, το να μπαίνεις πιτσιρικάς στο Καμπ Νόου, με τον Πανιώνιο κόντρα στη Μπαρτσελόνα του Ράικαρντ αν δεν κάνω λάθος… Εχω φωτογραφίες απ’ αυτό το ματς».

Θυμάσαι το βράδυ πριν από το παιχνίδι;

«Ξέρετε, δεν ήμουν σίγουρος ότι θα παίξω. Εντάξει, γνώριζα ότι θα είμαι στον πάγκο αλλά υπήρχαν έμπειρα παιδιά στην ομάδα. Όσο ερχόταν η ώρα του αγώνα έλεγα από μέσα μου “βρε λες;”. Αρχίζει να μπαίνει στο μυαλό σου. Εντάξει, ήδη είχαμε αποκλειστεί και τελικά με πέταξε μέσα. Στη Νέα Σμύρνη είχαμε χάσει 3-0 και στη Βαρκελώνη ηττηθήκαμε με το αξιοπρεπέστατο 2-0. Επαιζαν με 10 παίκτες λόγω αποβολής του Λουίς Ενρίκε από την αρχή του αγώνα».

«Μια φορά χτύπησα άθελά μου τον Ζέκα, που είναι ψυχούλα»

Εσύ έχεις δεχτεί κόκκινη κάρτα;

«Είχα δεχτεί κόκκινη με την Νιούκαστλ όταν ήμουν στον Πανιώνιο πιτσιρικάς, με δύο κίτρινες. Και κόκκινη πήρα σ’ ένα Παναθηναϊκός – ΠΑΟΚ στη Λεωφόρο. Φεύγω μ’ ένα τάκλιν, που δεν ξέρω πώς έφυγα, και χτυπάω τον Ζέκα. Εν τω μεταξύ ο Ζέκα είναι ψυχούλα. Δεν ξέρω πώς έφυγα, πιο πολύ γλίστρησα. Δεν κατάλαβα πώς τον χτύπησα και δέχτηκα κόκκινη χωρίς να το θέλω. Μετά είδα και το χτύπημα στην τηλεόραση και πάλι δεν κατάλαβα πώς το έκανα, κάπως γλίστρησα. Τον χτύπησα άσχημα. Ποτέ δεν χτυπάω κανέναν, αλλά όταν είδα ποιον χτύπησα λέω μέσα μου “κοίτα ποιον χτύπησα”».

Ήσουν παίκτης αθόρυβος. Φαινόσουν πιο πολύ σ’ αυτούς που ήταν στο γήπεδο. Αυτό σ’ αδίκησε;

«Ετσι το έβλεπα το ποδόσφαιρο, έτσι λειτουργούσα. Το έντονο πάθος δεν ήταν το χαρακτηριστικό μου. Προφανώς και χρειάζεται το πάθος, αλλά όχι υπερβολές. Πολλές φορές άκουγα να λένε: “Δεν κάνει τάκλιν”. Εγώ δεν θα κρίνω έναν παίκτη από το αν κάνει τάκλιν ή όχι. Ίσα ίσα το τάκλιν είναι η τελευταία επιλογή και δείχνει και αδυναμία να κόψεις τον αντίπαλό σου».

Θεωρείς ότι είναι και η θέση του αμυντικού μέσου που δεν φαίνεται τόσο πολύ;

«Κάποιος είχε πει… Ο Πίρλο νομίζω, ότι πρέπει να δεις έναν παίκτη ζωντανά, στο γήπεδο, για να δεις την επίδρασή του στην ομάδα. Το πόσο βοηθάει την ομάδα θα το δεις μόνο όταν είσαι στην εξέδρα. Ο χαφ πρέπει να πάρει τη μπάλα από το σημείο Α και να τη δώσει στο σημείο Β όσο πιο γρήγορα και σωστά γίνεται. Αυτό προφανώς δεν ξεσηκώνει τον κόσμο, δεν είναι μια ντρίμπλα.

Να δώσω ένα παράδειγμα. Ο Μπούσκετς που είναι ένας τρομερός παίκτης για την Μπαρτσελόνα ως 6άρι, τώρα τελευταία αποθεώνεται περισσότερο από τους δημοσιογράφους. Κι ο μέσος φίλαθλος διαβάζοντάς τα θα πει ότι είναι καλός παίκτης. Κι ας παίζει 20 χρόνια στην Μπαρτσελόνα. Δεν μπορεί να αντιληφθεί κάποιος εύκολα το πόσο χρήσιμος είναι μέσα στο γήπεδο. Είναι άχαρος ο ρόλος, είναι το κακό της θέσης και δεν εντυπωσιάζει. Υπάρχει και λίγος κόσμος που θα εκτιμήσει εκείνον που κάνει το απλό. Νομίζω ότι χάνεσαι όμως στη μεγάλη εικόνα».

«Στιγματιστήκαμε ως τα παιδιά του Τζίγγερ»

Όταν σε έβριζαν πώς ένιωθες; Πώς αντιδρούσες και πώς το βίωνες;

«Μέσα στο ματς δεν είχα δεύτερες σκέψεις. Όταν έπαιζα ήμουν φουλ συγκεντρωμένος. Σίγουρα υπήρχε ένα κίνημα και στην Εθνική Ομάδα και στις ομάδες που ήμουν το έζησα. Στον ΠΑΟΚ λιγότερο. Εννοώ κίνημα από κόσμο που δεν με εκτιμούσε ποδοσφαιρικά. Να σας πω ότι ήταν θετικό, θα σας πω ψέματα. Το να μην εκτιμάσαι από την περιρέουσα ατμόσφαιρα ή δεν παίρνεις αυτό που αξίζεις, δεν είναι ωραίο. Είχα όμως τη δύναμη να το διαχειριστώ, γιατί αν δεν την είχα, θα χανόμουν στην πορεία. Δεν είναι εύκολο αυτό και χαίρομαι που το κατάφερα.

Δεν ξέρω πώς θα φανεί αυτό που θα πω, αλλά ξέρω ότι ήμουν ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής. Το να μην σου αρέσω και να μην θες να με βλέπεις, είναι σεβαστό. Και σε εμένα κάποιοι δεν μου αρέσουν, αλλά δεν μπορεί κάποιος να μου πει ότι δεν ήμουν καλός ποδοσφαιριστής, έχω αντίλογο σ’ αυτό. Δεν το δέχομαι».

Με την πορεία που έχεις κάνει εννοείται ότι κάτι καλό έχεις κάνει. Αυτό που βλέπουμε και από τον κόσμο αλλά και από τους δημοσιογράφους είναι ότι γίνεται πολλές φορές επιφανειακή κριτική.

«Πιστεύω ότι αυτό δεν θα αλλάξει, θα έχουν περάσει 20 χρόνια και θα υπάρχει. Τότε ήταν οι εφημερίδες, τώρα είναι οι ιστοσελίδες».

Επαιρνες εφημερίδες να διαβάσεις τι έγραφαν;

«Ναι, όταν ήμουν πιο πιτσιρικάς έπαιρνα. Αλλά όταν κατάλαβα ότι με χαλάει και τους λόγους για τους οποίους γράφονταν, το έκοψα. Αρχισαν να μου μπαίνουν στο μυαλό οι λόγοι για τους οποίους γίνεται αυτό. Εβλεπα μια κριτική που δεν είχε σχέση μ’ αυτό που γινόταν στο γήπεδο, οπότε είπα ότι δεν υπάρχει λόγος να ασχολούμαι μ’ όλο αυτό».

Οι κριτικές που τον έκαναν να γελάει και το «Τζιόλη σε χαρίζουμε δεν σε υπολογίζουμε»

Στον Παναθηναϊκό το κατάλαβες αυτό;

«Ναι. Ενα κομμάτι μου γελούσε μ’ αυτό. Ως χαρακτήρας ποτέ δεν είχα ανάγκη την επιβεβαίωση, αλλά δεν είναι έτσι για πολλούς. Και κατάλαβα ότι αν δημιουργούσες σχέσεις είχες κι άλλη αντιμετώπιση. Θυμάμαι όταν πήγα στον Παναθηναϊκό, χτύπησε το τηλέφωνό μου 2-3 φορές από άγνωστους αριθμούς. Με ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι τι γινόταν στην προπόνηση αλλά εγώ δεν ήμουν έτσι, δεν μ’ άρεσε και το έκοψα. Ε, αυτό έχει κι ένα τίμημα. Και έτσι είναι το πράγμα. Δεν το κρίνω καλό ή κακό, αλλά έτσι είναι. Μπορεί να μην γίνεται και από κακία. Για να μην πάω στο τελείως πονηρό, όταν ένας δημοσιογράφος αποκτήσει μια σχέση με έναν παίκτη, αυτομάτως θα του βγει μια παραπάνω επιείκεια. Όταν δημιουργήσεις μια σχέση και τον θεωρήσεις κοντά σου, τον βλέπεις αλλιώς. Εγώ συνεντεύξεις δεν έδινα, με δημοσιογράφους δεν μιλούσα, οπότε είναι λογικό όταν παίξω 6-7 να μου βάλεις 6-7 ή και 5. Αν ήμουν φίλος σου, αν έπαιζα 5 θα μου έβαζες 6, είναι ανθρώπινο για να μην το πάω πονηρά. Το ποδόσφαιρο το είχα αλλιώς στο μυαλό μου, μεγάλωσα στη Γερμανία… Στο εξωτερικό δεν υπάρχει αυτή η πληθώρα των Μέσων. Στη Γερμανία είναι η Bild, το Kicker…».

Εκεί σε έπαιρναν τηλέφωνο;

«Ποτέ, ποτέ… Δεν ξέρω και κατά πόσο αυτό ωφελεί».

Απ’ όσα άκουγες τι σε κούρασε πιο πολύ;

«Εκανα υπομονή. Αν τα πάρεις χρονικά τα πράγματα, στον Παναθηναϊκό έπαιζα. Η ομάδα ήταν σε καλή κατάσταση, έπαιξε στο Champions League και μετά εγώ και κάποια άλλα παιδιά στιγματιστήκαμε ως “παιδιά του Τζίγγερ” όταν άλλαξε η διοίκηση. Αυτό έφερε μια κατάσταση… Θυμάμαι σαν τώρα, στην Ξάνθη στο τελευταίο μου ματς, που έγραψαν οπαδοί: “Τζιόλη σε χαρίζουμε, δεν σε υπολογίζουμε”. Οι οπαδοί να γράψουν πανό για ένα παιδί 23 ετών; Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα γίνει κάτι παρόμοιο σε μια προηγμένη χώρα και μάλιστα σε ένα παιδί από τη χώρα τους. Επίσης, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι αυτό το αποφάσισε ένα παιδί που πλήρωσε εισιτήριο. Αυτό είναι κατευθυνόμενο. Εγώ εισέπραξα κάτι που δεν μου άξιζε.

Θυμάμαι ότι όταν έφυγα από τον Παναθηναϊκό, προπονητής ήταν ο Τεν Κάτε και είχε έρθει η πολυμετοχικότητα. Ήταν να πάω δανεικός στην Βέρντερ Βρέμης όπως και έγινε.

