Τι έδειξαν «πράσινοι» και «ερυθρόλευκοι» και τι μπορούν να κάνουν στα 40 λεπτά που θα κρίνουν το πρώτο τρόπαιο της σεζόν.
Η επιστροφή στα Final 4 μετά από 18 χρόνια, έμελλε επιτέλους να φέρει και το πρώτο «αιώνιο» συναπάντημα στην ιστορία του συγκεκριμένου οργανωτικού format με έπαθλο το τρόπαιο (οι δύο ομαδες έχουν συναντηθεί μία φορά, αλλά σε μικρό τελικό). Αλλά και τον πρώτο τελικό μεταξύ των δύο κορυφαίων ελληνικών ομάδων μετά από το 2013.
Ο πολυνίκης Παναθηναϊκός των 26 τελικών και των 18 τροπαίων, έχει το προβάδισμα με 7 νίκες και 2 ήττες στα ματς που χάρισαν τρόπαιο στο Κύπελλο και τα τελευταία χρόνια έχει αποδείξει ότι μπορεί να «κρύψει» πιο αποτελεσματικά τις αδυναμίες του και να διαχειριστεί καλύτερα τα ντέρμπι με τον μεγάλο του αντίπαλο. Και θέλει να συνεχίσει αυτή την παράδοση, γιατί έτσι θα χτίσει αυτοπεποίθηση ενόψει της πιο δύσκολης μάχης της χρονιάς, που θα είναι αυτή που δεν κρίνεται σε ένα βράδυ.
Ο Ολυμπιακός από την άλλη πλευρά, δεν κυνηγάει απλά το πρώτο του τίτλο στον θεσμό μετά από 11 χρόνια. Ούτε μόνο το πρώτο τρόπαιο της σεζόν. Ψάχνει μία τρανή επιβεβαίωση της θεωρητικά ποιοτικής του ανωτερότητάς μέσα στο γήπεδο, που δεν έχει εδραιωθεί με συνέπεια και με κατάκτηση τίτλων.
Αυτής που στον ημιτελικό με την ΑΕΚ άφησε ελάχιστα να φανεί στο πρώτο μέρος (32-29) και δεν επέβαλλε ολοκληρωτικά, παρά μόνο προς το τέλος της 3ης περιόδου. Στο πρώτο μισό της αναμέτρησης, οι «ερυθρόλευκοι» δεν έβαλαν τα σουτ (36,1% εντός πεδιάς και 4/15 τριπ.) και μοιραία έπεσαν στην παγίδα της «Ένωσης» που είχε μοναδικό στόχο να μην τους αφήσει να τρέξουν, να τους βγάλει από την ρακέτα και να ρισκάρει με το «σενάριο» της αστοχίας τους.
Με Βεζένκοφ, Σλούκα και Ντόρσεϊ συνολικά στους 11 πόντους (με 4/16 σουτ) και με ελάχιστο inside game, το +3 της ανάπαυλας ήταν οιωνός νίκης για τους Πειραιώτες. Όχι μόνο γιατί η παραγωγικότητα θα ανέβαινε στο 2ο μέρος, αλλά γιατί η χαμηλή ποιοτική στάθμη των (χωρίς Παππά, Ανγκόλα και Λάνγκφορντ) «κιτρινόμαυρων» έκαναν το παθητικό των 29 πόντων να μοιάζει με υπέρβαση.
Αν υπήρχε κάποιος παίκτης του Μπαρτζώκα που ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω στην πρόκληση του ημιτελικού, αυτός ήταν ο Κώστας Παπανικολάου (12π., 2ρ. & 1ασ. με 5/8 σουτ σε 13’36”) πήγε στα αποδυτήρια έχοντας άριστη επιθετική απόδοση κοντά και μακριά από το καλάθι.
