Στις φλέβες του κυλάει αίμα… επαναστάτη.
Γεννήθηκε, επί της ουσίας, με μια μπάλα παραμάσχαλα. Όταν η μητέρα του Ζαγκόρκα βγήκε από το νοσοκομείο λίγες ημέρες αφότου τον έφερε στον κόσμο, στις 8 Φεβρουαρίου του 1995, ο σύζυγος της και πατέρας του Μιγιάτ Γκατσίνοβιτς, Βλάντιμιρ, της ζήτησε να βιαστεί να μπει στο αυτοκίνητο για να φύγουν.
«Σε παρακαλώ, πρέπει να προλάβουμε, θα αργήσω για την απογευματινή προπόνηση» της είπες ο μπαμπάς Γκατσίνοβιτς, ο οποίος εκείνη την εποχή αγωνιζόταν στην Μπέτσεϊ, σε ρόλο επιθετικού.
Με την φανέλα της, το 1992, τρία χρόνια δηλαδή πριν από την γέννηση του νέου άσου του Παναθηναϊκού, έζησε την μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του, μέσα στο «Μαρακανά» του Βελιγραδίου και κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα, ο οποίος λίγους μήνες πριν είχε κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών και λίγο καιρό αργότερα θα έκανε δικό του και το Διηπειρωτικό Κύπελλο.
Ο Βλάντιμιρ Γκατσίνοβιτς, ο οποίος παρά την θέση του δεν ήταν ένας δεινός γκολτζής, σημείωσε χατ – τρικ, με την Μπέτσεϊ, ομάδα δεύτερης κατηγορίας τότε, να γνωρίζει τιμητικό αποκλεισμό με 4-3 στο Κύπελλο, από την παρέα των Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς, Ντάρκο Πάντσεφ, Σίνισα Μιχαΐλοβιτς, Βλάντιμιρ Γιούγκοβιτς και Ίλια Ίβιτς (ο μετέπειτα άσος Ολυμπιακού, Άρη και ΑΕΚ είχε μπει ως αλλαγή στο συγκεκριμένο παιχνίδι).
Η μπάλα, λοιπόν, κυλούσε στο αίμα του υιού Γκατσίνοβιτς. Όπως, όμως, και η… επανάσταση, η αντίσταση. Ο προ – προ παππούς του, Βλάντιμιρ όπως και ο πατέρας του, ήταν εκ των ιδρυτών του αντιστασιακού κινήματος κατά της αυστρό – ουγγρικής κατοχής, στις αρχές του 19ου αιώνα.
Μέλος της οργάνωσης στην οποία ανήκε ο προ – προ παππούς Βλάντιμιρ, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 27 ετών δηλητηριασμένος με αρσενικό, ήταν και ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ. Ο δολοφόνος, δηλαδή, του Αρχιδούκα της Αυστρίας, Φραγκίσκου Φερδινάνδου, τον Ιούνιο του 1914 στο Σαράγιεβο. Η δολοφονία αυτή ήταν επί της ουσίας η σπίθα που άναψε την φλόγα για να γίνει πραγματικότητα ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο Μιγιάτ δεν είναι πολεμοχαρής, αλλά καμαρώνει δικαίως για τον πρόγονό του. Σερβοβόσνιος ο Βλάντιμιρ, γεννημένος στο Νόβι Σαντ με βοσνιακές ρίζες ο Μιγιάτ, ο οποίος έκανε το διεθνές του ντεμπούτο με την Κ17 της Βοσνίας, αλλά στη συνέχεια υπηρέτησε μόνο τις εθνικές ομάδες της Σερβίας. Και, γι’ αυτό, έχει μέσα του μια μεγάλη πίκρα και απωθημένο.
Η ανώμαλη προσγείωση ενός υπέρ – πρωταθλητή
Χαρακτηρίζει τον πατέρα του ως παράδειγμα και σημείο αναφοράς και πάντα τον συμβουλεύεται. Ο Βλάντιμιρ καθοδήγησε τον γιο του στα πρώτα του βήματα στους μικρούς της Βοϊβοντίνα, όπου ο Μιγιάτ ξεχώρισε γρήγορα σε ρόλο εξτρέμ και μεσοεπιθετικού, φτάνοντας πολύ νεαρός στο σημείο να φορέσει το περιβραχιόνιο του αρχηγού και να κατακτήσει το Κύπελλο μόλις στα 18 του χρόνια.