Είμαι στο αεροδρόμιο για να φύγω και με ρώτησαν ποιος είναι ο στόχος μου. “Ο στόχος μου είναι να πάω, να παίξω, να καθιερωθώ και να μείνω”. Σημειώνω ότι εγώ τότε στον Παναθηναϊκό δεν έπαιζα πολύ, είχα κάνει κάποια καλά ματς και κόντρα στη Βέρντερ αλλά ως εκεί. Για εμένα αυτή η δήλωση ήταν ό,τι πιο υγιές για ένα παιδί 23 ετών που φεύγει για να παίξει στην Bundesliga. Ε, ακόμα κι αυτό μεταφράστηκε με κακή χροιά, ότι δεν θέλω τον Παναθηναϊκό. Το καρπώθηκα κι αυτό ως κάτι κακό ότι δεν θέλω τον Παναθηναϊκό. Για εμένα ήταν πάντα πιο υγιές το να φύγω στο εξωτερικό, θεωρώ ότι πάντα πρέπει να εξελίσσεσαι».

«Ο Τεν Κάτε ήταν από τους χειρότερους χαρακτήρες που συνάντησα»

Μα έτσι είναι κιόλας.

«Και μετά όταν έπαιξα στην Βρέμη, δεν ενεργοποιήθηκε η οψιόν αγοράς μου και γύρισα στον Παναθηναϊκό. Πλήρωσα κι αυτήν την δήλωσή μου. Εγραφαν: “Γύρισε στον Παναθηναϊκό…”. Το Μάιο έπαιξα τελικό UEFA και τον Ιούλιο έκανα προπόνηση μόνος μου στην Παιανία. Ήταν μεγάλο το κοντράστ. Ήμουν στην Βέρντερ, έπαιζα στον τελικό του UEFA. Τελείωσε το πρωτάθλημα, έψαχνα ομάδα, τελικά έμεινα στον Παναθηναϊκό και το πλήρωσα. Ήμουν και μέλος της Εθνικής του Ρεχάγκελ και παρόλα αυτά έκανα προπονήσεις μόνος μου, με τον φροντιστή να μου κάνει πάσες».

Ο Τεν Κάτε ήταν τόσο σκληρός και απρόσωπος όσο λένε;

«Για να μην χρησιμοποιήσω βαρείς χαρακτηρισμούς, σε ανθρώπινο επίπεδο, είναι ένας από τους χειρότερους χαρακτήρες που γνώρισα στο ποδόσφαιρο και δεν θα ήθελα να έχω συναντήσει. Δεν κρίνω καν το προπονητικό κομμάτι, που και σ’ αυτό έχω μεγάλες αντιρρήσεις. Σε ανθρώπινο επίπεδο δέχτηκα μια συμπεριφορά που δεν μου άξιζε και δεν άξιζε και στον Παναθηναϊκό να έχει τέτοιους ανθρώπους να εκπροσωπούν το σύλλογο γενικά. Χωρίς να αναφέρω ονόματα, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν τα έχω με τον Παναθηναϊκό. Την ομάδα και τον κόσμο τους έχω πολύ ψηλά, αλλά δεν μπορώ να πω ότι εκείνη την περίοδο, από κάποιους ανθρώπους που ήταν στην εξουσία, πήρα αυτό που μου άξιζε.

Πήρα μια στεναχώρια, σε μια ηλικία πιο ευαίσθητη, που δεν άξιζα. Παικτικά όμως ανέβηκα επίπεδο, μου έκανε μόνο καλό, έπαιξα Champions League, ζώντας το πώς είναι να είσαι σε μια όντως μεγάλη ομάδα με πολλές απαιτήσεις και πολύ κόσμο. Μόνο καλό μου έκανε και στον χαρακτήρα μου. Όταν παίρνεις και στεναχώριες αναγκαστικά πρέπει να αντεπεξέλθεις. Σας ξαναλέω ότι το να είσαι στην Εθνική ομάδα και να είσαι για έξι μήνες εκτός ομάδας είναι κάπως…».

«Από τον Παναθηναϊκό δεν έχω παράπονο, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με κάποιους ανθρώπους της ομάδας»

Για να το διαχειριστείς, χρειάστηκε να πας τότε σε ψυχολόγο;

«Δεν ένιωσα αυτήν την ανάγκη αλλά και εκείνα τα χρόνια, δεν μπορούσες να βρεις εύκολα έναν αθλητικό ψυχολόγο. Τώρα είναι πιο εύκολο. Αν η ομάδα είχε έναν τέτοιον συνεργάτη, μπορεί να απευθυνόμουν. Να δώσω ένα παράδειγμα: Το καλοκαίρι πήγα και είδα έναν προπονητή πώς δουλεύει και είδα ότι έχει μαζί του αθλητικό ψυχολόγο. Στην Ελλάδα δεν το βλέπουμε, αλλά είναι απαραίτητο. Υπάρχει πολλή πίεση στο ποδόσφαιρο και είναι αναγκαίο, θα πρέπει να μην είναι ταμπού.

Δεν έχω παράπονο από τον Παναθηναϊκό. Σε καμία ομάδα μου δεν είχα ανάγκη να παίξω. Και η ομάδα καλά κάνει και λέει “δεν σε θέλω”. Το θέμα της συμπεριφοράς εμένα με ενοχλεί. Το να κάνει προπόνηση μόνος του ένας διεθνής παίκτης, χωρίς να έχει κάνει κακό στην ομάδα, αυτό εμένα μου ξένισε. Ήμουν ενεργός στην Εθνική, ο Ρεχάγκελ μου είχε πει “κοίταξε να κάνεις προπόνηση”. Δεν μπορείς έναν διεθνή παίκτη να τον έχεις στις τάξεις σου και να του λες “προπονήσου μόνος σου” επειδή δεν τον θες. Και το έζησα αυτό και στον ΠΑΟΚ για ένα διάστημα».

«Βρήκα θέση ανάμεσα σε αστέρες, δεν εκβίασα καταστάσεις, δεν βιαζόμουν»

Επειδή τρέχει η κουβέντα… Να σε γυρίσουμε λίγο πίσω. Πώς θυμάσαι τη μεταγραφή σου στον Παναθηναϊκό;

«Δεν έχω καλή μνήμη. Νομίζω ήταν άνοιξη, πριν τελειώσει το πρωτάθλημα. Ήμουν εγώ, ο Βαγγέλης Μάντζιος κι ο Σπυρόπουλος. Μας είχε πάρει μαζί και τους τρεις ο Παναθηναϊκός. Ήταν πολύ ωραίο γιατί ήμασταν και οι τρεις παρέα και ο ένας είχε τον άλλον».

Τι αντιμετώπιση είχατε στον Παναθηναϊκό, καθώς ήσασταν και πιο μικροί;

«Πολύ καλή. Τότε ο Παναθηναϊκός είχε πάρει αρκετούς νέους παίκτες και δεν ήμασταν οι “νέοι”. Ήμασταν και Ελληνόπουλα, ταλαντούχοι, στην Εθνική Ελπίδων… Ήταν ιδανική η εποχή».

Προπονητής;

«Ο Μαλεζάνι, ήταν ήδη ένα εξάμηνο στην ομάδα».

Κάποια συμβουλή που σου έδωσε;

«Τότε είχε έρθει ο Μπίσκαν από την Λίβερπουλ, έχοντας πάρει το Champions League, και ο Φλάβιο Κονσεϊσάο από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Παναθηναϊκός είχε δώσει πολλά λεφτά και στο χώρο του κέντρου είχε παίκτες – ονόματα. Είχα δυσκολίες για να παίξω. Ήταν και ο Άντιτς και για ένα παιδί 20 ετών ήταν δύσκολο να παίξει. Όμως κι εκεί είχα επιμονή και παρόλο που μπροστά μου ήταν αστέρες, δεν είχαν την απόδοση που περίμενε ο κόσμος και σιγά σιγά βρήκα τη θέση μου. Αλλαγή, πάλι αλλαγή, στον πάγκο, μετά βασικός… Θέλει υπομονή – κάτι που βλέπω ότι τα παιδιά σήμερα δεν έχουν. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος, να μην εκβιάζεις καταστάσεις, να μην βιάζεσαι».

Εσύ δεν έζησες και τη μέση κατάσταση. Δηλαδή, από το ερασιτεχνικό πήγες κατευθείαν στην Α’ Εθνική.

«Ναι, από το τοπικό στην Α’ Εθνική, στον Πανιώνιο. Από το χωριό σε έξι μήνες έπαιζα Α’ Εθνική και στην Ευρώπη απέναντι στην Μπαρτσελόνα. Δεν ξέρω, αυτό ίσως να ωρίμαζε και τα παιδιά».

«Ο Σανμαρτεάν μάς χάζεψε όλους, απίστευτο ταλέντο, αέρινος»

Από τον Παναθηναϊκό θυμάσαι κάποια όμορφη ιστορία;

«Θυμάμαι ότι πριν φύγω ήρθε κι ο Ζιλμπέρτο, μεγάλη προσωπικότητα. Εγώ ήμουν ήσυχος, δεν μιλούσα, παρατηρούσα και έπαιρνα ό,τι καλύτερο μπορούσα από τον καθένα. Στον Παναθηναϊκό θυμάμαι πόσο ταλέντο είχε ο Σανμαρτεάν. Επιρρεπής στους τραυματισμούς, αλλά ήταν από τους λίγους παίκτες που είδα ζωντανά με τόσο ταλέντο σε όλη μου την καριέρα. Ήταν απίστευτος. Θυμάμαι ήμασταν στην προετοιμασία και παίζουμε ένα φιλικό με τη Σαμπντόρια. Εγώ ήμουν στον πάγκο, ο Σανμαρτεάν βασικός. Προετοιμαζόμασταν να παίξουμε ματς προκριματικών με τη Λέγκια. Παίρνει τη μπάλα ο Σανμαρτεάν, πέρασε πέντε παίκτες και ή έβαλε γκολ ή έδωσε πάσα και μπήκε γκολ. Μας χάζεψε όλους. Δεν ξέρω αν ο κόσμος του Παναθηναϊκού τον έχει στη μνήμη του γι’ αυτό. Απίστευτο ταλέντο, αέρινος».

Είχε βάλει μια γκολάρα με τον Πανιώνιο;

«Ναι, όταν ήμουν στον Πανιώνιο, στη Νέα Σμύρνη. Πριν πάω στον Παναθηναϊκό τον έπαιξα αντίπαλο. Είχε βάλει μια γκολάρα στο παραθυράκι».

Ποιος αντίπαλος σου είχε «βγάλει τ’ άντερα»;

«Κοίτα δεν έπαιζα man to man κάποιον για να με εκθέσει. Θυμάμαι όμως που παίζαμε ένα ματς με την Λανς όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό στην Αθήνα. Αντίπαλος μου είναι ένα 6άρι. Κάνω ένα ολόκληρο ματς και δεν μπορώ να του πάρω τη μπάλα. Τελειώνει το ματς και λέω “τι παικταράς είναι αυτός, δεν γίνεται να παίζει στη Λανς”. Τελειώνει η σεζόν, πήγε στη Σεβίλλη και μετά στην Μπαρτσελόνα».

Ποιος ήταν;

«Ο Σεϊντού Κεϊτά από το Μάλι. Πρώτη φορά ένιωσα κάτι τέτοιο. Εντάξει, το να πω τον Μέσι ή τον Ρονάλντο είναι προφανές…».