Κι εκεί που όλα τα προβλεπόμενα έδειχναν να επιβεβαιώνονται, με τον Ολυμπιακό να βρίσκει σκορ από τους τρεις καλύτερους επιθετικούς του, να βελτιώνει την άμυνά του και να ξεφεύγει με +18, ήρθε μία αδικαιολόγητη χαλάρωση, η οποία λίγο έλλειψε να φέρει τα πάνω κάτω.
Οι παίκτες του Στέφανου Δέδα δεν πήραν απλά πολύ καλό βαθμό, αλλά τηρουμένων των αναλογιών υπερέβαλλαν εαυτούς και μετέτρεψαν σε ντέρμπι, ένα ματς που βάσει της διαφοράς ποιότητας και βάθους, δεν θα έπρεπε να είναι καν αμφίρροπο.
Μπορεί ο Ολυμπιακός να μην κινδύνευσε ουσιαστικά, ωστόσο, το τελικό το 76-70 αλλά και το γεγονός ότι πιέστηκε από το σερί 6-19 της «Ένωσης» (πλησίασε σε 66-61 στο 38’), δεν άφησε καλές εντυπώσεις ενόψει του τελικού με τον δύο φορές πιο επικίνδυνο Παναθηναϊκό.
Για να αποκαθηλώσει τον Κυπελλούχο Ελλάδας, άλλωστε, η ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα θα πρέπει να πλησιάσει στον καλύτερό της εαυτό και στον ημιτελικό με την ΑΕΚ, παρ’ ότι δεν πληγώθηκε, παρουσιάστηκε κατώτερη των περιστάσεων και πνευματικά τουλάχιστον, ανέτοιμη για να αντιμετωπίσει μία ομάδα που παίζει πολυ physical και «κοιμίζει» τον αντίπαλο με την τακτική της.
Ήθελε απλά τον χρόνο του
Ο πρώτος ημιτελικός είχε την απόλυτα προβλεπόμενη εξέλιξη. Ήταν τόσο σοβαρές οι απουσίες του Προμηθέα (Γκίκας και Γκραντ) αλλά και η ανετοιμότητα δύο βασικών παικτών (Αγραβάνης και Χαντ σχεδόν απροπόνητοι) των Πατρινών, που ακόμη και όταν ξέφυγαν με +14 (27-13 στο 10’), κανένας δεν πίστεψε ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες έκπληξης!
Ο Παναθηναϊκός, άλλωστε, μπήκε πολύ νωθρά στο ματς στην άμυνα, είχε κακές επιλογές στην επίθεση και δεν βρήκε σκορ ούτε από τους δύο καλύτερους εκτελεστές του (Νέντοβιτς και Μέικον είχαν 1/12 σουτ στο 14ο λεπτό). Με 25% εντός πεδιάς και 0/6 τρίποντα στην 1η περίοδο, όμως, η χαμηλή παραγωγικότητα (13π.) έχει εξήγηση.
Το κομμάτι στο οποίο δεν υπήρχε καμία δικαιολογία και αποτέλεσε το μεγαλύτερό πρόβλημα των «πρασίνων», ήταν η χαμηλή ένταση και ενέργεια στα μετόπισθεν που έδωσε την ευκαιρία στους περσινούς φιναλίστ του Κυπέλλου να βρίσκουν ολοένα και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Αυτό ήταν θέμα χρόνου να αλλάξει, όπως θέμα χρόνου ήταν να βρει κάποια στιγμή ρυθμό και ο Νέντοβιτς, που παρ’ ότι τα έσπασε στην 1η περίοδο, συνέχισε να παίρνει την μία προσπάθεια μετά την άλλη, χωρίς να σου δίνει την εντύπωση ότι είχε αγχωθεί με το αρχικό 1/8 σουτ που είχε καταγράψει.