Το μεστό παιχνίδι, η διορατικότητα, η κινητικότητα και τα γκολ του τον έκαναν γρήγορα πρωταγωνιστή, με την Αϊντχόφεν να επιδιώκει ανεπιτυχώς να τον κάνει δικό της, μετά τις πολύ πειστικές εμφανίσεις του Γκατσίνοβιτς με τους μικρούς της Σερβίας.
Βασικό και αναντικατάστατο μέλος τόσο της Κ19 όσο και της Κ20, με τις οποίες κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα (2013) και το Παγκόσμιο Κύπελλο (2015), με συμπαίκτες όπως οι Σεργκέι Μιλίνκοβιτς – Σάβιτς, Νεμάνια Μακσίμοβιτς και Αλεκσάνταρ Μίτροβιτς στον πρώτο θρίαμβο.
Στον δεύτερο, οι δύο πρώτοι έκαναν «ριπίτ» και προστέθηκαν παίκτες όπως ο Αντρίγια Ζίβκοβιτς (νυν του ΠΑΟΚ) και ο Σάσα Ζντιέλαρ, ο οποίος εκείνη την εποχή πέρασε από τον Ολυμπιακό, αλλά δεν έμελλε να στεριώσει στον Πειραιά και από το 2018 αγωνίζεται στην Παρτιζάν.
Ο Γκατσίνοβιτς ήταν περήφανο και επιφανές στέλεχος της νέας, «χρυσής» φουρνιάς του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου, η οποία κατάφερε να στεφθεί πρωταθλήτρια κόσμου και να διαδεχθεί την σούπερ ομάδα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, η οποία θριάμβευσε το 1987 στην Χιλή, έχοντας στις τάξεις της τους Κροάτες Νταβόρ Σούκερ, Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, Ρόμπερτ Προσινέτσκι, Ρόμπερτ Γιάρνι, Ιγκόρ Στίματς και τον Μαυροβούνιο Πρέντραγκ Μιγιάτοβιτς, μεταξύ άλλων.
Όταν φορούσε την φανέλα με το εθνόσημο, πετούσε στα ουράνια. Ένιωθε βασιλιάς και το ξεκίνημά του στην εθνική ομάδα των Ανδρών ήταν ονειρικό. Δύο παιχνίδια και ισάριθμα γκολ κόντρα σε Γεωργία και Μολδαβία, στον δρόμο για την πρόκριση των Σέρβων στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018, ύστερα από οκτώ χρόνια απουσίας από τις μεγάλες διοργανώσεις.
Ο Γκατσίνοβιτς, όχι άδικα, θεωρούσε σίγουρη την κλήση του στην 23άδα για το μεγάλο ραντεβού της Ρωσίας. Οι εμφανίσεις του στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης, αλλά και η σταθερά καλή του εικόνα στα παιχνίδια της εθνικής ομάδας, του έδιναν την σιγουριά ότι θα μπορούσε να παίξει στην διοργάνωση που αποτελεί όνειρο για κάθε ποδοσφαιριστή, το Μουντιάλ.
Ο Μλάντεν Κρστάιτς, ο οποίος στην διάρκεια της προκριματικής φάσης αντικατέστησε τον Σλάβολιουβ Μούσλιν, προπονητή που κάλεσε και καθιέρωσε τον Μιγιάτ στην εθνική ομάδα, είχε διαφορετική άποψη. Η απουσία του από την μουντιαλική 23άδα αποτελεί μέχρι σήμερα την μεγαλύτερη απογοήτευση στην καριέρα του νυν μέσου του Παναθηναϊκού.