«Είχε δίκιο ο Μαλεζάνι γι’ αυτά που είπε, αλλά το έχασε με τον τρόπο του»

Από τον Μαλεζάνι τι σου έκανε εντύπωση;

«Εντονος χαρακτήρας. Μανιακός με την τακτική, δούλευε πολύ. Είχε κι αυτό το ξέσπασμα που έμεινε».

Το θυμάσαι αυτό;

«Ναι, θυμάμαι ότι στο πούλμαν μετά συζητούσαμε για το τι είπε και έκανε. Βλέποντάς το ύστερα από χρόνια, στην ουσία του αυτός ο άνθρωπος δεν είχε λάθος. Αν απομονώσεις αυτό που είπε ήταν “μην πέφτετε πάνω στην ομάδα, μην πάτε να φάτε την ομάδα, αφήστε μας να δουλέψουμε”, στην ουσία του είχε δίκιο, αλλά πολλές φορές ο τρόπος σε κάνει να χάσεις το δίκιο σου. Είχε γίνει και αντικείμενο χλευασμού, δεν ήταν ωραίο. Όταν είσαι προπονητής πρέπει να φιλτράρεις το τι θα πεις και πώς θα το πεις. Φαντάζομαι ότι τον άνθρωπο τον έπνιγε το δικό του, δεν άντεξε, αλλά βλέπεις είναι σημαντική η εικόνα που αφήνεις στο τέλος. Καλός άνθρωπος. Θυμάμαι ότι όταν γύρισα από την Βέρντερ και έψαχνα ομάδα να φύγω, είχα μια πρόταση από την Κίεβο Βερόνα. Ήμουν έξι μήνες ανενεργός και το Γενάρη έπρεπε να φύγω. Τα είχαν βρει οι ομάδες και σε δύο μέρες θα πετούσα για να υπογράψω. Είμαι στο σπίτι μου στην Γλυφάδα και βλέπω ιταλικό νούμερο να με καλεί. “Ελα Αλέξη είμαι ο Αλμπέρτο Μαλεζάνι”. Με ρώτησε τι κάνω και εκεί μου πρότεινε να πάω στη Σιένα. Ήταν χαμηλά στην βαθμολογία και έκανε προσπάθεια για να σώσει την ομάδα. Εν τέλει, η Σιένα έδωσε λεφτά στον Παναθηναϊκό και με αγόρασε, με απελευθέρωσε, γιατί ήταν μια κατάσταση εκεί που δεν μου άρεσε. Μπαίνοντας σε μια κατάσταση δανεισμού σε έξι μήνες θα έπρεπε να γυρίσω και πάλι στον Παναθηναϊκό. Φανταστείτε ότι η ομάδα αυτή παρόλο που ήμουν ανενεργός έδωσε 1.300.000 ευρώ. Εκανα μόνος μου προπόνηση, έξι μήνες δεν είχα παίξει και ήταν Γενάρης. Σίγουρα κι ο Μαλεζάνι έπαιξε ρόλο, αλλά φανταστείτε τι έκαναν σ’ αυτήν την ομάδα για να δώσουν τόσα χρήματα. Και για εμένα, όπως είπα, ήταν μια λύση. Θα έφευγα οριστικά από τον Παναθηναϊκό από ένα τηλέφωνο του Μαλεζάνι. Και πήγα, παρόλο που ήταν περισσότερες οι πιθανότητες του υποβιβασμού. Η ομάδα τελικά έπεσε και στη Serie B δεν ήθελα να παίξω. Μετά έφυγα και πήγα στη Σαντατέρ. Α! Ήταν και Γενάρης του 2010, λίγο πριν το Μουντιάλ».

Παρά τα λεφτά που έδωσαν, έφυγες. Σε είδαν κάπως;

«Όχι. Κι αυτοί επειδή είχαν πέσει, δεν είχαν θέμα. Ήταν και το συμβόλαιο μεγάλο, ήμουν και Μουντιαλικός παίκτης οπότε κατάλαβαν ότι ήθελα να φύγω. Δεν είχα λύσει το συμβόλαιό μου, πήγα δανεικός στη Σαντατέρ».

«Ξεχνιέται η φάση όταν έσπασα το πόδι μου;»

Πες μας για την εμπειρία στην Ισπανία…

«Πολύ ωραία, μου άρεσε πολύ. Και η πόλη ήταν πολύ ωραία, μου άρεσε. Εμεινα 1,5 χρόνο αλλά δεν το ευχαριστήθηκα πολύ. Πήγα το καλοκαίρι του 2010, έκανα περίπου έξι ματς, μου άρεσε το ισπανικό πρωτάθλημα και μετά από λίγο σπάω το πόδι μου με την Εθνική ομάδα. Εκανα ουσιαστικά μισή χρονιά και στο τέλος πρόλαβα τέσσερα ματς. Ήταν ο μόνος μεγάλος τραυματισμός στην καριέρα μου».

Θυμάσαι τη φάση;

«Ξεχνιέται; Το 2010 κόντρα στη Λετονία. Και το κακό είναι ότι έγινε κάπου στο 88′ ή στο 89’… Νικούσαμε 1-0, στο Καραϊσκάκης και πάει ο αντίπαλος να βγει στην κόντρα επίθεση. Τρέχω να στατατήσω τη φάση, το πόδι μου ήταν στον αέρα κι ένας ογκώδης παίκτης (Κάρλσονς) – παίζει κι αυτό το ρόλο του – έπεσε πάνω μου και δεν ξανασηκώθηκα».

Πόνος;

«Αφόρητος πόνος, δεν ξέρω αν έχω πονέσει τόσο πολύ στη ζωή μου. Πήγα στο νοσοκομείο και έγινε η επέμβαση. Στεναχώρια αλλά στη ζωή μου ποτέ δεν τα βάφω μαύρα. Από την επόμενη μέρα, μπήκα στη φάση της αποκατάστασης, δεν κάθισα να κλάψω τη μοίρα μου. Μένεις πίσω αν το κάνεις αυτό. Είχα μείνει τρεις μήνες στην Ελλάδα, με βοήθησε και η Εθνική στην αποκατάσταση. Απλά, επειδή είχα κάνει καλό Μουντιάλ το 2010, έπαιζα στη Σαντατέρ, ήμουν σε καλό σημείο της καριέρας μου και έσπασα το πόδι μου».

Τι θυμάσαι από τη La Liga;

«Θυμάμαι ένα 0-0 με τη Ρεάλ Μαδρίτης μέσα στη Σανταντέρ. Ο Ρονάλντο εκείνη τη μέρα δεν έκανε πολλά πράγματα. Ωραίο πρωτάθλημα, πολύ ποιοτικό. Ό,τι ματς έπαιζες, είχε πολλή ποιότητα».

Ποιον συμπαίκτη είχες ξεχωρίσει;

«Ο Τζιοβάνι ντος Σάντος που είχε έρθει για ένα εξάμηνο δανεικός, ήταν κι ο Ρόζενμπεργκ. Ακόμα κι αυτή η μικρομεσαία ομάδα είχε ποιότητα. Είχαμε κι έναν προπονητή με τον οποίο έχουμε σχέση μέχρι και σήμερα, ο Μαρθελίνο, που είναι στη Μπιλμπάο. Πάρα πολύ καλός προπονητής, μου είχε κάνει εντύπωση και πήγα το καλοκαίρι στο Μπιλμπάο. Εκεί γνώρισα έναν άνθρωπο που σήμερα στο κομμάτι της προπονητικής, με την οποία θέλω να ασχοληθώ, είναι οδηγός».

«Λίγοι είναι οι προπονητές που κλείνοντας την καριέρα σου, σου αφήνουν κάτι»

Τι είναι αυτό που σε κέρδισε στον Μαρθελίνο;

«Ξέρετε, αλλάζοντας πολλούς προπονητής στην καριέρα μου, πιστέψτε με, λίγοι είναι αυτοί που σου αφήνουν κάτι. Δεν το συζητάμε, ως άνθρωπος είναι εξαιρετικός κι ως προπονητής. Λείπει η πολλή γνώση στην προπονητική. Θεωρώ ότι είναι λίγοι οι προπονητές με τρομερές γνώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όσο πάει η προπονητική εξελίσσεται, αλλά τελειώνοντας την καριέρα μου λέω “ποιους κρατάς”; Λίγους κρατάς. Όλοι είναι λίγο επιφανειακοί. Γενικότητες. Ο Μαρθελίνο είναι επιπέδου, στη La Liga, σε πολύ υψηλό επίπεδο. Σου έδινε αναλυτικές οδηγίες για το τι θα κάνεις όταν κάνεις άμυνα, όταν κάνεις επίθεση. Είχε τόσες γνώσεις. Δεν θα περάσουν πολλοί σαν αυτόν στην καριέρα ενός παίκτη».

Δεν έχεις άλλον προπονητή να μας πεις;

«Έχω εξαιρετική άποψη και για τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς του Παναθηναϊκού. Δεν έχω να σου πω για κάποιον άλλον. Όλοι είχαν κάποια καλά πράγματα, αλλά να τα έχουν όλα τα κομμάτια σε τόσο υψηλό επίπεδο δεν το βρίσκεις εύκολα».

«Γιατί πάλι Τζιόλης στην Εθνική; Τί να πω; Σίγουρα δεν λέω ότι ήμουν ο πιο αγαπητός παίκτης»

Ο Ρεχάγκελ;

«Τι να πω για τον Ρεχάγκελ; Αυτό που έδωσε στους Ελληνες και σε εμένα προσωπικά δεν ζυγίζεται. Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος και νομίζω ήταν ένας ιδανικός διαχειριστής. Πολύ έξυπνος άνθρωπος, εύστροφος, ήξερε τι πρέπει να κάνει για να διαχειριστεί την Ομοσπονδία, τους παίκτες. Ήταν τυχερός γιατί έπεσε σε μια παρέα παιδιών που ήταν όλοι τους μεγάλες προσωπικότες. Το έβγαλε κι αυτός βέβαια αυτό το στοιχείο. Αυτές οι προσωπικότητες έπρεπε να πάρουν αποφάσεις μέσα στο γήπεδο. Ζαγοράκης, Δέλλας… Όλοι αυτοί. Επεσε σε παιδιά που είχαν μια ικανότητα κι αυτός έπρεπε να τους διαχειριστεί, να τους έχει όλους ικανοποιημένους και σ’ αυτό ήταν ιδανικός».

Σε προσωπικό επίπεδο, τι θυμάσαι από εκείνον και χαμογελάς;

«Μ’ εκείνον ήρθε η πρώτη μου κλήση στην Εθνική, όταν έπαιζα στον Παναθηναϊκό. Νομίζω ότι του άρεσα ως παίκτης. Επίσης, εγώ μιλούσα γερμανικά οπότε πολλές φορές μιλούσαμε στα γερμανικά, υπήρχε άλλη επικοινωνία. Αυτό όμως που νομίζω ότι εκτιμούσε σε εμένα είναι το πώς κοιτούσα στο χώρο, αλλά και τον χαρακτήρα μου. Για να σε έχει εκεί, σε εκτιμά ως παίκτη. Υπήρχαν στην ομάδα προσωπικότητες που πήραν το Euro, εγώ δεν διεκδίκησα κάτι βίαια κι αυτό το παρατήρησε. Υπήρχε η αύρα των παιδιών αυτών. Πηγαίναμε να παίξουμε και έλεγαν “αυτοί είναι οι πρωταθλητές Ευρώπης”. Μέχρι το επόμενο Euro ήμασταν οι πρωταθλητές Ευρώπης. Τότε ήταν και δύσκολο να κληθείς. Πήγα εγώ, λίγο αργότερα αν δεν κάνω λάθος, ήρθε ο Τοροσίδης. Μπήκαμε σ’ αυτήν την ομάδα σιγά σιγά. Την ευκαιρία την έπαιρνες επειδή άξιζες να παίξεις. Τότε στη θέση μου υπήρχαν ο Καραγκούνης, ο Κατσουράνης, ο Ζαγοράκης, ο Μπασινάς… Μόνο αυτοί φτάνουν! Υπήρχαν παίκτες πριν από εμένα και περίμενα τη σειρά μου».