Πριν καλά-καλά φτάσουμε στην ανάπαυλα, ο Δημήτρης Πρίφτης είχε αρχίσει να βλέπει τους παίκτες του να πλησιάζουν στα standards της απόδοσής του και οι πρωταθλητές είχαν τρέξει ένα σερί 8-22, έχοντας περάσει και μπροστά στο σκορ (35-36 στο 18’25”). To 39-38 του πρώτου μέρους παρά το 37,5% εντός πεδιάς (12/32 σουτ), έδειχνε ότι ο Παναθηναϊκός είχε μπει σε τροχιά για να φτάσει στο επίπεδο απόδοσης που μπορεί ανά πάσα στιγμή να πιάσει και από ‘κει πέρα ήταν θέμα χρόνου να σταθεροποιήσει την έντασή του στην άμυνα και να «καθαρίσει» την πρόκριση.
Οι βάσεις μπήκαν στην 3η περίοδο και στην 4η, οι «πράσινοι» απλά άνοιξαν την διαφορά, έχοντας 9 επιθετικά ριμπάουντ και 51,4% στα σουτ.
Το παιχνίδι, όμως, τελείωσε όταν αξιοποίησαν στο έπακρο το μέγεθός του, έκρυψαν το καλάθι κι έκλεισαν τους χώρους προς την ρακέτα, υποχρεώνοντας τον Προμηθέα να υποπέσει σε διπλάσια λάθη στο 2ο ημίχρονο (8) και χρειαστεί υπερδιπλάσιο χρόνο (22’11”) για να ξεπεράσει τους 27 πόντους που πέτυχε στο πρώτο δεκάλεπτο.
Με λίγα λόγια, η ευκολία με την οποία ο «εξάστερος» πήρε την πρόκριση για τον 26ο τελικό Κυπέλλου στην ιστορία του, δεν εξηγείται από το τελικό +17 (68-85). Αλλά κυρίως από το ότι καποια στιγμή έφτασε σε ένα επιμέρους +33 μετά την 1η περίοδο και πέτυχε μία άνετη νίκη σουτάροντας με 44,1% στα σουτ.
Αυτό το ποσοστό δεν αποδείχτηκε λίγο, από την στιγμή που ο Παναθηναϊκός είχε 13 περισσότερα ριμπάουντ, διψήφιο αριθμό κλεψιμάτων (10) και επτά κοψίματα. Καθώς επίσης και 39 πόντους από τους τρεις παίκτες ρακέτας (Έβανς, Παπαγιάννη και Ουάιτ), με τον πρώτο να κάνει το ίσως το πιο μεστό παιχνίδι του με την «πράσινη» φανέλα (15π., 11ρ. & 2ασ. με 5/6 σουτ σε 28’).
Συμπερασματικά, ο Παναθηναϊκός κυμάνθηκε σίγουρα στο επίπεδο που μπορεί και η ευκολία της επικράτησής του οφείλεται και στις ελλείψεις και τα προβλήματα του αντιπάλου. Για να κοιτάξει στα μάτια και να κοντράρει τον Ολυμπιακό, θα πρέπει να διατηρηθεί στα αμυντικά επίπεδα του ημιτελικού και να ανεβάσει ρυθμούς στην επίθεση. Αν υπάρχει ένα παρήγορο στατιστικό στοιχείο αυτό αν μη τι άλλο έχει να κάνει με το ότι η τριάδα Νέντοβιτς-Μέικον-Γιόβιτς δεν μπορεί να ξαναέχει 8/31 σουτ (25,8%).
Τηρουμένων των αναλογιών, ο Προμηθέας παρουσίασε μία πολύ αξιοπρεπή εικόνα. Έκλεισε για λίγο τους διαδρόμους και δυσκόλεψε το μακρινό σουτ του «τριφυλλιού», αλλά χωρίς δημιουργία (12ασ.) και μακρινό σουτ (26,3% με 5/19 τριπ.) και με τις αντοχές των Αγραβάνη και Χαντ να φθίνουν προϊόντος του χρόνου, ήταν πολύ δύσκολο να παραμείνει ανταγωνιστικός μέχρι το τέλος.
Comments