«Ο προπονητής ποτέ δεν μου εξήγησε γιατί με άφησε εκτός Μουντιάλ» έλεγε λίγο καιρό αργότερα με παράπονο ο ποδοσφαιριστής, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τον αποκλεισμό για να κάνει τις μακρύτερες διακοπές από τότε που είναι επαγγελματίας. Αλλά η αδικία, όπως τουλάχιστον την ένιωθε εκείνος, «έκαιγε» μέσα του.
Και, πέντε μήνες αργότερα, ήρθε το «μπαμ». Στο ημίχρονο ενός αγώνα με τη Λιθουανία για το Nations League, ο Γκατσίνοβιτς έβρισε τον Κρστάιτς στα αποδυτήρια και φέρεται να πέταξε προς το μέρος του τα παπούτσια του, με τον αρχηγό Αλεκσάνταρ Κολάροφ να υπερασπίζεται τον προπονητή.
«Είναι αλήθεια ότι αντέδρασα με ακατάλληλο τρόπο. Δεν είναι αλήθεια, όμως, ότι του έριξα κάτι στο πρόσωπο ή τον χτύπησα, όπως έγραψαν κάποιες ιστοσελίδες. Ξέρω ότι έκανα ένα λάθος και δεν δικαιολογώ την συμπεριφορά μου. Πάντα λέω την αλήθεια και αλλοίμονο αν εγώ είμαι το μεγαλύτερο πρόβλημα της εθνικής ομάδας. Όταν φοράω την φανέλα της Σερβίας, πάντα παίζω με την καρδιά μου και τα δίνω όλα» έγραψε λίγες ώρες αργότερα στο Instagram ο ποδοσφαιριστής, ο οποίος έχει να αγωνιστεί με την εθνική του ομάδα από τον Νοέμβριο του 2020 (έχει μείνει στα δύο γκολ του ξεκινήματος) και γνωρίζει ότι η παρουσία του στην 23άδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ είναι μάλλον ένα άπιαστο όνειρο. Ποιος ξέρει όμως; Ίσως το πεντάμηνο του στον Παναθηναϊκό να τον βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση…
Η κούρσα της ζωής του
Οι εμπειρίες του σε εθνικό επίπεδο του έχουν αφήσει, προς το παρόν τουλάχιστον, μια γλυκόπικρη γεύση. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για το συλλογικό, αν και ελπίζει ότι με το Τριφύλλι στο στήθος θα βρει και πάλι τον ρόλο πρωταγωνιστή που είχε στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης και όχι τόσο στην Χόφενχαϊμ, όπου μετακόμισε το καλοκαίρι του 2020, σε ανταλλαγή με τον… Στίβεν Τσούμπερ (ναι, τον γνωστό)!
Στην Φρανκφούρτη, όπου προσγειώθηκε σε ηλικία είκοσι ετών, ο Μιγιάτ προσαρμόστηκε με δυσκολία αλλά, όταν τα κατάφερε, έβγαλε τον καλύτερό του εαυτό. Ο Νίκο Κόβατς ήταν ο προπονητής που τον εκτόξευσε, παρ’ ότι τον άλλαξε θέση και από τα άκρα της επίθεσης τον πήγε πιο πίσω σε ρόλο κεντρικού μέσου με αυξημένες αμυντικές υποχρεώσεις. «Το μυαλό τρέχει πιο γρήγορα από την μπάλα» ήταν η κύρια διδαχή από την αλλαγή θέσης.
Ο Γκατσίνοβιτς, ο οποίος με το «καλημέρα» έγινε ο αγαπημένος της εξέδρας συμβάλλοντας καθοριστικά στην παραμονή της ομάδας στην Bundesliga (γκολ και ασίστ στους αγώνες μπαράζ με τη Νυρεμβέργη), διαπίστωσε ότι έχει αρετές για να παίξει και να αποδώσει πολύ καλά και σε άλλες θέσεις.