Εν τω μεταξύ, ο Ρεχάγκελ, ήταν και προπονητής που αν σε πίστευε, ακόμα και ομάδα να μην είχες, σε καλούσε.

«Ναι, το ίδιο έκανε και με τον Τσιάρτα. Νομίζω ή δεν έπαιζε ή δεν είχε ομάδα. Σε εμένα, στην περίπτωση του Παναθηναϊκού, που δεν υπήρχα στο χάρτη και έκανα μόνος μου προπόνηση στην Παιανία με τους φροντιστές, με πήρε κανονικά στα μπαράζ με τη Ρουμανία. Δεν τον ένοιαζε αν την Κυριακή έπαιζες καλά».

Γιατί πάλι Τζιόλης στην Εθνική;

Και κάπως έτσι υπήρχε το «πάλι Τζιόλης στην Εθνική». Πώς το διαχειρίστηκες αυτό; Είχες παίξει τελικό, έκανες μόνος σου προπονήσεις και είχες να σου λένε και διάφορα κόσμος και δημοσιογράφοι. Γι’ αυτό δεν μας μιλούσες; (γέλια)

«Σου βγαίνει μια αντίδραση. Εξάλλου, ποτέ δεν ήμουν κι ο πιο επικοινωνιακός και ως άνθρωπος είμαι κλειστός. Δεν είχα να πω κάτι. Μία στο τόσο αν δώσω μία συνέντευξη θέλω να έχω να πω κάτι».

Η απάντησή σου στο «γιατί πάλι Τζιόλης στην Εθνική;», ποια είναι;

«Δεν ξέρω τι να σας απαντήσω. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είναι θέμα που ξεκινάει από τον κόσμο και γίνεται ντόμινο από τους δημοσιογράφους. Θεωρώ ότι ο κόσμος, ένα μεγάλο κομμάτι δηλαδή, είναι το τι θα τον “ταΐσεις”. Κι αυτό έχει να κάνει με την πολιτική. Το τι θα διαβάσει στα sites, στις εφημερίδες, θα τον επηρεάσουν. Σίγουρα δεν λέω ότι ήμουν ο πιο αγαπητός παίκτης. Το στιλ μου δεν ήταν πολύ…

Θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα και συγγνώμη από τον ίδιο που θα πω το όνομά του. Είναι ο Ανδρέας Μπουχαλάκης, ο οποίος κατά τη γνώμη μου είναι ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής. Εχει κάποια χαρακτηριστικά, που νομίζω ότι στον κόσμο του Ολυμπιακού δεν είναι τόσο αγαπητός. Αν ο Ολυμπιακός δεν έπαιρνε τα πρωταθλήματα, θα ήταν ο πρώτος που θα τα άκουγε».

Άρα κι εσύ, αν έπαιρνε ο Παναθηναϊκός πρωταθλήματα, θα είχες άλλη αντιμετώπιση;

«Ανοίγουμε άλλο κεφάλαιο τώρα. Ο Έλληνας ποδοσφαιριστής από τον Ελληνα οπαδό δεν είναι αγαπητός και αυτό δεν θα αλλάξει. Δεν νομίζω να αλλάξει».

Θα έπρεπε να σε λένε «Τζιόλιτς».

«Ήμουν ειδική περίπτωση. Ο Ελληνας παίκτης είναι αγαπητός από τον κόσμο της ομάδας του όταν παίρνει τίτλους. Αυτό συνέβη με τους παίκτες του Ολυμπιακού. Αγαπήθηκαν επειδή πήραν τίτλους. Οι παίκτες του Παναθηναϊκού δεν αγαπήθηκαν γιατί δεν πήραν τίτλους. Όμως, πολλά παιδιά απ’ αυτά πήραν Euro.

Να αναφερθώ και στον ΠΑΟΚ. Υπήρξαν 3-4 παιδιά που αγαπήθηκαν πρόσκαιρα επειδή πήραν νταμπλ. Γενικά, αγαπιέσαι όσο παίρνεις τίτλους με την ομάδα σου».

«Αν έπαιζα στον Ολυμπιακό και έπαιρνα πρωταθλήματα, θα έγραφαν “είναι καλός παίκτης”»

Συμβαίνει το ίδιο και στην ΑΕΚ;

«Δεν έχω παίξει στην ομάδα, δεν ξέρω. Ως εξωτερικός παρατηρητής θεωρώ ότι ο κόσμος της ΑΕΚ είναι πιο κοντά στον Ελληνα ποδοσφαιριστή της ομάδας. Μιλώντας με οπαδούς της ΑΕΚ ή με φίλους μου, μου λένε ότι έχουν εκτιμήσει τον Ζήκο, τον Δέλλα… Στην ομάδα δουλεύουν παιδιά που έχουν παίξει αλλά δεν έχουν πάρει τίτλο με την ΑΕΚ. Δεν ξέρω αν συμβαίνει αυτό σε άλλον σύλλογο. Δεν ξέρω πόσα παιδιά δουλεύουν στον Ολυμπιακό, αλλά σ’ αυτήν την ομάδα έπαιρναν τίτλους για 15 χρόνια συνεχόμενα. Ο Ολυμπιακός έχει το δεδομένο ότι πήρε τα πρωταθλήματα.

Δεν ξέρω, λέω, αλλά αν έπαιζα κι εγώ στον Ολυμπιακό θα έγραφαν έστω μία φορά “είναι καλός παίκτης”. Όταν δημιουργείται ένα κλίμα και βγουν 2-3 δημοσιεύματα, θα γίνει ένα ντόμινο μετά. Αν υπάρχει από πίσω σου ένα σύστημα που θέλει να στηριχτεί, θα στηριχτείς. Αν είσαι μόνος σου, δεν κάνει τίποτα».

Και λένε για εσένα ότι σε καλούσε ο Ρεχάγκελ, αλλά το ίδιο συνέβαινε και με τον Σάντος.

«Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι καλοί παίκτες και να καλούσαν κι εκείνους. Και σας ξαναλέω: Δεν έχω κανένα παράπονο. Εγώ ξέρω ότι ήμουν καλός ποδοσφαιριστής. Υπάρχει και κόσμος που μου λέει “τι καλός παίκτης ήσουν”».

«Οι οπαδοί έχουν ένα πρόβλημα: Μην ξεμείνει η ομάδα τους από Ελληνα παίκτη. Μετά ποιον θα βρίζουν;»

Ενιωσες περήφανος για τον εαυτό σου ακούγοντας ότι «είσαι καλός παίκτης»;

«Δεν το είπα μ’ αυτή την σκοπιά. Δεν είχα ανάγκη να ακούσω ότι είμαι καλός παίκτης. Δεν είχα να αποδείξω κάτι. Το πιο απλό είναι να σου πει κάποιος ότι δεν είσαι καλός παίκτης και να του δείξεις τι έχεις κάνει στην καριέρα σου. Αν εγώ λεγόμουν Τζιόλιτς με 500κάτι ματς στην καριέρα μου, με 75 ματς στην εθνική Σερβίας, θα μου έλεγες “όχι”; Θα μου έλεγες ότι είμαι κακός παίκτης; Πες ότι δεν με ήξερες και ήθελες να με πάρεις στην ομάδα σου βάσει βιογραφικού μου. Δεν γίνεται να μην με έπαιρνες. Δεν ξέρω αν είναι πολύ αληθινό αυτό, αλλά δεν το λέω μόνο για εμένα, το ίδιο ισχύει για όλους. Στεναχωριέμαι για κάποιους άλλους παίκτες. Ο Ελληνας θα κράξει πρώτο τον Ελληνα. Αγαπάμε έναν παίκτη στα 17-18. Λένε “το ταλέντο μας”. Όπως όταν ξεκίνησε ο Πέλκας, ο Νίνης, ο Τζόλης… Τα παιδιά αυτά παίρνουν μια αγάπη από τον κόσμο. Λένε “το παιδάκι μας”. Με το που παίξει δύο χρόνια και κάνει και κάνα συμβόλαιο; Μη τυχόν και πληρωθεί αυτό το παιδί! Μην κάνει αυτό το λάθος! Οι οπαδοί έχουν ένα πρόβλημα: Μην ξεμείνει η ομάδα τους από Ελληνα παίκτη. Μετά ποιον θα βρίζουν».

Ο Τζιμπούρ στην πρόσφατή του συνέντευξη στο Gazzetta, μας είπε ότι ο Αλγερινός αγαπάει την Εθνική του. Ο πατέρας του να έχει πεθάνει μια ώρα πριν το ματς, θα πάει να παίξει. Ο κόσμος θα γεμίσει το γήπεδο.

«Αυτό δεν συμβαίνει εδώ και δεν νομίζω να αλλάξει. Θα νικήσει η ομάδα, θα πάει στο γήπεδο ο κόσμος. Παίξαμε ένα φιλικό με την Ιταλία, που είχε πάρει το Μουντιάλ, άδειο το Καραϊσκάκης. Δεν αγαπάμε την Εθνική, το ποδόσφαιρο… Το έζησα αυτό. Ετσι το νιώθω. Πας σε άλλη χώρα, στη Σουηδία, στη Δανία, άλλη κουλτούρα. Αγαπάνε την εθνική τους.

Όταν πήγα στη Βέρντερ, τελείωναν τα ματς κι έξω από το γήπεδο κερδίσεις-χάσεις περίμενε κόσμος απέξω για αυτόγραφα. Αρχηγός μας ήταν ο Μπάουμαν. Προσωπικότητα αλλά ήταν ο δικός τους, ο αρχηγός τους. Ο Ντιέγκο ήταν καλύτερος παίκτης, ο Πιζάρο παικταράς, αλλά πρώτα θα έπαιρναν αυτόγραφο από το δικό τους παιδί. Πήγαινε η μαμά με το παιδάκι πρώτα στον Μπάουμαν κι αν προλάβαινε, πήγαινε και στον Ντιέγκο. Το ίδιο συνέβαινε και στη Σιένα. Είναι η εκτίμηση που δείχνουν στο δικό τους παιδί. Εδώ λέμε “πάρε ξένους”. Δεν λέω να μην πάρουμε ή να μην τους εκτιμήσουμε, αλλά να την κερδίσουν πρώτα την εκτίμηση. Τώρα που μεγαλώνω, λυπάμαι όταν βλέπω τον Ελληνα να μην παίρνει αυτό που του αρμόζει.

Πάμε από τη μία κουβέντα στην άλλη, αλλά θυμάμαι ένα περιστατικό με τον Νόιερ. Ήταν νομίζω το πρώτο του ματς με την Μπάγερν, έχοντας πάρει μεταγραφή από τη Σάλκε. Οι οπαδοί της Μπάγερν δεν τον ήθελαν. Την άλλη μέρα έβγαλε ανακοίνωση η διοίκηση της Μπάγερν: “Όποιον δεν θέλει τον Νόιερ να μην ξαναπατήσει στο γήπεδο”. Εδώ δεν παίρνει το κόστος η ομάδα. Είναι ένας φαύλος κύκλος που η ομάδα έχει ανάγκη τον οπαδό και δεν πάει κόντρα στον οργανωμένο.

Δεν θα βγει ένας πρόεδρος να υπερασπιστεί τον παίκτη του, γιατί υπάρχει ένα κόστος. Λένε “αυτοί είναι οι πελάτες μου”».

«Η Μονακό δεν μου έδωσε τίποτα αγωνιστικά, μόνο χρήματα μου απέφερε»

Μετά τη Σανταντέρ;

Μετά τη Σανταντέρ, επειδή εκεί τα πράγματα δεν ήταν καλά για κάποια περίοδο, υπήρχαν οικονομικά προβλήματα, μου ήρθε μια σημαντική οικονομικά πρόταση από τη Μονακό. Την είχε μόλις αναλάβει ο Ριμπολόβλεβ. Είχε μεγάλες βλέψεις, παρότι ακόμα συμμετείχε στη δεύτερη κατηγορία. Αποφάσισα να κάνω αυτό το βήμα, παρότι δεν ήταν εύκολο για εμένα. Θυμάμαι ότι το σκεφτόμουν συνεχώς. Να φεύγεις δηλαδή από μια ομάδα της La Liga και να πηγαίνεις στη δεύτερη κατηγορία της Γαλλίας δεν ήταν εύκολη απόφαση. Επειδή όμως στη Σανταντέρ υπήρχαν προβλήματα, δεν έπαιζα πολύ και δεν ήμουν ικανοποιημένος, αποφάσισα να πάω στη Μονακό, κυρίως λόγω του ονόματος του κλαμπ, με τη σκέψη ότι θα επιστρέψει στην πρώτη κατηγορία. Έκανα λοιπόν αυτό το βήμα, το οποίο δεν μου βγήκε σε καλό. Παρότι μου απέφερε κάποια χρήματα, ήταν έξι μήνες στους οποίους δεν έπαιξα πολύ. Ήταν μια περίεργη κατάσταση. Βρήκα πάρα πολλούς ποδοσφαιριστές στην ομάδα, γύρω στους 40. Παιδομάζωμα. Παίκτες ήδη υπήρχαν και ο νέος ιδιοκτήτης έκανε πάρα πολλές μεταγραφές, ένα κομφούζιο. Αν δεν κάνω λάθος έπαιξα σε δύο ματς. Αυτό έγινε πριν από το Euro του 2012 και αυτή η κατάσταση μου στέρησε τη συμμετοχή μου από τη διοργάνωση. Ήταν μεγάλη η στεναχώρια μου, δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που έγινε. Αγωνιστικά το πέρασμά μου από τη Μονακό δεν μου έδωσε τίποτα. Πέρασε το εξάμηνο, ήρθε το καλοκαίρι, ζήτησα να φύγω δανεικός και πήγα στο ΑΠΟΕΛ».

Θεωρείς πως ήταν η χειρότερη εμπειρία της καριέρας σου σε αγωνιστικό επίπεδο;

«Ναι, γιατί δεν έπαιξα καθόλου. Δύο ημίχρονα. Ήταν προπονητής ο Μάρκο Σιμόνε. Από τότε και μετά δεν ξέρω αν έκανε κάτι ως προπονητής. Τότε είχα πάει στη Μονακό με τον Τζαβέλλα. Ο Γιώργος έπαιξε περισσότερο. Δεν ήμουν ευτυχισμένος. Ok, έμενες στο Μονακό, σε ιδανικές ας το πούμε συνθήκες ζωής, αλλά όταν δεν παίζεις δεν το ευχαριστιέσαι».

Μια που το λες, πώς ήταν η ζωή στο Μονακό;

«Στην αρχή όπως το βλέπεις σε εντυπωσιάζει. Αλλά εμένα δεν μπορώ να πω πως μου άρεσε. Μου φαίνονταν όλα ψεύτικα. Πώς να σας το εξηγήσω; Πολύ στημένο ρε παιδί μου. Ο κόσμος που μένει εκεί έχει οικονομική επιφάνεια, αλλά εκεί δεν υπήρχε το απλό. Ωραία είναι η χλιδή, αλλά να υπάρχει και το απλό».

Ήταν τόσο ακριβή η ζωή;

«Ναι είναι ακριβή πόλη. Μπορείς να βρεις και πιο νορμάλ πράγματα, αλλά τα ενοίκια, τα σπίτια, η διαμονή γενικότερα είναι πολύ ακριβή. Το βιοτικό επίπεδο είναι υψηλό. Η ζωή μια χαρά ήταν στο Μονακό, εμπειρία ήταν κι αυτή, αλλά για εμένα εκείνη η περίοδος δεν ήταν καλή. Εγώ ήμουν πάντα συνηθισμένος να παίζω. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι είμαι στο εξωτερικό, μόνος μου, να θέλω να κάνω την καριέρα μου και την Κυριακή που έρχεται ο αγώνας να κάθομαι στον πάγκο. Δεν μπορούσα να το αντιμετωπίσω».

«Δεν ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα όταν μου έκανε πρόταση ο ΠΑΟΚ του Σαββίδη»

Στην Κύπρο θεωρείς ότι αναγεννήθηκε η καριέρα σου;

«Ναι. Προερχόμουνα από ένα εξάμηνο που δεν έπαιζα, έχασα το Euro του 2012. Ήταν μια στενάχωρη περίοδος. Πήγα στην Κύπρο σε μια καλή ομάδα που στόχευε στο πρωτάθλημα. Βρήκα καλές συνθήκες και έναν αξιόλογο προπονητή, τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς, με τον οποίο έχω σχέσεις ακόμα και σήμερα. Αναγεννήθηκα ποδοσφαιρικά, απέκτησα ψυχολογία ξανά, βρήκα πάλι τα πατήματά του αγωνιστικά.

Ήταν καλή εμπειρία και ωραία η ζωή, κοντά σ’ εμάς. Μετά ήρθε ο ΠΑΟΚ. Τότε, πριν από μερικούς μήνες, είχε έρθει και ο Ιβάν Σαββίδης. Με πλησίασε και ο Βρύζας που με ήξερε από την Εθνική. Ήταν κι εκεί μια προοπτική, ενώ δεν ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Ήμουν 28 ετών και ήθελα να μείνω στο εξωτερικό. Ο ΠΑΟΚ ήταν σε ένα διάστημα που ήθελε να αλλάξει και οικονομικά και αγωνιστικά. Προσπαθούσα να βρω και τα θετικά στοιχεία. Θα ήμουν κοντά και στην οικογένειά μου».

Δεν κατάφερες να κατακτήσεις κάποιον τίτλο με τον ΠΑΟΚ…

«Ναι, με τον ΠΑΟΚ δεν πήρα τίτλο. Κατέκτησα ένα πρωτάθλημα στην Κύπρο με το ΑΠΟΕΛ και ένα Κύπελλο Γερμανίας. Όταν ο Παναθηναϊκός πήρε το νταμπλ, εγώ είχα φύγει τον Ιανουάριο».

Έπαιξες όμως τελικό UEFA… Αλήθεια, ποιες ήταν οι σχέσεις που είχες με συμπαίκτες όπως ο Ντιέγκο, ο Εζίλ, ο Πιζάρο;

«Μια χαρά ήταν. Ξέρετε, όταν πας σε μια ομάδα για έξι μήνες δεν προλαβαίνεις να δεθείς με τον άλλον, να τον γνωρίσεις καλά. Αν έμενα κι άλλο, θα ήταν διαφορετικά. Από την άλλη ήθελα κι εγώ τον χρόνο μου. Είμαι κλειστός χαρακτήρας, δεν ανοίγομαι εύκολα. Γενικά ήταν πλακατζήδες οι περισσότεροι. Ο Εζίλ ήταν φοβερός παίκτης».

«Ο Μίχελ δεν ήθελε Ελληνες στον ΠΑΟΚ, έχω τη χειρότερη άποψη για τον Ίβιτς»

Τί έχεις να πεις για τον ΠΑΟΚ;

«Επειδή είναι κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κατερίνη, πάντα υπήρχε ένα δέσιμο. Είχα τους δικούς μου κοντά. Αμέσως δέθηκα με τον σύλλογο. Έκανα καλά παιχνίδια. Η ομάδα δεν έκανε τις επιτυχίες που περίμεναν. Πέρασα καλά όμως. Μένω τώρα στη Θεσσαλονίκη και τον ζω τον ΠΑΟΚ. Δεν είμαι στην ομάδα, αλλά ο ΠΑΟΚ συζητείται στην πόλη και τον έχω στην καθημερινότητά μου. Δεν συμβαίνει για παράδειγμα το ίδιο με τον Παναθηναϊκό. Ωραία χρόνια στον ΠΑΟΚ».

Με ποια ομάδα δέθηκες περισσότερο;

«Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, όταν πια είχα φτάσει 28-30 ετών, αλλά κι επειδή βρέθηκα σε μια πόλη κοντά στη δική μου, θα έλεγα με τον ΠΑΟΚ. Σε κάποιο σημείο είχα σκεφτεί μήπως σταματούσα την καριέρα μου ως παίκτης του ΠΑΟΚ, άσχετα που έφυγα μετά, όπως έφυγα».

Γιατί έφυγες από τον ΠΑΟΚ;

«Άλλη ιστορία αυτή. Άλλη μια ομάδα στην οποία κάθισα έξι μήνες ανενεργός και έκανα μόνος μου προπόνηση».

Αυτό γιατί συνέβη;

‘Όταν ήρθε τεχνικός διευθυντής ο Λούμπος Μίχελ στην ομάδα προπονητής ήταν ο Βλάνταν Ίβιτς. Ήταν την εποχή που είχε φύγει ο Τούντορ και ανέβηκε στην πρώτη ομάδα ο Ίβιτς ως υπηρεσιακός αρχικά. Τότε αν θυμάστε είχαμε κάνει εξαιρετικά play offs. Βγήκαμε δεύτεροι και θα παίζαμε στα προκριματικά του Champions League. Τότε για πρώτη φορά εν μέσω της προετοιμασίας με κάλεσε ο Ίβιτς και μου είπε πως δεν με υπολογίζει. Στο άκουσμα της ανακοίνωσής του αυτό που κατάλαβα ήταν πως επρόκειτο για μια προσπάθεια του Μίχελ που ήθελε να απεμπλακεί από το ελληνικό στοιχείο στην ομάδα. Ουσιαστικά μου ζήτησαν να βρω ομάδα για να αποχωρήσω. Αυτό που με στεναχώρησε ήταν ο τρόπος που μου φέρθηκαν. Προτιμώ κάποιος να είναι ντόμπρος απέναντί μου. Αυτό το εκτιμώ και το επικροτώ. Εγώ ανέκαθεν σεβόμουν την οποιαδήποτε απόφαση του κάθε προπονητή. Αλλά να ενημερώνομαι στις 20 Αυγούστου πως θα είμαι εκτός ομάδας και ενώ λίγες ημέρες νωρίτερα μου είχε ειπωθεί κάτι άλλο δεν το δέχομαι. Επειδή δεν έχω μάθω να κρύβομαι το είπα και στον ίδιο πως δεν με σέβεται ούτε ως άνθρωπο, ούτε ως ποδοσφαιριστή, o οποίος δεν έχει δημιουργήσει ποτέ του πρόβλημα και αποχώρησα από τη συνάντησή μας. Εν τέλει, ομάδα να φύγω δεν βρήκα και βρέθηκα να κάνω προπονήσεις για έξι μήνες μόνος μου. Το επίσης πιο εξοργιστικό ήταν πως παρά τον παραγκωνισμό μου, παρέμενα ενεργό μέλος της Εθνικής του Σκίμπε. Μάλιστα, ο ίδιος ο Σκίμπε είχε ζητήσει από τον Ίβιτς να μου επιτρέψει τουλάχιστον να προπονούμαι με την πρώτη ομάδα για να παραμείνω σε μία καλή κατάσταση, όμως συναντούσε συνεχώς την ίδια άρνηση».