Υπό την καθοδήγηση του Κόβατς έγινε πιο ολοκληρωμένος, ωρίμασε μέσα από τα παιχνίδια, πήρε μυϊκή μάζα πέντε κιλών και, πάνω απ’ όλα, ένιωθε σαν στο σπίτι του, χάρη και στην απίθανη παρέα της πρώην ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, αφού είχε δίπλα του τους συμπατριώτες του Φίλιπ Κόστιτς – Λούκα Γιόβιτς, τον Ελβετό βοσνιακής καταγωγής Χάρις Σεφέροβιτς και τον Κροάτη Άντε Ρέμπιτς.
Μαζί τους και με τις οικογένειές τους περνούσε τις περισσότερες ώρες εντός και εκτός γηπέδων, αν και δεν μοιράζονταν την τρέλα (χωρίς εισαγωγικά) του Γκατσίνοβιτς για την μπάλα, αφού μπορεί εύκολα να δει στην τηλεόραση μέχρι και… δέκα ματς την εβδομάδα!
Με τον Ρέμπιτς είχε την πιο στενή και φιλική σχέση (ήταν και στο ίδιο δωμάτιο στις περισσότερες αποστολές). Και, τον Μάιο του 2018, οι δύο τους σφράγισαν την μεγαλύτερη επιτυχία της Άιντραχτ τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στον τελικό Κυπέλλου κόντρα στην πανίσχυρη Μπάγερν Μονάχου, ο Ρέμπιτς άνοιξε τον δρόμο για τον θρίαμβο με δύο γκολ και, στο φινάλε, ο Γκατσίνοβιτς έβαλε το κερασάκι στην τούρτα (3-1).
Στην απέλπιδα προσπάθεια της Μπάγερν για να στείλει το ματς στην παράταση, πήρε την μπάλα ύστερα από διώξιμο σε κόρνερ λίγο έξω από την περιοχή της ομάδας του, έτρεξε 70 μέτρα στο ανοιχτό γήπεδο και, σε κενή εστία, πέτυχε το πιο σημαντικό γκολ της καριέρας του (μέχρι το επόμενο;), ενώ το τεχνικό τιμ και οι αναπληρωματικοί της Άιντραχτ έτρεχαν μαζί του από την πλάγια γραμμή, έτοιμοι να πανηγυρίσουν!
Στους Μαύρους Αετούς έκανε σπουδαίες εμφανίσεις και στην πορεία μέχρι τα ημιτελικά του Europa League την σεζόν 2018-19, χάνοντας την πρόκριση στον τελικό στα πέναλτι από την μετέπειτα κάτοχο Τσέλσι. Ο Γκατσίνοβιτς έφτασε να συμπεριληφθεί στην κορυφαία ενδεκάδα της αγωνιστικής στην φάση ομίλων, σε μια εβδομάδα όπου του έκαναν παρέα… Κώστας Τσιμίκας και Κώστας Φορτούνης (Ολυμπιακός), αλλά και ο Ματιέ Βαλμπουενά, τότε ακόμα στην Φενέρμπαχτσε!
Μέσω της Άιντραχτ, το όνομα του Γκατσίνοβιτς «έπαιξε» για Βαλένθια και Λάτσιο, στην δεύτερη μάλιστα ως πιθανός αντικαταστάτης του άλλοτε συμπαίκτη του στους μικρούς της Σερβίας, Σεργκέι Μιλίνκοβιτς – Σάβιτς, εφόσον έφευγε από την Ρώμη. Ο Ζοσέ Μουρίνιο, με την ιδιότητα του προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, φέρεται να είδε από κοντά για χάρη του έναν αγώνα της Σερβίας με την Αυστρία στη Βιέννη, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Εντέλει, ρίζωσε στην Φρανκφούρτη, αν και το καλοκαίρι του 2020 πήρε την σκληρή απόφαση να φύγει («την πιο σκληρή της ζωής μου»), αποζητώντας ένα παραπάνω βήμα, μια πρόοδο στην καριέρα του. Στον Παναθηναϊκό και ενώ σε λίγους μήνες περιμένει το δεύτερο αγόρι του από τον γάμο με την αγαπημένη του Βεντράνα Μπόβαν (μετά τον μικρό Ματίγια), ελπίζει σε μια νέα αρχή, θέλοντας να βρει και πάλι τον γνωστό, πολύ καλό του εαυτό.
Comments