Πώς το εξηγείς αυτό; Για την Εθνική ήσουν πάντα απαραίτητος…

«Σας ξαναλέω, είναι διαφορετικό όταν ο προπονητής σου εξηγεί ντόμπρα τα πράγματα. Ο Μίχελ μαζί με τον Ίβιτς ήθελαν να απεμπλακούν από το ελληνικό στοιχείο, νόμιζαν ότι ήμασταν οι χειρότεροι ή δεν ξέρω κι εγώ τι… Eβλεπαν ένα πρόβλημα μπροστά τους και δεν το ήθελαν».

Η ιδιοκτησία της ΠΑΕ δεν έφερε κάποια αντίρρηση;

«Γενικά από τον οργανισμό ΠΑΟΚ δεν είχα κανένα παράπονο, μόνο από συγκεκριμένα άτομα. Θυμάμαι είχε έρθει Σεπτέμβριος κι εγώ ήμουν εκτός ομάδας, έκανα μόνος μου προπόνηση. Είχα ζητήσει από τον Ίβιτς να κάνουμε ένα ραντεβού. Όχι για να του ζητήσω να με βάλει για να ξαναπαίξω στον ΠΑΟΚ. Αν ένας προπονητής δεν με θέλει μία, εγώ δεν θέλω δέκα. Το μόνο που ήθελα να κάνω είναι ξανά προπόνηση με την ομάδα, γιατί αυτό ήταν σημαντικό για εμένα. Ήθελα να βρίσκομαι και στην Εθνική. Αφού έκανα το ραντεβού, πάλι δεν με έβαλαν να κάνω προπόνηση. Όλα ξεκινούν από την ανασφάλεια του καθενός, γι’ αυτό και για τον συγκεκριμένο έχω την χειρότερη άποψη. Αν θυμάστε καλά, την επόμενη χρονιά δεν είχε Έλληνα παίκτη καλά, καλά ο ΠΑΟΚ. Κάποια στιγμή ήμασταν στην ομάδα εγώ, ο Τζαβέλλας, ο Γλύκος, ο Κλάους. Εγώ δεν είχα έρεισμα και πάτημα. Σε τέτοιες στιγμές δεν θα σε στηρίξει κανείς αν ο προπονητής σε θέσει εκτός ομάδας. Τελικά μετά από έξι μήνες έφυγα από τον ΠΑΟΚ και πήγα για ένα εξάμηνο στη Χαρτς».

«Πήγα στην Αραβία για το οικονομικό»

Πώς σου φάνηκε το σκωτσέζικο ποδόσφαιρο;

«Ποιοτικά δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, είναι ποδόσφαιρο που πηγαίνει περισσότερο στη δύναμη. Έχει 2-3 ομάδες καλές. Τότε που ήμουν εγώ η Ρέιντζερς ήταν στη δεύτερη κατηγορία. Η Σέλτικ, η Ρέιντζερς, η Αμπερντίν είναι καλές ομάδες. Οι άλλες ομάδες είναι σε πιο χαμηλό επίπεδο. Αφού πέρασε το εξάμηνο στη Χαρτς μου προέκυψε η πρόταση από τη Σαουδική Αραβία».

Πώς ήταν εκεί τα πράγματα;

«Αυτό κι αν ήταν εμπειρία ζωής».

Γιατί αποφάσισες να πας εκεί;

«Κυρίως για το οικονομικό, ήταν δέλεαρ. Από την άλλη δεν είχα και κάτι καλύτερο. Δεν είχα κάποια πρόταση που να με ενδιαφέρει. Τότε ήμουν 32 ετών. Το ζύγισα, το σκέφτηκα και μην έχοντας άλλη εναλλακτική είπα να το κάνω. Ήταν μια ομάδα που είχε βγει στην πρώτη κατηγορία για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Al-Fayha. Μια ομάδα μικρού βεληνεκούς σε μια μικρή πόλη. Βασικά ένα χωριό. Τα δεδομένα δεν ήταν και τα καλύτερα. Ήταν μεγάλη εμπειρία. Τη δεύτερη χρονιά που ήμουν εκεί πέρασα πιο δύσκολα, μάλλον είχα κουραστεί. Όταν πηγαίνεις σε μια τέτοια χώρα κι εσύ βρίσκεσαι σε χωριό, είναι δύσκολο. Είναι διαφορετικό να ζεις στο Ριάντ ή στην Τζέντα».

Ήταν μακριά αυτές οι πόλεις;

«Το Ριάντ ήταν κανένα δίωρο μακριά, αλλά δεν μπορείς να πηγαίνεις και κάθε μέρα. Να πας σε ένα ρεπό, ok. Η καθημερινότητα ήταν δύσκολη. Προπόνηση, σπίτι. Αυτό κάθε μέρα. Είχε ζέστη, ξερό κλίμα. Δεν είχε κοντά θάλασσα για να έχει και υγρασία. Το πρωτάθλημα θα έλεγα πως ήταν καλό. Πολύ καλύτερο από την άποψη που μπορεί να έχει ο Έλληνας. Εκείνο το διάστημα που πήγα εγώ άφησαν ανεξέλεγκτο τον αριθμό των ξένων οι οποίοι θα μπορούσαν να παίξουν. Στην ομάδα μου φανταστείτε ότι ήμασταν επτά ξένοι. Οι ομάδες από τις πιο μικρές μέχρι τις πιο μεγάλες έδιναν πολλά χρήματα για τα συμβόλαια των παικτών. Είχε δώσει πολλά χρήματα η Κυβέρνηση, ενώ έφερναν διαιτητές από όλο τον κόσμο. Έρχονταν οι καλύτεροι διαιτητές. Το επίπεδο του ποδοσφαίρου ήταν πολύ καλό, αλλά η ζωή δύσκολη, ειδικά για κάποιον που έχει συνηθίσει αλλιώς, όπως εμείς».

Τι σου είχε κάνει εσένα τη μεγαλύτερη εντύπωση;

«Σας είπα ήταν ένα χωριό, στην έρημο. Λιτά πράγματα. Ο κόσμος να τρώει το φαγητό του, να πίνει το τσάι του. Κελεμπίες, να κάθονται κάτω, προσευχή. Πολλές φορές τα παιχνίδια μπορεί να ξεκινούσαν 17.20 ή 18.35, ώστε να μην συμπίπτουν με την ώρα για προσευχή. Πολλές φορές η προσευχή έπεφτε πριν από τα παιχνίδια. Έβλεπες τους ντόπιους, προτού βγούμε για ζέσταμα, να πέφτουν κάτω και να προσεύχονται. Αλλες φορές αυτό μπορεί να συνέβαινε στο ημίχρονο. Ή μπορεί να σηκώνονται 05.00 το πρωί για προσευχή. Ήταν ιδιαίτερο για παράδειγμα ότι εγώ έβαζα τις επικαλαμίδες, ετοιμαζόμουν για το ματς κι εκείνοι την ίδια ώρα έριχναν από πάνω τους κάτι πανωφόρια, ώστε να μην είναι εκτεθειμένοι, και να προσεύχονται».

Ένιωσες ποτέ σου κάποιο φόβο ή κάποιο κίνδυνο;

«Όχι, ποτέ. Ως λαός είναι φιλικός, δεν είχα κανένα πρόβλημα».

Με τη γλώσσα δυσκολεύτηκες;

«Ευτυχώς γνώριζαν αγγλικά. Όχι όλοι οι ποδοσφαιριστές, αλλά οι περισσότεροι».

Ποιοι είναι κυρίως ιδιοκτήτες των ομάδων;

«Είναι κάποιοι που έχουν χρήματα, τι να σας πω (γέλια). Φανταστείτε ότι εγώ τον ιδιοκτήτη της ομάδας δεν τον συνάντησα ποτέ. Την είχε την ομάδα από μακριά και απλά έστελνε τα χρήματα. Δεν ήταν καν στην περιοχή».

«Προτίμησα να σταματήσω από το να αναλωθώ»

Πώς πήρες αργότερα την απόφαση να σταματήσεις το ποδόσφαιρο;

«Στα 34 μου περίμενα ότι θα συνέχιζα. Ήμουν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Ποτέ δεν είχα τραυματισμούς. Με πήραν τηλέφωνο 2-3 ομάδες από την Ελλάδα μικρότερης εμβέλειας, αλλά δεν μπήκαμε καν σε διαπραγματεύσεις. Το οικονομικό δεν ήταν πλέον για εμένα σημαντικός παράγοντας. Δεν ήθελα να πάω σε μια ομάδα η οποία θα πάλευε να μείνει στην κατηγορία, κι αφού δεν βρήκα ένα κλαμπ καλύτερου επιπέδου, προτίμησα να σταματήσω παρά να αναλωθώ. Έτσι το έβλεπα εγώ».

Ο Στέφενς πώς ήταν ως προπονητής;

«Δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν ο ΠΑΟΚ εκείνη την περίοδο. Ήταν μεγάλο όνομα, σωστή επιλογή ως προς αυτό, αλλά στην πράξη φάνηκε ότι δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν η ομάδα. Είναι κάποιοι προπονητές που θέλουν να βρουν μια η ομάδα στην οποία θα ξέρει ότι μπορεί να κάνει κάποια πράγματα. Πολλοί Γερμανοί προπονητές, για παράδειγμα, θα βρουν Γερμανούς παίκτες που είναι από μικροί πειθαρχημένοι. Αν τους αφήσεις, τα οκτώ από τα δέκα πράγματα που πρέπει να κάνουν, θα τα κάνουν. Η Ελλάδα, το ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν θέλει τέτοιους προπονητές. Είναι έτσι η κουλτούρα μας. Θέλει προπονητές οι οποίοι θα επιβάλλονται εκείνοι. Που θα λένε “θα κάνουμε αυτό, εκείνο, αυτό έτσι, αυτό αλλιώς. Ο Στέφενς δεν ήταν τέτοιος. Είναι προπονητής που θα έπρεπε να βρίσκεται σε μια ομάδα στην οποία θα έκανε διαχείριση, που θα έβρισκε έτοιμα τα περισσότερα πράγματα».

Ο Αγγελος Αναστασιάδης;

«Πάμε παρακάτω».

Ο Μουνιόθ;

«Καλός άνθρωπος, τώρα καλός προπονητής… ok».

Από όλους αυτούς τους συμπαίκτες που είχες στην καριέρα σου, ποιος μπορείς να πεις ότι ήταν ο πιο ολοκληρωμένος, ο πιο αξιοσέβαστος; Και για τον χαρακτήρα του και για την αγωνιστική του ποιότητα.

«Ο Πιζάρο στη Βέρντερ. Όσο τον γνώρισα, βέβαια. Ήταν ένας ολοκληρωμένος ποδοσφαιριστής, ηγετική φυσιογνωμία. Είχε όλο το πακέτο. Φοβερός εντός γηπέδου και κύριος έξω από αυτό. Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα ήρθε στον Παναθηναϊκό από ένα άλλο επίπεδο. Ένιωθα ότι ο χαρακτήρας του ήταν όπως ο δικός μου. Εγώ αυτούς τους ανθρώπους εκτιμώ. Αυτούς οι οποίοι στο γήπεδο είναι ηγέτες, που το δείχνουν στην πράξη και όχι και στα λόγια και οι οποίοι εκτός γηπέδου είναι επίσης παράδειγμα προς μίμηση με τη συμπεριφορά τους και τη στάση τους. Χωρίς να το φωνάζουν».

Στην Εθνική θυμάσαι κάποιο ωραία περιστατικό να μας πεις;

«Δεν ξεχνάω τον αγώνα εναντίον της Νιγηρίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014. Έπαιζα κιόλας τότε, ήταν τεταμένη η κατάσταση. Στα αποδυτήρια στο ημίχρονο ο κακός χαμός. Το θυμάμαι πολύ έντονα. Ήμασταν τόσο κοντά στην πρώτη νίκη σε Μουντιάλ. Είχαν μείνει κι αυτοί με δέκα παίκτες πριν από την ολοκλήρωση του πρώτου ημιχρόνου και λέγαμε πως “αν δεν κερδίσουμε και τώρα, δεν θα κερδίζαμε ποτέ”. Γινόταν σας λέω ένας χαμός. Αν θα κάνουμε αλλαγή, να λέει κάτι ο Ρεχάγκελ, οι παίκτες να φωνάζουν για κάτι άλλο. Να υπάρχει ένταση μεταξύ μας. Ένα κομφούζιο, αλλά υπό την έννοια ότι υπήρχε τέτοια επιθυμία για νίκη, που ο καθένας ήθελε να πει το δικό του, το οποίο θεωρούσε πως είναι σωστό. Λέγαμε “άντε μαλάκες να νικήσουμε, είμαστε μπροστά σε κάτι ιστορικό”».

«Δεν μπορώ να έχω κρίση για το θέμα Μανωλά-Παπασταθόπουλου»

Πώς σου φάνηκε η πρόσληψη του Γκουστάβο Πογιέτ στην Εθνική;

«Πρέπει να τη δούμε. Θα φανεί εκ του αποτελέσματος αν έγινε καλά που αποχώρησε ο Φαν’τ Σχιπ».

Από τη στιγμή που οι ποδοσφαιριστές είχαν δηλώσει δημόσια πως ήθελαν να συνεχίσουν μαζί του, θεωρείς πως η ΕΠΟ θα έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο για να τον κρατήσει;

«Όταν όλοι οι ποδοσφαιριστές λένε κάτι, σίγουρα υπάρχει μια αλήθεια από πίσω. Αυτή η γενιά η οποία έχει φιλοδοξίες και θέλει να πάει σε μεγάλη διοργάνωση, κάτι είδε σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Εγώ πιστεύω ότι θα ήταν δίκαιος, δούλευε καλά, ήταν σοβαρός προπονητής. Είναι κάποια στοιχεία, που μπορεί να είναι βασικά, αλλά λείπουν από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Να είναι δηλαδή κανείς ντόμπρος, ειλικρινής, να βάζει όποιον θεωρεί αυτός ότι του κάνει, να μην επηρεάζεται από πράγματα που συμβαίνουν γύρω γύρω, αυτά είναι πολυτέλεια για τον Έλληνα ποδοσφαιριστή. Θα φανεί όμως αν έπραξε σωστά η ΕΠΟ ή όχι. Μπορεί ο νέος προπονητής να έρθει και να πετύχει. Δεν ξέρω ποιος είναι ο προπονητής Πογιέτ, δεν τον ξέρω, δεν έχω άποψη, μπορεί να πέσω έξω, αλλά για κάποιο λόγο θεωρώ ότι ίσως μας ταιριάζει. Δύο ανθρώπους που άκουσα, οι οποίοι μίλησαν με πρώην ποδοσφαιριστές του, λίγο που τον άκουσα σε μια συνέντευξη που έδωσε, αν μη τι άλλο φαίνεται σοβαρός άνθρωπος. Έχω ακούσει παλιούς ποδοσφαιριστές του να λένε ότι δημιουργεί καλή σχέση με τους παίκτες του, ότι είναι δίκαιος. Φαίνεται φιλόδοξος προπονητής, πολύ σημαντικό να θέλει ο ίδιος να πετύχει. Μου φαίνεται πως υπάρχουν τα υλικά για να πετύχει. Αυτή είναι η αίσθησή μου. Πολλά πράγματα είναι και ζήτημα γενιάς και συγκυριών. Αυτή τη στιγμή η ομάδα έχει έλλειψη σε εμπειρία. Αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει κανείς. Εγώ θέλω πραγματικά να πετύχει η Εθνική. Πολλά από αυτά τα παιδιά είναι φίλοι μου και θέλω να πετύχουν. Εγώ μπήκα σε μια Εθνική που ήταν πολύ έμπειρη, μετά το 2004. Τη συνεχίσαμε αυτή τη γενιά. Η εμπειρία είναι πολύ σημαντικό κομμάτι. Πρέπει να παίρνεις ματς, έστω 1-0, βρέξει – χιονίσει. Η νυν ομάδα έχει ταλέντο, έχει ποδοσφαιριστές οι οποίοι αγωνίζονται σε υψηλό επίπεδο, αλλά δεν έχουν μπει στη διαδικασία να πουν, ξέρεις κάτι; Πρέπει να πάμε στη Σουηδία και να κερδίσουμε. Να πάμε στη Σλοβακία και να νικήσουμε. Η Εθνική έχει χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Αυτό έχει και τα θετικά του. Δείχνει ότι υπάρχει μια ταλαντούχα γενιά. Φαίνεται ότι κάποια παιδιά θέλουν πραγματικά να πετύχουν, να πάνε σε μια μεγάλη διοργάνωση, τους λείπει. Είναι πολύ σημαντική η φιλοδοξία και το κίνητρο. Αυτό αν μπορούσαν να το συνδέσουν και με κάποια κομμάτια εμπειρίας, ίσως ήταν καλύτερα. Το θετικό είναι ότι ο νέος προπονητής έχει χρόνο υπέρ του. Ο Τσιμίκας, ο Γιαννούλης, ο Μαυροπάνος, όσο παίζουν γίνονται όλο και πιο έμπειροι. Σε ένα χρόνο μπορούν να κάνουν το κλικ, σε 1,5 να έρθει η σειρά τους. Την τελευταία διετία έδειξαν πως ήταν ακόμα άγουροι. Δεν είναι ότι ο Φαν’τ Σχιπ απέτυχε και ο Πογιέτ θα είναι ο καλός αν πετύχει. Ο ένας ανέλαβε μια ομάδα εδώ κι ο άλλος την ανέλαβε εκεί. Θέλω να πω ότι είναι θέμα συγκυριών. Έχει να κάνει με το timing».

Θεωρείς ότι θα έπρεπε να γίνει προσπάθεια για επιστροφή του Μανωλά και του Παπασταθόπουλου;

«Δεν μπορώ να γνωρίζω τα κριτήρια του καθενός πολύ περισσότερο από τη στιγμή που δεν γνωρίζω και τι έχει συμβεί στην υπόθεση των δυο παιδιών. Είναι άλλο πράγμα να γνωρίζεις μία υπόθεση και άλλο να διαβάζεις και να ακούς γι’ αυτήν. Εγώ για παράδειγμα ποτέ μου δεν αρνήθηκα την Εθνική ομάδα, ανεξαρτήτως του ποιος ήταν ο προπονητής ή διοίκηση στην ΕΠΟ. Εγώ έπαιζα για την Εθνική και τα χρώματα της πατρίδας μου. Και με τον Μανωλά και με τον Παπασταθόπουλο υπήρξαμε συμπαίκτες στην Εθνική όταν ακόμα αγωνιζόμουν ως εν ενεργεία ποδοσφαιριστής, όμως τώρα δεν μπορώ να έχω ξεκάθαρη κρίση για το συγκεκριμένο ζήτημα».

«Έπαιζα σε όλα τα προκριματικά και στο τέλος ο Σάντος με άφηνε έξω»

Αν αυτή η γενιά οπλιστεί με εμπειρία θεωρείς δηλαδή ότι έχει τη δυνατότητα να δώσει το παρών σε μεγάλη διοργάνωση; Πιστεύεις ότι οι προηγούμενες γενιές ήταν πιο δυνατές από τη σημερινή, αγωνιστικά;

«Η εμπειρία είναι πολύ σημαντικό στοιχείο. Καμία ομάδα δεν πέτυχε χωρίς εμπειρία. Δεν ξέρω αν το έκανε ο Άγιαξ. Πάντα υπάρχουν καλοί παίκτες. Και σ’ αυτή τη γενιά το ίδιο. Έχουμε παίκτες που αγωνίζονται σε ομάδες όπως η Λίβερπουλ, η Μπενφίκα… Έχει στοιχεία αυτή η ομάδα. Το αν είναι αυτά επαρκή, θα φανεί. Τι να πω; Ατάλαντη γενιά πάντως δεν είναι. Η Εθνική της δικής μου γενιάς είχε ταλέντο, είχε εμπειρία. Εκείνη που πήρε το Euro είχε μικρότερους μόνο τον Παπαδόπουλο και τον Κατσουράνη. Οι άλλοι ήταν +30. Σε μια προκριματική φάση, έχεις συγκεκριμένο αριθμό αγώνων. Είναι ας πούμε οκτώ ματς. Δεν έχεις πολυτέλεια να μιλήσεις για δεύτερο γύρο. Είναι ματς που πρέπει να πας και να τα πάρεις. Αυτό στα λόγια μπορεί να ακούγεται εύκολο, αλλά είναι δύσκολο να το διαχειριστείς. Δεν μπορείς να πεις ότι αυτή η Εθνική που δεν τα κατάφερε ήταν αδιάφορη. Και σ’ αυτό είχε μερίδιο και ο προπονητής. Ο Φαν’τ Σχιπ ανέλαβε μια ομάδα στην οποία κάποιοι δεν ήθελαν να πάνε. Την έκανε ομάδα. Όσοι πήγαιναν, πήγαιναν με όρεξη. Αυτή ήταν μια κατάκτηση του προπονητή. Το ότι δεν πήγε σε μια μεγάλη διοργάνωση είναι θέμα συγκυριών και ίσως και ευθύνης του. Το γεγονός ότι η Εθνική έχει ένα θέμα στο να βάλει γκολ, είναι δεδομένο. Δεν είναι μάγοι οι προπονητές. Το γεγονός ότι ήρθε ο Πογιέτ δεν σημαίνει ότι θα βάζουμε τρία γκολ σε κάθε ματς. Είναι κάποιες αδυναμίες που δεν αλλάζουν όποιος προπονητής και να ‘ρθει. Οπότε πάμε να φτιάξουμε όλα τα άλλα, κι αν το βρούμε κι αυτό…».

Για τον Φερνάντο Σάντος τι θα έλεγες;

«Προσωπικά, στο δικό μου το κομμάτι, αδικήθηκα. Έχω κάποια παράπονα. Σε de facto πράγματα για τα οποία δεν διαπραγματεύομαι. Αδικήθηκα και δεν μπορεί κι αυτός να μου πει κάτι. Ως προπονητής θεωρώ ότι έχει μια ικανότητα να δημιουργεί καλά γκρουπ. Έχει χρόνια να δουλέψει σε συλλογικό επίπεδο, αλλά και σε ομάδα να πάει, είναι πολύ καλός σε αυτό το κομμάτι. Το να κερδίζει τίτλους, να κάνει ομάδες πρωταθλητισμού, είναι πολύ καλός σε αυτό. Ποιος είμαι εγώ να κρίνω τον Σάντος, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου κατά πόσο μπορεί να πάει σε μια ομάδα που θέλει να παίξει ποδόσφαιρο αρεστό στο μάτι. Πιο επιθετικό και πιο ελκυστικό. Εχει δείξει ότι δεν είναι αυτής της φιλοσοφίας. Είναι όμως επιτυχημένος προπονητής. Στο κάτω κάτω, όταν παίρνεις έναν προπονητή θέλεις να κερδίσεις ένα τίτλο. Σε κάποιες ομάδες όμως παίζει ρόλο πώς θα πάρουν ένα τίτλο. Να έχουν δηλαδή πρωτοβουλία, υπεροχή. Στο να δημιουργεί γκρουπ ανθρώπων, ο ένας να παίζει για τον άλλον και για την ομάδα, είναι πολύ καλός».

Επειδή μας είπες ότι σε αδίκησε, θέλεις να μας πεις κάτι παραπάνω;

«Το 2012 στο Euro αποκλείστηκα, δεν μπήκα στην αποστολή. Σε όλη την προκριματική φάση έπαιζα ανελλιπώς. Δηλαδή πρέπει να έκανα στα προκριματικά…

Για να πας σε μια διοργάνωση δεν ξέρω πόσα ματς πρέπει να δώσεις. 10-12; Πρέπει να τα ‘παιξα όλα. Με είχε πάρει στην προετοιμασία πριν από το Ευρωπαϊκό και μετά έκοψε εμένα και τον Κονέ. Το θεώρησα άδικο γιατί ήμουν βασικός παίκτης της ομάδας και ήμουν και σε καλή κατάσταση. Έτσι το θεωρώ εγώ. Του το είπα στο γραφείο του μέσα, στα ίσια και έφυγα: “Με αδικείς που δεν με παίρνεις. Θα τελειώσει το Euro, θα έρθουν τα προκριματικά του Σεπτεμβρίου για την επόμενη διοργάνωση και θα είμαι πάλι εγώ ο βασικός σου”. Είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Ήρθε ο Σεπτέμβριος και ήμουν πάλι στην Εθνική. Και αφού παίζω στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ήμουν πρώτος σε συμμετοχές εγώ και ο Παπασταθόπουλος, πάμε στη Βραζιλία και δεν παίζω ούτε λεπτό. Είχα στεναχωρηθεί τόσο πολύ. Δεν πρέπει να υπάρχει συμβεί κάτι αντίστοιχο σε ποδοσφαιριστή. Στη μία διοργάνωση αποκλείστηκα και στην άλλη δεν έπαιξα λεπτό. Αν δείτε τα παιχνίδια του Σάντος σε προκριματικές φάσεις με την Ελλάδα, πρέπει να έχω παίξει σε όλα. Έχτιζα όλο τον καιρό, ήμουν στα δύσκολα κι όταν ερχόταν η στιγμή της επιβράβευσης, εκτός. Μετά το Παγκόσμιο της Βραζιλίας έφυγε κιόλας. Θυμάμαι τελείωσε το ματς με την Κόστα Ρίκα και έφυγε από τα αποδυτήρια. Δεν μπορεί να μου δώσει κανείς άδικο. Δεν είναι παράπονο, αλλά αυτό δεν δικαιολογείται. Παίζει να είναι παγκόσμιο ρεκόρ. Κι όμως έγινε».

«Νομίζω ότι έχω προπονητικό ταλέντο»

Ποια στοιχεία θεωρείς ότι έχεις και μπορείς να δώσεις προπονητικά στη χώρα μας;

«Κατ’ αρχήν θεωρώ πως απαιτείται το προπονητικό ταλέντο και η αντίληψη η ποδοσφαιρική. Νομίζω ότι το έχω. Έτσι νομίζω εγώ. Έχω παραστάσεις από πολλά πρωταθλήματα, έπαιζα σε μια θέση που μου δίνει τη δυνατότητα να βλέπω το παιχνίδι, να το καταλαβαίνω και να το αντιλαμβάνομαι. Ακολούθως απαιτείται χαρακτήρας. Η διαχείριση πολλών καταστάσεων. Πώς θα διαχειριστείς τους ποδοσφαιριστές σου, πώς θα τους κάνεις να σε ακολουθήσουν και να θέσετε έναν στόχο, πώς θα διαχειριστείς τα media και τη διοίκηση. Σε κάθε δουλειά βγάζεις τον χαρακτήρα σου και θεωρώ ότι σε όλη αυτή τη γκάμα μπορώ να αντεπεξέλθω».

Από όλους τους προπονητές που συνεργάστηκες, ποια είναι τα στοιχεία που εσύ δεν θα βάλεις με τίποτα στο δικό σου προφίλ;

«Αυτό που εκτιμά κάθε ποδοσφαιριστής είναι να είναι ντόμπρος και ειλικρινής ο προπονητής. Αν δεν σε θέλει, μπορεί να σου πει “φίλε μου, δεν σε χρειάζομαι. Βρες μια ομάδα και φύγε. Αλέξη αύριο δεν θέλω να παίξεις γι’ αυτό”. Αυτό γενικά λείπει όχι μόνο από το ποδόσφαιρο, αλλά και από την κοινωνία. Η ειλικρίνεια. Αν υπάρχει ειλικρίνεια, είτε σε βάζει ένας προπονητής είτε όχι, θα το εκτιμήσεις. Αν περάσουν τα χρόνια θα θυμηθείς τον προπονητή και θα πεις “ήταν ωραίος”. Με το πέρασμα των χρόνων δεν θα θυμηθείς αν σε έβαλε σε ένα ματς, αν σε έβγαλε από ένα άλλο, αν έπαιξες 60 λεπτά ή 90. Εσύ μπορεί στη δουλειά σου να θυμηθείς έναν εργοδότη ή ένα διευθυντή ο οποίος είτε ήταν ωραίος, είτε δεν σου συμπεριφέρθηκε ωραία. Θα θυμάσαι αν ήταν ειλικρινής, ντόμπρος και δίκαιος. Απαραίτητη προυπόθεση βέβαια είναι να είσαι κι εσύ σωστός και καλός στη δουλειά σου. Η Δικαιοσύνη δείχνει μια δύναμη χαρακτήρα, προσωπικότητα. Αυτό ο άλλος δεν μπορεί να μην το σεβαστεί».

«Μόνο τους γονείς του Άλκη σκέφτομαι, δεν μπορώ να βλέπω κροκοδείλια δάκρυα»

Ποια είναι η άποψή σου για τη διαιτησία έτσι όπως την έζησες;

«Σίγουρα τα τελευταία χρόνια η βελτίωση που υπάρχει με τους ξένους διαιτητές και το var είναι μεγάλη. Τώρα αν με ρωτάτε ποια είναι η άποψή μου για τα χρόνια που αγωνιζόμουν ως ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα θα σας πω η χειρότερη. Θεωρώ πως αν δεν ξεκινούσαν να έρχονται οι ξένοι διαιτητές και αν δεν έμπαινε το var θα συνεχίζονταν να γίνονται λάθη και αδικίες. Σαφώς και υπήρχαν κάποιοι καλοί Eλληνες διαιτητές, ωστόσο υπήρχαν και αυτοί που δεν άντεχαν την πίεση και γινόντουσαν ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος που ονομάζεται ελληνική διαιτησία».

Προ ημερών χάθηκε ο Άλκης. Τι θεωρείς ότι πρέπει να γίνει στο θέμα της βίας; Πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα Αλέξανδρε;

«Θέλω να εκφράσω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένεια του Άλκη. Μόνο τους γονείς του σκέφτομαι. Όλοι αυτοί που μιλάνε, εξαιρουμένων των ποδοσφαιριστών, είναι συνένοχοι σε αυτό που έγινε. Δεν μπορώ να βλέπω κροκοδείλια δάκρυα από πολιτικούς και παράγοντες του ποδοσφαίρου. Καλύτερα να μη μιλούσε κανείς. Μήπως όλοι τους δεν συνένοχοι που οι οπαδοί έχουν αυτές τις σχέσεις με τις διοικήσεις των ομάδων; Που σκοτώνονται και μαχαιρώνονται. Κι αυτά γίνονται κάθε μέρα. Στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα… Δεν μπορώ αυτό το θέατρο. Το ποδόσφαιρο δεν το αγαπάμε στην Ελλάδα. Μόνο το συμφέρον μας και την ομάδα μας. Κι αυτό ξεκινάει από τα «κεφάλια», από αυτούς που διοικούν το ποδόσφαιρο. Δεν θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες των ομάδων να καθίσουν δίπλα – δίπλα να δουν μαζί το παιχνίδι των ομάδων τους; Αυτοί θα φέρουν τον κόσμο στο γήπεδο. Δεν θέλουν να το φτιάξουν το ποδόσφαιρο κι ούτε θα φτιάξει και ποτέ».

Για να κλείσουμε ωραία τη συνέντευξη, θα μας πεις τελικά καμιά ωραία ιστορία που να είχε πλάκα;

«Δεν είμαι και πολύ της πλάκας γι’ αυτό δεν θυμάμαι (γέλια). Αν βέβαια έρθει κανείς εδώ με τον οποίο ήμασταν μαζί μου και μου πει διάφορα σκηνικά, θα τα θυμηθώ».

Οι πλάκες δεν σου αρέσουν, αλλά έτυχε ποτέ να κάνεις πλάκα σε κάποιον;

«Όχι, μόνο σε τελείως δικούς μου. Δεν είμαι κανένας… μονόχνωτος, αλλά θα πρέπει να βρεις το κουμπί μου. Εγώ δενόμουν με τα πιο ήσυχα παιδιά. Με τον Σαλπιγγίδη, με τον Σπυρόπουλο είχαμε έρθει κάποτε κοντά, με τον Βύντρα. Άλλη πλάκα, άλλο χιούμορ με αυτά τα παιδιά».

 

 

πηγή: gazzetta.gr

«Έχει αποφασίσει να επενδύσει στον Ιωαννίδη ο Παναθηναϊκός – Σε δύσκολη θέση ο Καρλίτος αν αποκτηθεί φορ»

Previous article

Aφιέρωμα για τον Βοτανικό ενόψει της κρίσιμης Γ.Σ. με… απόψεις υπέρ και κατά (vid)

Next article

You may also like

Comments

Leave a reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.